Νομικό Σπουδαστήριο Α. Προυσανίδη

Χ. Ακριβοπούλου, Το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων μέσα από το φακό του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή

Χ. Ακριβοπούλου, Το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων μέσα από το φακό του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή

Χριστίνα Ακριβοπούλου ,

ΔΝ Δικηγόρος, Ειδική Επιστήμονας ΔΠΘ, ΣΕΠ ΕΑΠ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΤΕΥΧΟΣ 7, 2011 Ιούλιος.

Περίληψη: Το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων του άρθρ. 9Α Συντ., είναι ένα δικαίωμα με σύνθετη παράγωγη κανονιστικότητα και ετεροαναφορικό χαρακτήρα. Η ιδιαίτερη αυτή φύση του δικαιώματος επιβάλλει η αποτελεσματική προστασία του από τον εφαρμοστή του δικαίου να λαμβάνει τη μορφή ενός ad hoc ορθολογικού συλλογισμού, όπου θα πρέπει να προτάσσεται η ηθική θεμελίωση του δικαιώματος και στη συνέχεια θα ακολουθεί ο εμπλουτισμός του ουσιαστικού περιεχομένου μέσα από συστηματική ερμηνεία με άλλα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα. Στο συμπέρασμα του παραπάνω συλλογισμού το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων θα καταλήγει στην πρακτική ενίσχυση των δικαιωμάτων, με τα οποία ερμηνεύεται συστηματικά.

I. Εισαγωγικά. Ποια είναι η αξία της ιδιωτικότητας;

Το κείμενο που ακολουθεί φιλοδοξεί να προσεγγίσει το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 9Α [1] , του αναθεωρημένου το 2001 ελληνικού Συντάγματος και να αναλύσει την ιδιαίτερη φύση και κανονιστικότητά του. Η ανάλυση αυτή επιχειρείται αυτοτελώς αλλά και μέσα από το ‘φακό’ της προστασίας της ιδιωτικότητας του προσώπου, το δικαίωμα στο πλαίσιο του οποίου κατεξοχήν αναπτύχθηκε και αναπτύσσεται ακόμη, η θεωρητική συζήτηση γύρω από την προστασία του δικαιώματος στα προσωπικά δεδομένα. Βασική θέση του κειμένου είναι ότι το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν ταυτίζεται με το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή του προσώπου. Παρόλα αυτά, η σχέση μεταξύ τους εμφανίζεται ως εγγενής στο βαθμό που το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων διαπλάθεται προκειμένου να αντιμετωπίσει τις καινοφανείς διακινδυνεύσεις που γεννά για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, η σύγχρονη, πανοπτική κοινωνία της πληροφορίας. Αυτό που πάντως οδηγεί στην αναγνώριση του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, νομοθετικά [2] ή συνταγματικά δεν είναι παρά ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των πληροφοριών που η σύγχρονη τεχνολογία παράγει. Πρόκειται για πληροφορίες, όχι ανώνυμες αλλά «επώνυμες» [3] με την έννοια ότι όχι απλώς είναι δυνατόν να συνδεθούν με ένα συγκεκριμένο υποκείμενο αλλά και με ειδικότερες, ουσιαστικές πτυχές και στοιχεία της ταυτότητάς του, όπως η ηλικία, το φύλο, η εθνική καταγωγή, η θρησκευτική πεποίθηση ή ο σεξουαλικός προσανατολισμός κ.λπ.

Μπορεί το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων να μην ταυτίζεται με το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, ωστόσο η αξία της δικαιικής αναγνώρισής του εντοπίζεται στην αξία της προστασίας της ιδιωτικότητας του ατόμου. Η αξία της ιδιωτικότητας έγκειται στην ικανότητά της να παρέχει στο πρόσωπο αρνητική, αμυντική προστασία από κάθε εισβολή ή παρέμβαση στον ιδιωτικό του χώρο, καθώς και από κάθε είδους καταπιεστική, χειραγωγική, ελεγκτική ή πατερναλιστική συμπεριφορά, η οποία στοχεύει στον περιορισμό της ελευθερίας του προσώπου να αναπτύσσει απρόσκοπτα την προσωπικότητά του και της αυτονομίας του να διαμορφώνει και να απολαμβάνει τις σχέσεις του με τους οικείους του, καθώς και τις επιλογές εκείνες μέσα από τις οποίες τελικά αυτοπροσδιορίζεται [4] . Στο πλαίσιο αυτό, η προστασία του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή εξασφαλίζει σαν αόρατη ασπίδα στο πρόσωπο ότι η ταυτότητα, η αξιοπρέπεια του, η δυνατότητα του να υιοθετεί εναλλακτικές μορφές ζωής (όσον αφορά την σεξουαλικότητα ή τις σχέσεις οικειότητάς του) προστατεύονται από κάθε κριτική, χειραγωγική ή εξευτελιστική συμπεριφορά. Επιτρέπει έτσι στο πρόσωπο να προστατευθεί έναντι κάθε συμπεριφοράς που ωθείται από προκατάληψη ή οδηγεί σε κομφορμισμό [5] . Υπό τη σκέπη αυτής της αρνητικής-αμυντικής προστασίας, η ιδιωτικότητα επιτρέπει στο πρόσωπο, θετικά [6] , να διαμορφώσει και να αναπτύξει ελεύθερα την προσωπικότητά, τη σεξουαλικότητα, την επικοινωνία και την έκφρασή του, καθώς και τον τρόπο με τον οποίo παρουσιάζει τον εαυτό του στους άλλους και έτσι να διαπλάσει μια συγκροτημένη, διακριτή ταυτότητα βασισμένη σε ένα σύνολο ηθικών αρχών και αξιών που ο ίδιος αυτόνομα έχει επιλέξει. Ουσιαστικά η αξία της ιδιωτικότητας έγκειται στο ότι καθιστά το πρόσωπο ελεύθερο, αυτόνομο, αυτεξούσιο και ανεξάρτητο στη συγκρότηση του εαυτού του.

Την αξία της ιδιωτικότητας είναι δυνατόν να την προσδιορίσει κανείς με μεγαλύτερη ενάργεια, αν εντοπίσει τις συνέπειες που η απώλειά της επιφέρει στο πρόσωπο. Είναι στο σημείο αυτό που ο ρόλος της προστασίας των προσωπικών δεδομένων εμφανίζεται ως ιδιαίτερα κρίσιμος, αφού η ιδιαιτερότητα της φύσης τους διευκολύνει την απώλεια ελέγχου του προσώπου επί της ιδιωτικότητάς του. Πράγματι, η απώλεια ελέγχου επί της ιδιωτικότητας αφήνει το πρόσωπο γυμνό, ευάλωτο και θέτει σε διακινδύνευση τον πυρήνα της αυτονομίας του, την ταυτότητά του [7] . Η απώλεια της ιδιωτικότητας μπορεί να επιφέρει μια σειρά από αρνητικές για το υποκείμενο συνέπειες, οι οποίες κυμαίνονται από την τάση του προσώπου να υιοθετήσει μια πιο κομφορμιστική μορφή ζωής, να περιορίσει τη διαφορετικότητα, την ατομικότητα, την έκφραση και τη δημιουργία του, μέχρι την απώλεια του αυτοσεβασμού, την κοινωνική περιθωριοποίηση, απομόνωση ή στιγματισμό, την οικονομική του ζημία, την ανασφάλεια [8] ή έκθεση του σε διακρίσεις εξ αιτίας ταυτοτικών του χαρακτηριστικών (πχ. στο χώρο της εργασίας), την εκμετάλλευση ή τη χειραγώγησή του [9] .

Οι δυνατότητες που η σύγχρονη τεχνολογία παρέχει για τη δημιουργία και τη διακίνηση «επώνυμων» πληροφοριών, αυτών που ονομάζουμε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, ενισχύει την πιθανότητα εμφάνισης τέτοιων απειλών, εξ αιτίας της ιδιαίτερης φύσης που οι πληροφορίες αυτές εμφανίζουν [10] . Αν οι απλές, συμβατικές πληροφορίες μπορούσαν να διαχέονται γρήγορα (πχ. μέσω του τύπου), η σύγχρονη τεχνολογία και ιδίως η χρήση του διαδικτύου επιτρέπουν την κυκλοφορία τους σε μηδενικό χρόνο, πέρα από τα εθνικά σύνορα και προς εκατομμύρια ανώνυμους αποδέκτες [11] . Η σύγχρονη πληροφορία είναι δυνατόν να συλλέγεται, να αποθηκεύεται, να συγκρίνεται, να ταυτοποιείται και να καθίσταται αντικείμενο επεξεργασίας μέσα από τη χρήση της σύγχρονης πληροφορικής τεχνολογίας, πρακτική, η οποία σήμερα διευκολύνεται από τη λειτουργία όλο και περισσότερων ιδιωτικών, κρατικών [12] και υπερεθνικών [13] «τραπεζών δεδομένων». Κυρίως, η σύγχρονη τεχνολογία επιτρέπει τη δημιουργία της «επώνυμης» πληροφορίας, υπερβαίνοντας με τον τρόπο αυτό την ανθρώπινη και φυσική διάσταση του ανθρώπινου εαυτού, διασπώντας την ιδιωτικότητά του και τελικά τον ίδιο σε ένα ψηφιδωτό πληροφοριών, σε αυτό που πολύ εύστοχα στην αμερικανική θεωρία αποκαλούν, digital man [14] . Τον μεγαλύτερο ωστόσο κίνδυνο τον εγκυμονεί η δυνατότητα επεξεργασίας, σύγκρισης και ταυτοποίησης των πληροφοριών αυτών, που η σύγχρονη πληροφοριακή τεχνολογία διευκολύνει [15] . Πράγματι, η συλλογή καθενός κομματιού ξεχωριστά από αυτό το ανθρώπινο ψηφιδωτό πληροφοριών παραμένει ουδέτερη μόνο στο βαθμό που δεν επιχειρείται η σύνθεσή τους, η οποία μπορεί με την κατάλληλη επεξεργασία να αποδώσει στο σύνολό της την εικόνα του προσώπου, διακινδυνεύοντας πτυχές της ταυτότητας, της ατομικότητας και της διαφορετικότητάς του [16] . Ιδιαίτερα επικίνδυνη είναι και η δευτερογενής επεξεργασία των «επώνυμων» πληροφοριών, η οποία εμπεριέχει έντονο τον κίνδυνο της αλλοίωσής τους και κυρίως της μεταβολής του αρχικού σκοπού της συλλογής τους [17] . Στη βάση αυτών των παρατηρήσεων, το συμπέρασμα μπορεί να είναι μόνο ένα: αν η προστασία του δικαιώματος στα προσωπικά δεδομένα σήμερα εμφανίζεται ως απολύτως αναγκαία είναι ότι διαφορετικά η διακινδύνευση της ιδιωτικότητας του προσώπου στις σύγχρονες συνθήκες της κοινωνίας της πληροφορίας εμφανίζεται απλά ως αναπόδραστη.

ΙΙ. Τα «επώνυμα» δεδομένα μεταξύ

ιδιωτικής ζωής και προσωπικότητας

Ως «επώνυμα», είναι δυνατόν να ονομάσουμε τα δεδομένα που επιτρέπουν τη άμεση διασύνδεση με το υποκείμενό τους. Η βασική κατηγορία δεδομένων στα οποία η διασύνδεσή αυτή παρουσιάζεται ως άμεση και εγγενής είναι αυτά που στη θεωρία και τη νομοθεσία χαρακτηρίζονται ως ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα [18] . Σε αυτά, η ταύτιση με το υποκείμενο τους είναι απόλυτη και αδιαμεσολάβητη, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στα γενετικά, βιομετρικά και ιατρικά δεδομένα (πχ. γενετικό υλικό, δακτυλικό αποτύπωμα και ιατρικός φάκελος αντίστοιχα) [19] . Τα δεδομένα αυτά διαθέτουν μοναδικά χαρακτηριστικά, είναι αδύνατον δηλαδή να ταυτιστούν με οποιαδήποτε άλλα και είναι ιδιαίτερα περιεκτικά [20] , διότι εμπεριέχουν πληροφορίες του προσώπου που συνδέονται με την ιδιωτικότητά του, όπως είναι αυτά που αφορούν την υγεία ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την εθνική καταγωγή ή κληρονομικές ασθένειες του προσώπου. Τα δεδομένα αυτά καλύπτουν μια εσώτερη σφαίρα του προσώπου με την έννοια του ιδιαίτερου εκείνου χώρου διαμόρφωσης της αυτονομίας και των ιδιωτικών επιλογών του, ως πεδίου προετοιμασίας του για την εξωτερίκευση, την έκφραση και την επικοινωνία του με τον κοινωνικό και δημόσιο χώρο. Η προστασία των δεδομένων αυτών έχει την ιδιότητα να επιτρέπει στο πρόσωπο να διατηρεί τη διαφορετικότητά του και για το λόγο αυτό, η παραβίαση των δεδομένων αυτών, μέσα από την πρόσβαση σε αυτά, τη συλλογή, επεξεργασία, αποκάλυψη ή δημοσιοποίησή τους συνιστά συνήθως μια ολική παραβίαση της ιδιωτικής σφαίρας και της αξιοπρέπειας του προσώπου. Πρόκειται για μια απώλεια του ελέγχου των δεδομένων του προσώπου, η οποία ουσιαστικά ισοδυναμεί με ολική απώλεια της αυτονομίας του [21] .

Υπάρχουν όμως και δεδομένα, τα οποία χαρακτηρίζονται ως «απλά» από τη νομοθεσία και τη θεωρία. Τα δεδομένα αυτά εμφανίζουν προσωπικό χαρακτήρα ως προς ότι αναφέρονται σε ένα υποκείμενο, μολονότι η σύνδεσή τους είναι περισσότερο χαλαρή, πιο έμμεση, ανάγονται δηλαδή στην εξωτερικότερη προσωπική σφαίρα του υποκειμένου, αφορούν για παράδειγμα την επαγγελματική ή κοινωνική του ζωή, με κλασικότερα παραδείγματα το όνομα και την εικόνα του προσώπου [22] . Τα δεδομένα αυτά συνδέονται με επιμέρους πτυχές της προσωπικότητας του υποκειμένου και το εξατομικεύουν, η συλλογή και επεξεργασία τους είναι δυνατόν να προσβάλει την ηθική και φυσική ακεραιότητά του προσώπου αλλά δεν εισδύει με τον ίδιο τρόπο στην αυτονομία του, στο πεδίο διαμόρφωσης της ταυτότητας και των θεμελιακών, αξιακών επιλογών του. Τα δεδομένα αυτά συνιστούν μια ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ «επώνυμων», ευαίσθητων και απλών δεδομένων, μια γκρίζα ζώνη και είναι οι ειδικότερες συνθήκες της κάθε περίπτωσης που είναι δυνατόν να αναπροσδιορίσουν το χαρακτήρα τους. Η βασικότερη διαφορά τους προς τα «επώνυμα» δεδομένα, για τα οποία και μόνο η πρόσβαση σε αυτά και η συλλογή τους είναι δυνατόν να αποτελέσει προσβλητική πρακτική, είναι ότι στην περίπτωση των απλών δεδομένων προσβλητική για την αυτονομία του προσώπου μπορεί να είναι μόνο η παρούσα ή μελλοντική τους επεξεργασία. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η απώλεια «απλών» δεδομένων δεν είναι δυνατόν να οδηγήσει παρά μόνο σε μερική απώλεια της αυτονομίας του υποκειμένου τους. Η τελευταία κατηγορία είναι τα «ανώνυμα» [23] δεδομένα, τα οποία καταρχάς είναι αδιάφορα για το δίκαιο αλλά πάντως εγκυμονούν τον κίνδυνο, αν καταστούν αντικείμενο επεξεργασίας να οδηγήσουν σε ένα συγκεκριμένο υποκείμενο, ιδίως μέσα από τη σύγκρισή τους με άλλες «επώνυμες» πληροφορίες ή δεδομένα [24] . Η επεξεργασία αποτελεί τον κύριο κίνδυνο και για τις τρεις κατηγορίες δεδομένων, αφού καθιστά δυνατή την αλλοίωσή τους αλλά και τη μετατόπιση-παρέκκλιση από την αρχική τους χρήση, χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου τους.

Το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων εμφανίζεται στη νομολογία του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου με τις υποθέσεις των ερωτηματολογίων, Mikrozensus [25] και Zensus (Volkszalung) [26] . Πρόκειται με την έννοια αυτή για ένα δικαίωμα νομολογιακά μεταπλασμένο, το οποίο οδήγησε αρχικά στην αναγνώριση σχετικής προστασίας σε υπερεθνικό επίπεδο, από το Συμβούλιο της Ευρώπης [27] και από την Ευρωπαϊκή Ένωση [28] , αλλά και από τον Έλληνα νομοθέτη [29] , ενώ στη συνέχεια αναγνωρίστηκε ρητά ως συνταγματικό δικαίωμα στο άρθρο 9Α με την αναθεώρηση του 2001. Ωστόσο, το ελληνικό συνταγματικό δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, σε αντίθεση προς το γερμανικό παράδειγμα, όπου η προστασία του δομήθηκε με άξονα την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητα, τα άρθρα 1(1) και 2(1) του Γερμανικού Βασικού Νόμου (GG) [30] , συνδέθηκε και μοιράστηκε μεταξύ προσωπικότητας και δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, στη βάση της διάκρισης μεταξύ ευαίσθητων και απλών προσωπικών δεδομένων που εισήγαγε ο Ν 2472/1997  [31] . Στο πλαίσιο αυτό, το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων αποδίδεται στη θεωρία με τους όρους, πληροφοριακή ιδιωτικότητα, πληροφοριακός αυτοκαθορισμός, πληροφοριακή αυτοδιάθεση [32] . Η μεγαλύτερη συμβολή της συνταγματικής του αναγνώρισης έγκειται στην ανάπτυξη του αγνοημένου -αν και από τα πλέον σύγχρονα στο Σύνταγμα του 1975, δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, το οποίο εμπλούτισε σε περιπτωσιολογία μέσα από τη δράση της η συνταγματικά κατοχυρωμένη Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα [33] .

Το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, πράγματι, θεμελιώνεται στα δικαιώματα της προσωπικότητας [34] και της ιδιωτικότητας χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται με αυτά. Στο σημείο αυτό έγκειται όπως θα δούμε και ο ιδιόμορφος χαρακτήρας του δικαιώματος, το οποίο αναπτύσσεται ως ετεροαναφορικό, αντλώντας από άλλα δικαιώματα την ηθική του θεμελίωση, λειτουργώντας όμως παράλληλα ως εγγυητής, ως αμυντικός μηχανισμός της προστασίας τους έναντι των σύγχρονων απειλών της τεχνολογίας και της πληροφορικής. Τα προσωπικά δεδομένα συνδέονται αλλά δεν ταυτίζονται με την ιδιωτικότητα. Πολλές πληροφορίες είναι δυνατόν να διαθέτουν μυστικό ή απόρρητο χαρακτήρα (όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τα απόρρητα στρατιωτικά έγγραφα), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι ιδιωτικά ή ακόμη περισσότερο «επώνυμα» εφόσον είναι ή παραμένουν πληροφορίες χωρίς συγκεκριμένο υποκείμενο [35] . Αντίστοιχα, υπάρχουν κατηγορίες δεδομένων που δεν μπορούν, δεν είναι δυνατόν να προστατευθούν στο πλαίσιο της προσωπικότητας, διότι υπερβαίνουν τα όρια της ατομικότητας του προσώπου και διεισδύουν σε έναν βαθύτερο ποιοτικά χώρο και πεδίο, αυτόν που προστατεύει η ιδιωτικότητα του προσώπου. Τέτοιες πληροφορίες είναι για παράδειγμα αυτές που αφορούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τη γενετική ταυτότητα ή την αναπαραγωγή. Τα δεδομένα αυτά, όπως επισημάναμε παραπάνω, ορθώς διακρίνονται από τη θεωρία ως ευαίσθητα, διότι συνδέονται με ένα πεδίο ύπαρξης του προσώπου καθοριστικό για την ταυτότητά του και όπου η αυτονομία του είναι δυνατόν να νοηθεί ως «οιονεί» απόλυτη [36] . Και πολλά όμως ακόμη δεδομένα δεν είναι δυνατόν να ενταχθούν εξ αιτίας του ειδικότερου χαρακτήρα τους στη σφαίρα της προσωπικότητας, με τη στενή τουλάχιστον έννοια, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τα δεδομένα που συνδέονται με το θρήσκευμα [37] , των οποίων η προστασία, ως ειδικότερη, μοιράζεται μεταξύ των άρθρων 9Α και 13 Συντ . ή η προστασία των δεδομένων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, η οποία συνδέει το άρθρο 9Α με το άρθρο 19 §1 Συντ. [38] .

Η ετεροαναφορικότητα του δικαιώματος στη προστασία των προσωπικών δεδομένων, η οποία όπως αναφέρθηκε σε πολλές περιπτώσεις υπερβαίνει και την ηθική θεμελίωσή του στην προσωπικότητα και ιδιωτικότητα του προσώπου (προς άλλα ειδικότερα δικαιώματα) δεν είναι κανονιστικά αδιάφορη για δύο κυρίως λόγους, δηλαδή προκειμένου να εντοπιστεί (α) το διακριτό και ειδικό πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων και (β) το ειδικό κανονιστικό του βάρος, δηλαδή το πώς, με ποιόν τρόπο είναι δυνατόν να βελτιστοποιήσει την προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής σφαίρας του προσώπου. Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά προϋποθέτει μια καταρχήν διάκριση μεταξύ των δικαιωμάτων της προσωπικότητας και της ιδιωτικής ζωής (άρθρα 5 §1 Συντ.). Η διάκριση μεταξύ τους δεν μπορεί να θεωρηθεί στεγανή, αφού ουσιαστικά το ένα συνιστά προέκταση του άλλου, η μεν ιδιωτικότητα συνιστά το πεδίο προετοιμασίας της έκφρασης και της επικοινωνίας του προσώπου που το δικαίωμα στην προσωπικότητα προστατεύει και υλοποιεί [39] . Αυτός είναι και ο λόγος που η πραγμάτευσή τους στη θεωρία αναπαρίσταται συχνά ως «κρεμμύδι» ή μέσα από την αναπαράσταση επάλληλων «σφαιρών» [40] . Η στενή τους σχέση δικαιολογεί και το γεγονός ότι σε κάποιες έννομες τάξεις, όπως η γερμανική [41] , η αμερικανική [42] αλλά και στο κείμενο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αρκεί η κατοχύρωση ή προστασία ενός μόνο από τα δύο δικαιώματα από το οποίο ουσιαστικά συνάγεται ερμηνευτικά και το δεύτερο [43] . Ωστόσο, πρόκειται για δυο διακριτά δικαιώματα με πυρήνα της διαφοράς τους, την εσωτερική και ηθική φύση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, έναντι της εξωτερικής και κοινωνικής και οικονομικής φύσης της προσωπικότητας.

Στο δικαίωμα της προσωπικότητας έχουμε συγκερασμό ενός δικαιώματος με ηθικά, άυλα αλλά και οικονομικά, υλικά χαρακτηριστικά [44] . Η σύλληψη της προστασίας της εξατομίκευσης του προσώπου συνιστά ουσιαστικά την ηθική αντανάκλαση της προστασίας της ιδιοκτησίας στο δίκαιο, αρχικά στις αστικές κωδικοποιήσεις, οι οποίες στη συνέχεια μεταφέρονται στον Συνταγματισμό. Στην προέλευση αυτή οφείλει το δικαίωμα στην προσωπικότητα το διττό του χαρακτήρα και το γεγονός ότι εμπεριέχει επιμέρους δικαιώματα, τα οποία εμφανίζουν τόσο άυλο όσο και υλικό χαρακτήρα (εικόνα, όνομα, αξιοπρέπεια, τιμή, πνευματική ιδιοκτησία). Στο επίκεντρο της προσωπικότητας τίθεται η έννοια της ακεραιότητας, ως φυσικής και ψυχικής [45] και η προστασία της κατά την εξωτερίκευση του προσώπου, στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή. Η ακεραιότητά αυτή παίρνει τη μορφή «αγαθών» του προσώπου, όρος ο οποίος αποδίδει εύστοχα την ικανότητά τους να αποτιμηθούν οικονομικά για το πρόσωπο. Το δικαίωμα στην προσωπικότητα προστατεύει το πρόσωπο στην επαφή του και στην παρουσίασή του στον έξω κόσμο, από διακινδυνεύσεις που υφίσταται στο πλαίσιο της δράσης του στην κοινωνικο-οικονομική σφαίρα. Το έντονο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας είναι συνεπώς η προστασία που παρέχει στην εξωτερίκευση του προσώπου. Η προσωπικότητα αναφέρεται στο πρόσωπο όπως εντάσσεται στην κοινωνία, όπως αναγνωρίζεται και επικοινωνεί με αυτήν, ως υποκείμενο κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων.

Και στην ιδιωτικότητα δεν λείπει η επαφή με την κοινωνία. Η ίδια η έννοια του δικαιώματος, του κάθε δικαιώματος εμπεριέχει την κατασκευή του στο πλαίσιο της κοινωνίας, αφού αυτή συμπροσδιορίζει τελικά μαζί με το πρόσωπο όχι μόνο το τι προστατεύεται αλλά και τι αναγνωρίζεται ως δικαίωμα. Ωστόσο, η επαφή με την κοινωνία δεν είναι το χαρακτηριστικό εκείνο που διακρίνει την ιδιωτικότητα από κάθε άλλο δικαίωμα, αντίθετα η ιδιωτικότητα αντιτίθεται σε μεγάλο βαθμό στην έννοια της κοινωνίας και του κοινωνικού. Η ιδιωτικότητα συνδέεται με τη διαμόρφωση του εαυτού μας, της ταυτότητας μας σε ένα επίπεδο εσωτερικό, στο επίπεδο της ιδιωτικής ηθικής μας, της δυνατότητας αυτόνομης και ελεύθερης διαμόρφωσης των ηθικών μας αξιών και επιλογών (γύρω από το σώμα, την οικειότητα, την σεξουαλικότητά μας) [46] . Κυρίως, μας επιτρέπει να διαμορφώνουμε τις επιλογές αυτές ανενόχλητοι από κάθε είδους πλειοψηφική κοινωνική πίεση και καταναγκασμό που μας επιβάλουν να οδηγηθούμε στο συμβιβασμό ή την ομοιομορφία. Η ιδιωτικότητα με την έννοια αυτή εγκιβωτίζει κάθε τι το αντιθετικό και μειοψηφικό. Έτσι, ως δικαίωμα μας προστατεύει και στον κοινωνικό και δημόσιο χώρο, κυρίως προστατεύει την ηθική μας διαφορετικότητα, τη δυνατότητά μας να διαμορφώνουμε εναλλακτικούς και διαφορετικούς από τους πλειοψηφικούς τρόπους ζωής [47] . Η προσβολή της είναι δυνατόν να γεννήσει οικονομικές αξιώσεις στο πρόσωπο, χωρίς όμως αυτό να είναι κυρίαρχο στη φύση του δικαιώματος αυτού. Σε αντίθεση προς την προσωπικότητα, όπου στο επίκεντρο τίθεται η έννοια της ακεραιότητας και του «αγαθού» στην περίπτωση της ιδιωτικότητας κεντρική θέση κατέχει η έννοια της ταυτότητας [48] του προσώπου και των χαρακτηριστικών που όχι απλώς τον εξατομικεύουν αλλά τον καθιστούν ποιοτικά διαφορετικό. Έτσι, αυτό που τελικά προσβάλλεται δεν είναι η δυνατότητα των δικαιωμάτων που απορρέουν από την προσωπικότητα να αποτιμηθούν αλλά ο βαθμός που η ενδεχόμενη προσβολή τους μπορεί να οδηγήσει στη διακινδύνευση της δυνατότητας του προσώπου να διαμορφώνει ελεύθερος, αυτόνομος την ταυτότητά του, την ηθική του υπόσταση [49] .

To δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων «στέκεται» μεταξύ των δύο αυτών δικαιωμάτων: προσωπικότητα και ιδιωτικότητα. To δικαίωμα αυτό φέρνει στην επιφάνεια την περιπτωσιολογία των προσβολών που τα δικαιώματα στην προσωπικότητα και την ιδιωτική ζωή είναι δυνατόν να υποστούν από τη συλλογή, αποθήκευση, επεξεργασία ή χρήση προσωπικών δεδομένων του υποκειμένου. Έτσι, το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων συντίθεται από επιμέρους δεδομένα-πτυχές, μέρη της ιδιωτικότητας και της προσωπικότητας, των οποίων φαίνεται να συνιστά μια δεύτερη και πιο εξειδικευμένη γραμμή άμυνας έναντι των προσβολών που η σύγχρονη χρήση της τεχνολογίας εγκυμονεί. Όσον αφορά τη φύση του, αυτή διασυνδέει τον υλικό, οικονομικό χαρακτήρα της προσωπικότητας με την ηθική διάσταση της ιδιωτικότητας. Η διασύνδεση των δυο δικαιωμάτων ενοποιεί την προστασία του προσώπου τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον κοινωνικό χώρο, αναδεικνύοντας όμως ταυτόχρονα μια εγγενή εσωτερική σύγκρουση όσον αφορά το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων. Πράγματι, οι ιδιοκτησιακές προσεγγίσεις που κατανοούν τα προσωπικά δεδομένα ως αγαθό αποτιμητό και εξαγοράσιμο οικονομικά, οι οποίες πηγάζουν από τη σύνδεσή του με την «ιδιοκτησιακής» προέλευσης προστασία της προσωπικότητας συναντούν ως όριο τους, την ηθική διάσταση που η ιδιωτικότητα θέτει. Έτσι, η θεώρηση των προσωπικών δεδομένων ως οικονομικού αγαθού σταματά μπροστά στο ηθικό βάθος της ιδιωτικότητας, όταν δηλαδή συγκρούεται με την ανάγκη προστασίας της ταυτότητας του προσώπου.

ΙΙΙ. Άρθρο 9Α Συντ.: νέο, ειδικότερο, διαδικαστικό ή δευτερογενές

δικαίωμα;

Το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων είναι από μια πρώτη ματιά αυτό που κατεξοχήν θα ονομάζαμε νέο συνταγματικό δικαίωμα [50] . Κατοχυρωμένο με την αναθεώρηση του 2001 στο άρθρο 9Α, αντικατοπτρίζει μια από τις πιο σύγχρονες εξελίξεις στη σύγχρονη ελληνική αλλά και τη διεθνή θεωρία προστασίας των δικαιωμάτων. Αποκρίνεται στην ανάγκη για κανονιστικό επαναπροσδιορισμό της προστασίας του υποκειμένου έναντι των διακινδυνεύσεων που η σύγχρονη χρήση της τεχνολογίας γεννά για την αυτονομία, την ελευθερία του. Στο πλαίσιο αυτό, το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων κερδίζει έδαφος αλλά και αναγνώριση διεθνώς, είτε ως συνταγματικό είτε ως δικαίωμα νομοθετικά ή νομολογιακά αναγνωρισμένο. Από τη σκοπιά ωστόσο, της συνταγματικής θεωρίας το ερώτημα του αν ένα δικαίωμα είναι νέο δεν έχει μόνο να κάνει με τη δυνατότητα του να αντιμετωπίσει ή όχι αποτελεσματικά προκλήσεις που η σύγχρονη κοινωνία της τεχνολογίας, της παγκοσμιοποίηση και του ρίσκου θέτουν για το πρόσωπο. Τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν εμπλέκουν και άλλες παραμέτρους. Έτσι, για παράδειγμα το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων προϋπήρχε ως νομολογιακά διαπλασμένο δικαίωμα ή νομοθετικά κατοχυρωμένο, ώστε η κατοχύρωσή του να συνιστά κάτι νέο για την ελληνική έννομη τάξη; Ακόμη περισσότερο, τι είναι δυνατόν το δικαίωμα αυτό να εισφέρει στο ίδιο το σύστημα προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων, όπως αυτό εξελίχθηκε από το 1975 και μέχρι την αναθεώρηση του 2001 [51] ;

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι ενδιαφέρουσα όσο και σύνθετη. To δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν διαπλάστηκε νομολογιακά στην Ελλάδα, ούτε όμως και κατοχυρώθηκε νομοθετικά, ως ουσιαστικό δικαίωμα στο Ν 2472/1997 . Πράγματι, η προστασία που ο νόμος παρέχει αφορά αξιώσεις οι οποίες απορρέουν ιδίως από το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή αλλά και από τη συνολική προστασία του συστήματος των συνταγματικά κατοχυρωμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που στο σύνολό τους προστατεύουν το ανθρώπινο πρόσωπο. Οι αξιώσεις αυτές έχουν ως κοινό παρονομαστή τη μορφολογία τους, δηλαδή το χαρακτήρα «επώνυμης», προσωπικής πληροφορίας [52] . Έτσι: «Άρθρο 1, Αντικείμενο: Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής». Όπως ρητά προκύπτει από το άρθρο 1 του Ν 2472/1997 , το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν προϋπήρξε ως νομοθετικό, αντίθετα έλαβε τη μορφή αξιώσεων προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ειδικότερα της ιδιωτικής ζωής. Μολονότι ήταν η κατοχύρωση αυτή που προετοίμασε τη συνταγματική αναγνώριση του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, η σχέση αυτή μεταξύ ουσιαστικών συνταγματικών δικαιωμάτων και νομοθετικών αξιώσεων που απορρέουν από τα προσωπικά δεδομένα αποτυπώνεται γλαφυρά στη νομολογία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, τόσο πριν όσο και μετά την αναθεώρηση του 2001 [53] . Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η συνταγματική του κατοχύρωση ενισχύει τη συμβολική σημασία της διακινδύνευσης από την τεχνολογία και της ανάγκης προστασίας της ιδιωτικότητας και της προσωπικότητας του υποκειμένου στις σύγχρονες συνθήκες [54] , δεν επιδρά όμως στην κανονιστική προστασία που ήδη εισφέρονταν στην προστασία των προσωπικών δεδομένων από το Ν 2472/1997 , στο βαθμό που ήδη ο νόμος αυτός διέθετε εξ αιτίας της κοινοτικής προέλευσής του υπερνομοθετική ισχύ [55] .

Ωστόσο, πέρα από το συμβολικό επίπεδο τι είναι δυνατόν να εισφέρει στο σύστημα προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων το νέο δικαίωμα του υποκειμένου, στην προστασία των προσωπικών δεδομένων; Δύο πράγματα. Το δικαίωμα αυτό αναγνωρίζει τη σχέση μεταξύ προσώπου και πληροφορίας ως πτυχής του ανθρώπινου εαυτού. Η πληροφορία όταν διαθέτει υποκείμενο, όταν μπορεί να ταυτιστεί μαζί του παύει να είναι ένα άψυχο αντικείμενο. Το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων την προστατεύει, ακόμη και αν έχει φύγει από τον έλεγχο ή την κατοχή του προσώπου, σαν να αποτελεί τμήμα της φυσικής, ψυχικής ακεραιότητας ή της ταυτότητάς του. Πρόκειται για μια σύλληψη, η οποία υπερβαίνει τη φυσική διάσταση του προσώπου και επιτρέπει την προστασία των πτυχών της ιδιωτικότητας και της προσωπικότητας στο πλαίσιο μιας σύγχρονης κοινωνίας, η οποία λειτουργεί εκτός συγκεκριμένων χωρο-χρονικών διαστάσεων. Το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων είναι με την έννοια αυτή ένα ειδικότερο δικαίωμα [56] . Συλλαμβάνει μια διάσταση πέρα από αυτήν, που τα υπόλοιπα συνταγματικά δικαιώματα τα οποία προστατεύουν την προσωπική και ιδιωτική σφαίρα του υποκειμένου, κατοχυρώνουν, συνιστώντας την ουσιαστική τους μετεξέλιξη [57] . Πρόκειται για μια νομική μεταφορά [58] . Το δεύτερο είναι ότι το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων συνιστά μια επιπλέον εγγύηση για την προστασία των επιμέρους συνταγματικών δικαιωμάτων. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό το οποίο θα εξεταστεί αναλυτικότερα παρακάτω, το οποίο όμως του προσδίδει τη λειτουργία μιας εξωτερικότερης γραμμής άμυνας των επιμέρους συνταγματικών δικαιωμάτων.

Η σχέση που αναπτύσσει το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων το καθιστά δικαίωμα ουσιαστικό ή διαδικαστικό; Ουσιαστικά θεωρούμε τα δικαιώματα τα οποία εγγυώνται την προστασία μιας πτυχής της αυτονομίας του προσώπου. Διαδικαστικά είναι τα δικαιώματα τα οποία εγγυώνται την αποτελεσματικότητα της προστασίας πολλών επιμέρους πτυχών της αυτονομίας του προσώπου [59] . Διαθέτουν χαρακτήρα εξασφαλιστικό. Έτσι για παράδειγμα, το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα συνιστά διαδικαστικό δικαίωμα αφού είναι δυνατόν να εγγυηθεί την προστασία του δικαιώματος στο περιβάλλον ή στην ιδιωτική ζωή [60] , το δικαίωμα αναφοράς στις αρχές, το δικαίωμα ακρόασης, όπως και το δικαίωμα δικαστικής προστασίας [61] στις αρχές είναι διαδικαστικά διότι εγγυώνται την προστασία των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών κοκ. Η θέση του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων προβληματίζει ως προς τη φύση του, διότι πράγματι διαθέτει ένα κοινό προς τα διαδικαστικά δικαιώματα χαρακτηριστικό, αυτό της διασύνδεσης, εγγύησης της προστασίας άλλων δικαιωμάτων. Αυτό που κυρίως ενισχύει την προσέγγιση αυτή είναι η κατοχύρωση του δικαιώματος στο πλαίσιο της λειτουργίας μια ανεξάρτητης αρχής για την προστασία του, δηλαδή η αναγνώριση αρμοδιότητας προστασίας του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων [62] .

Καταρχήν αυτό που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι τα διαδικαστικά δικαιώματα δεν στερούνται απολύτως ουσιαστικού περιεχομένου. Το αντίθετο. Η στέρηση, η απώλειά τους για το υποκείμενο επιδρά καθοριστικά στην πολιτική αυτονομία του υποκειμένου. Τα δικαιώματα πρόσβασης στα έγγραφα (δικαίωμα πληροφόρησης) και αναφοράς ενισχύουν τον πολιτικό ακτιβισμό, την ενεργοποίηση του πολίτη, τη συμμετοχή του στην κοινωνική και πολιτική ζωή, ενώ ενδυναμώνουν την κριτική και τον έλεγχο που αυτός ασκεί έναντι της κρατικής εξουσίας. Τα δικαιώματα αυτά εμφανίζουν έντονα ενεργητικό χαρακτήρα. Το ίδιο ισχύει με έναν κυρίως έμμεσο τρόπο και για τα δικαιώματα δικαστικής προστασίας και ακρόασης, αφού με αυτά δίνεται η δυνατότητα στο πρόσωπο να ακουστεί, να εκφράσει τις απόψεις του και να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του. Από την άποψη αυτή τα διαδικαστικά δικαιώματα εγγυώνται την πολιτική αυτονομία του προσώπου αλλά και την προστασία και την ενδυνάμωση περαιτέρω δικαιωμάτων της ιδιωτικής και προσωπικής σφαίρας.

Το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων είναι ωστόσο δυνατόν να ενταχθεί στην κατηγορία των διαδικαστικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο αυτού του προσδιορισμού; H απάντηση είναι αρνητική για τρεις κυρίως λόγους. Η προσφυγή του υποκειμένου στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα δεν διαθέτει χαρακτήρα εγγύησης για την πολιτική όσο για την κοινωνική συμβίωση. Το πρόσωπο κινδυνεύει εξίσου αν όχι λιγότερο από τις κρατικές σε σχέση με τις ιδιωτικές τράπεζες δεδομένων. Η ίδια η προστασία του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων ως προς τη διαδικασία προστασίας του υποκειμένου από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα δεν εμπλέκει τις έννοιες του ελέγχου, της κριτικής, της διαφάνειας που εμφανίζονται πολύ έντονες στα διαδικαστικά δικαιώματα τα οποία λειτουργούν πρωτίστως ως θεματοφύλακες της δημοκρατίας. Τέλος, το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων ενδυναμώνει μεν την προστασία επιμέρους δικαιωμάτων, η απώλειά του όμως, η προσβολή δεν έχει τις συνέπειες που επιφέρει η προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων: στα διαδικαστικά δικαιώματα, η προσβολή τους αποστερεί εντελώς από το πρόσωπο τη δυνατότητα απόλαυσης επιμέρους δικαιωμάτων, αντίθετα στην περίπτωση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, η προστασία μπορεί να εξασφαλιστεί και από τα επιμέρους δικαιώματα και από τη νομοθετική ρύθμιση

(Ν 2472/1997 ) ακόμη και από τη δικαστική εξουσία, σε περίπτωση που η αρμόδια Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων αδρανήσει. Πράγματι, ως διαδικαστική στο δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων εμφανίζεται μόνο η διασύνδεσή του προς επιμέρους δικαιώματα, η ετεροαναφορικότητά του.

Πώς όμως στην περίπτωση αυτή είναι δυνατόν να αξιολογηθεί ο ετεροαναφορικός χαρακτήρας του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων αν όχι από τη σκοπιά του διαδικαστικού δικαιώματος; Στο βαθμό μάλιστα που το δικαίωμα αυτό έρχεται να επεκτείνει και να ενισχύσει άλλα επιμέρους συνταγματικά δικαιώματα, διαθέτει δηλαδή περαιτέρω εγγυητική για τα επιμέρους συνταγματικά δικαιώματα κανονιστική σημασία, πώς αυτή παράγωγη κανονιστικότητά του επιδρά στην ίδια τη φύση του αλλά και στον τρόπο με τον οποίο το σύνολο των συνταγματικών δικαιωμάτων, ως σύστημα, λειτουργεί στο Σύνταγμα του 1975/86/01/08;

ΙV. Η σύνθετη κανονιστικότητα

του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων από

τη σκοπιά Συντάγματος και νόμου

Η ερμηνευτική ανάλυση του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων στην ελληνική συνταγματική θεωρία, με επίκεντρό της το άρθρο 9Α, εμφανίζει δύο αντιφάσεις, εγγενείς ως προς τη βασική καταβολή και στοχοθεσία του. Η πρώτη είναι η εξής: το δικαίωμα θεωρείται «νέο», όσον αφορά τη χρονική του κατοχύρωση αλλά και το συσχετισμό του με την τεχνολογική εξέλιξη. Ωστόσο, η ερμηνεία του πραγματοποιείται με τα παραδοσιακά εργαλεία προσέγγισης των κλασικών συνταγματικών δικαιωμάτων. Έτσι, το δικαίωμα αυτό αναγνωρίζεται σε γενικές γραμμές ως ατομικό, αμυντικό δικαίωμα [63] και ενοποιείται ουσιαστικά, με τα ιστορικά προγενέστερά του δικαιώματα της προσωπικής και ιδιωτικής σφαίρας.

Ωστόσο, το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων διαφοροποιείται ως προς τη γραμματική διατύπωσή του από τα παραδοσιακά, ατομικά-αμυντικά δικαιώματα. Παρατηρούμε λοιπόν ότι κατοχυρώνεται ως δικαίωμα προστασίας καθενός «από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει». Πρόκειται για διατύπωση που παραπέμπει περισσότερο σε νομοθετικά ρυθμισμένο, παρά συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα. Η κατοχύρωση αυτή τυποποιεί μια σειρά από προσβολές του δικαιώματος που θυμίζουν αστικές αδικοπρακτικές συμπεριφορές. Δεν αποδίδεται με τον τρόπο αυτό όμως με ευκρίνεια, το ουσιαστικό περιεχόμενο του δικαιώματος, όπως συνήθως συμβαίνει με τα κλασικά [64] αλλά και νέα, ατομικά δικαιώματα [65] . Επιπλέον, η διατύπωση αυτή, αντί να προσδιορίζει τα όρια του δικαιώματος, όπως συμβαίνει με τα δικαιώματα που διαθέτουν και αμυντική λειτουργία [66] προσδιορίζει και θετικές αξιώσεις του προσώπου ως προς την αποθήκευση, επεξεργασία κ.λπ. των πληροφοριών που το αφορούν. Είναι ένα ερώτημα επομένως, αν η λειτουργία που εμφανίζει στο ελληνικό Σύνταγμα ή η φύση του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων μπορεί τελικά να συμπυκνωθεί στην κλασική τυπολογία του ατομικού-αμυντικού δικαιώματος.

Η δεύτερη εγγενής αντίφαση, αφορά την προσέγγιση του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, ως δικαιώματος με αυτοτελές, διακριτό [67] , θεμελιώδες [68] (πέρα από απλώς συνταγματικό) περιεχόμενο. Πρόκειται για ερμηνευτική οπτική η οποία επικρατεί στη θεωρία, παρότι το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων εμφανίζεται να θεμελιώνεται, να συνδέεται και τελικά να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με άλλα δικαιώματα, όπως η προσωπικότητα και η ιδιωτικότητα. Έτσι, ενώ θεωρητικά υποστηρίζεται η αυτονόμηση του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων από τα υπόλοιπα δικαιώματα της προσωπικής-ιδιωτικής σφαίρας του υποκειμένου, ουσιαστικά η θεωρία υιοθετεί την εκδοχή της συστηματικής τους ερμηνείας [69] . Η θεωρητική αυτή επιλογή, αν και ανομολόγητη είναι ορθολογική αλλά και συστηματική. Έτσι, το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, συνέχεται με την προστασία των δικαιωμάτων της ιδιωτικής και προσωπικής σφαίρας, όπως η κοινή κανονιστική τους εξέλιξη υποδηλώνει, χωρίς να αυτονομείται από αυτά. Με τον τρόπο αυτό πιστοποιείται και η ενισχυμένη κανονιστική βαρύτητα που η συστηματική, συμπληρωματική ερμηνεία του με τα ανωτέρω δικαιώματα, του προσδίδει.

Με βάση τα παραπάνω, στο κείμενο αυτό εισάγονται δύο βασικά επιχειρήματα. Το πρώτο είναι ότι το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων στερείται διακριτού ουσιαστικού περιεχομένου, χωρίς αυτό να μειώνει την κανονιστική του σημασία. Το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων εμφανίζει μια παράγωγη κανονιστικότητα, η οποία εκφράζεται ως ετεροαναφορικότητα. Με δυο λόγια, αυτό που εμφανίζεται ως κρίσιμο σε σχέση με το δικαίωμα αυτό είναι η αναζήτηση της ηθικής του θεμελίωσης στην αυτονομία του υποκειμένου, άλλοτε στην αρνητική της πτυχή (πληροφοριακή αυτοδιάθεση) [70] και άλλοτε στη θετική (πληροφοριακός αυτοκαθορισμός) [71] . Επίσης, κρίσιμη καθίσταται η επαφή πτυχών του ουσιαστικού του περιεχομένου με άλλα δικαιώματα, όπως η προσωπικότητα ή η ιδιωτικότητα, όταν προστατεύει πληροφορίες που συνδέονται με την εξατομίκευση ή την ταυτότητα, την ιδιωτική ζωή του υποκειμένου, αντίστοιχα. Πρόκειται για θέση που η κρατούσα θεωρία αποδέχεται, επιμένοντας όμως παράλληλα στην αυτοτέλεια του δικαιώματος.

Τι σημαίνει παράγωγη κανονιστικότητα; Πρόκειται για μια σύγχρονη διάκριση που απαντάται στη θεωρία του Luigi Ferajolli [72] , την οποία επιβάλει η εμφάνιση μιας νέας γενιάς δικαιωμάτων που προωθούνται στα σύγχρονα, συστηματικά στη μορφή τους ευρωπαϊκά συνταγματικά κείμενα. Η διάκριση αυτή, χωρίς να διασπά την τυπική ισοδυναμία των συνταγματικών δικαιωμάτων, ενισχύει τη συστηματική τους ερμηνεία, ενώ υπερβαίνει την παραδοσιακή προσέγγιση του ατομικού-αμυντικού δικαιώματος. Τα δικαιώματα αυτά έχουν το χαρακτηριστικό, ότι αντί να λειτουργούν ως ουσιαστικές πτυχές της αυτονομίας και ελευθερίας του προσώπου, επικεντρώνονται στην επιβολή κυρώσεων, στην ενίσχυση αξιώσεων και συμφερόντων του υποκειμένου ή τυποποιούν προσβλητικές για τα δικαιώματα πρακτικές, παραπέμποντας στην ουσία σε άλλα δικαιώματα, με τα οποία συνδέονται άρρηκτα. Σε μια τέτοια κατηγορία φαίνεται να εντάσσεται το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, όπως αναγνωρίζεται στο άρθρο 9Α Συντ. αλλά και το δικαίωμα απάντησης (άρθρο 14 Συντ .). Η θέση αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνεται στην ελληνική θεωρία, στο ζήτημα της παρακολούθησης δημόσιων συναθροίσεων από κάμερες. Είναι χαρακτηριστική έτσι στη συζήτηση αυτή, η επιλογή της θεωρητικής ανάλυσης θεωρίας, παρά την πεποίθησή της στην κανονιστική αυτοτέλεια του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, να θεμελιώνει τελικά την προσβολή του στην ιδιωτική και συλλογική αυτονομία του υποκειμένου ή να επεκτείνει το ουσιαστικό του περιεχόμενο ανάγοντας το στην ιδιωτική του ζωή.

Το δεύτερο επιχείρημα που διατυπώνεται στο σημείο αυτό ως φυσική συνέχεια του προηγούμενου, είναι το ακόλουθο: η αποδοχή του ετεροαναφορικού χαρακτήρα του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, επιβάλει τη συστηματική του ερμηνεία με άλλα δικαιώματα, όπως για παράδειγμα η ιδιωτικότητα ή και άλλα δικαιώματα, όπως η προσωπικότητα ή η αξιοπρέπεια του προσώπου. Έτσι, στην πράξη, η όποια ερμηνευτική ανάλυση του ουσιαστικού περιεχομένου του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων ταυτίζεται ουσιαστικά με την κανονιστική σχέση που αναπτύσσει μαζί τους. Για να απαντήσουμε στο τι προστατεύει το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, θα πρέπει να έχουμε καταλήξει στο τι προστατεύει η ιδιωτικότητα, η προσωπικότητα κοκ του υποκειμένου και στο κατά πόσο το περιεχόμενό τους είναι και περιεχόμενο της πληροφοριακής ελευθερίας και αυτονομίας του.

Γιατί το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων είναι ετεροαναφορικό και ποιες είναι οι κανονιστικές συνέπειες μη κατανόησης αυτού του χαρακτήρα του; To δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων αναδεικνύει και προστατεύει μια νέα πτυχή του ανθρώπινου εαυτού, τη digital μορφή του ως ψηφιδωτού πληροφοριών. Επίκεντρο της προστασίας που παρέχει είναι η πληροφορία. Η πληροφορία, όμως ως έννοια είναι αξιολογικά και ηθικά, ουδέτερη. Με την έννοια αυτή, το δικαίωμα στα προσωπικά δεδομένα για να αποκτήσει ηθικό και αξιολογικό περιεχόμενο αναζητά εξωτερική θεμελίωση ως προς την ποιότητα των πληροφοριών που θα προστατεύσει. Αυτή την αναγκαία θεμελίωση την παρέχουν άλλα δικαιώματα, πχ. προστατευμένες θεωρούνται οι πληροφορίες που συνδέονται με την ιδιωτικότητα, την προσωπικότητα του υποκειμένου, ή τη θρησκευτική του ελευθερία. Πρόβλημα ετεροναφορικότητας και άρα ηθικής θεμελίωσης του δικαιώματος δημιουργεί και ο ιδιοκτησιακός του χαρακτήρας. Πρόκειται για την ικανότητα της πληροφορίας να αποτελεί όχι μόνο συνέχεια του ανθρώπινου αυτού, αλλά και διακριτό, ξεχωριστό ως προς αυτόν αντικείμενο [73] . Η κριτική αξιολόγηση αυτής της «αντικειμενικής», ιδιοκτησιακής οπτικής, απαιτεί πάντοτε ως όριο πχ. της έκθεσης ή συναίνεσης του υποκειμένου στην εκχώρηση των προσωπικών του δεδομένων, την αναζήτηση εξωτερικής κανονιστικής, ηθικής θεμελίωσης σε πτυχές-δικαιώματα, της αυτονομίας και ελευθερίας του προσώπου [74] .

Η κεντρικότερη κανονιστική συνέπεια της μη αποδοχής του χαρακτήρα του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων ως ετεροαναφορικού είναι η αποτυχία του να προστατεύσει το πρόσωπο, έναντι των διακινδυνεύσεων που η σύγχρονη εξέλιξη της τεχνολογίας εγκυμονεί. Έτσι, ο περιορισμός στο στενό πεδίο της «συλλογής, επεξεργασίας και αποθήκευσης των προσωπικών δεδομένων» δημιουργεί τον κίνδυνο, αποκλειστικής απαρίθμησης της τυπολογίας αυτής προσβολών του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων. Παραγνωρίζεται με τον τρόπο αυτό η ύπαρξη και άλλων περαιτέρω προσβλητικών πρακτικών, όπως η δημοσιοποίηση και αποκάλυψη των δεδομένων του προσώπου, η φυσική ενόχλησή του και η παρακολούθησή του [75] . Τις προσβλητικές αυτές πρακτικές αντλεί η νομολογία της Αρχής προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, από τη θεμελίωση του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων στην αυτονομία, την ελευθερία, την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητα του υποκειμένου κ.λπ. [76] Μέσα από τη διεύρυνση δηλαδή του «στενού», γραμματικού πεδίου προστασίας του.

Πώς εμφανίζεται το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, ως ετεροαναφορικό, μέσα από την οπτική, από το φακό του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή; Το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν ταυτίζεται με την ιδιωτικότητα του προσώπου, απλά αναπαριστά μια πτυχή της, αυτή που θα μπορούσε να αποδοθεί ως «πληροφοριακή ιδιωτικότητα» του υποκειμένου. Και αυτή με τη σειρά της δεν εξαντλεί το περιεχόμενο του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, το οποίο εκτός από την προστασία των πληροφοριών του προσώπου περιλαμβάνει και άλλες πτυχές, όπως την οικειότητα, την ερωτική του ζωή και τη σεξουαλικότητά του [77] . Τα δύο δικαιώματα δηλαδή τέμνονται χωρίς να ταυτίζονται ως προς το ουσιαστικό τους περιεχόμενο. Αυτό που επισημαίνεται από την παρατήρηση αυτή, είναι ότι πάντως τα δύο δικαιώματα μοιράζονται ένα κοινό πεδίο το οποίο κατανέμεται μεταξύ τους ως εξής: Το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή συμβάλει στη θεμελίωση και στον προσδιορισμό του ουσιαστικού περιεχομένου του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, το προσδιορίζει δηλαδή ηθικά και ουσιαστικά. Από την αντίστροφη οπτική το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων ενισχύει την πρακτική προστασία της ιδιωτικότητας, λειτουργεί ως αμυντική της ζώνη, ενώ συμβάλει στην τυποποίηση και μορφοποίηση των προσβολών και διακινδυνεύσεων που είναι δυνατό να υφίσταται. Ουσιαστικά το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, αποτυπώνει την εξέλιξη του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα, όπως και άλλων δικαιωμάτων έναντι των διακινδυνεύσεων που η τεχνολογία εγκυμονεί για το πρόσωπο. Ειδικότερα θα λέγαμε, ότι ο συσχετισμός τους αποτυπώνει τη στάθμιση μεταξύ αυτονομίας και ασφάλειας του προσώπου, ως κατευθυντήριου άξονα της προστασίας των δικαιωμάτων του στις σύγχρονες συνθήκες διακινδύνευσης της ελευθερίας.

V. Συμπεράσματα. Η δυναμική φύση

των συνταγματικών δικαιωμάτων

Το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, όπως αναγνωρίζεται στο άρθρο 9Α Συντ., είναι ένα δικαίωμα με σύνθετη, παράγωγη κανονιστικότητα και ετεροαναφορικό χαρακτήρα. Η διαπίστωση αυτή, δεν απομειώνει την κανονιστική του σημασία διαφοροποιεί όμως τον τρόπο με τον οποίο καθίσταται αποτελεσματική και κανονιστικά ισχυρή η επίκληση και η εφαρμογή του στην πράξη. Αυτό που προτείνεται στη μελέτη μας, είναι η αναγνώριση ότι η ιδιαίτερη αυτή φύση του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, επιβάλει η αποτελεσματική του προστασία από τον εφαρμοστή του δικαίου να λαμβάνει τη μορφή ενός ad hoc ορθολογικού συλλογισμού. Στην κατάστρωση του συλλογισμού αυτού θα πρέπει να προτάσσεται η ηθική θεμελίωση του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, στην αυτονομία και ελευθερία του ατόμου και στη συνέχεια να ακολουθεί ο εμπλουτισμός του ουσιαστικού του περιεχομένου μέσα από τη συστηματική του ερμηνεία με άλλα δικαιώματα, όπως στο παράδειγμα της μελέτης μας, το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα. Στο συμπέρασμα του συλλογισμού αυτού, το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων θα καταλήγει στην πρακτική ενίσχυση των δικαιωμάτων με τα οποία ερμηνεύεται συστηματικά, διαπλάθοντας τις αναγκαίες κάθε φορά θετικές αλλά και αμυντικές αξιώσεις προστασίας τους.

Τέλος, δεν είναι δυνατόν να μην επισημάνουμε ότι η αυτοτελής αξία της συνταγματικής κατοχύρωσης του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων στο ελληνικό Σύνταγμα βασίζεται στην δυνατότητά του να εξασφαλίσει για το σύνολο των δικαιωμάτων της ιδιωτικής και προσωπικής σφαίρας του ατόμου, μια νέα σύγχρονη γραμμή άμυνας έναντι των καινοφανών διακινδυνεύσεων που γεννούν για το πρόσωπο η κοινωνία της πληροφορίας και η παγκοσμιοποίηση. Στο δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων αποτυπώνεται ο μη στατικός, δυναμικός και ζωντανός χαρακτήρας των δικαιωμάτων και η ικανότητά τους να προσαρμόζονται στην κοινωνική εξέλιξη και μεταβολή, πάντα με στόχο να εξασφαλίζουν με τον αποτελεσματικότερο τρόπο την προστασία της ελευθερίας και της αυτονομίας του προσώπου, πάντα ως υποκειμένου και όχι αντικειμένου του δικαίου.

--------------------------------------------------------------------------------

[ 1 ] * To κείμενο που ακολουθεί αποτελεί προέκταση μιας σύντομης εισήγησης, η οποία παρουσιάστηκε στο ΙΑ΄ Συνέδριο του Ομίλου Μάνεση (Σύρος, 18-19 Σεπτέμβρη 2009). Η συγγραφέας ευχαριστεί ιδιαίτερα τον καθηγητή Κώστα Σταμάτη για τις κρίσιμες υποδείξεις του κατά την προετοιμασία του κειμένου, καθώς και την αναπλ. καθηγήτρια Χριστίνα Δεληγιάννη-Δημητράκου. Στο τελικό κείμενο περιλαμβάνονται απαντήσεις στα εύστοχα σχόλια τα οποία υπέβαλε ο καθηγητής Γιάννης Δρόσος αλλά και στις ενδιαφέρουσες ερωτήσεις των καθηγητών Χαράλαμπου Ανθόπουλου, Σπυρίδωνα Βλαχόπουλου, Γιώργου Κατρούγκαλου, Αντώνη Μανιτάκη και Σταύρου Τσακυράκη, που υποβλήθηκαν στη συζήτηση που ακολούθησε.

. Άρθρο 9A: «Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει».

[ 2 ]. Βλ. Ν 2472/1997 , Α. Γ. Καΐσης /Ν. Α. Μ. Παρασκευόπουλος, Προστασία Προσωπικών Δεδομένων, Σάκκουλας, 2001, σελ. 5 επ.

[ 3 ]. Βλ. J. Wagner DeCew, «Privacy and Policy for Genetic Research», Ethics and Information Τechnology, 2004, σελ. 5 (6).

[ 4 ]. Βλ. X. Ακριβοπούλου (διατριβή), Μεταξύ αυτονομίας και οικειότητας: αναπροσδιορίζοντας το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή (άρθρο 9 §1 Συντ.), Τμήμα Νομικής ΑΠΘ, 2009, σελ. 162-171.

[ 5 ]. Βλ. Β. Rossler, The value of privacy, Polity Press, 2005, σελ. 9, της ίδιας, «Privacies: an overview» σε Privacies, Philosophical Evaluations (επιμ. B. Rossler), Stanford University Press, 2004, 1 (6-11). Επίσης, J. L. Cohen, Regulating Intimacy, Princeton University Press, 2004, σελ. 50-51 και D. J. Solove, «Conceptualizing Privacy», California Law Review, 2002, 1087 (1104).

[ 6 ]. Βλ. Ακριβοπούλου (διατριβή), ό.π. σελ. 166-167 και της ίδιας, «Η προστασία της ερωτικής ζωής και η ιδιωτικότητα στο πλαίσιο σχέσεων «ειδικής εξουσίασης». Σχόλιο στην απόφαση ΣτΕ 1680/2007», ΔτΑ, 2008, σελ. 247 (252). Επίσης, βλ. Β. Rodriguez-Ruiz, «The right to privacy: a discourse - theoretical approach», Ratio Juris, 1998, σελ. 155 (155-156), Επίσης, Α. Cuto, «Privacy and justification», Res Publica, 2006, σελ. 223 (224-225). Βλ. για τη σύνθετη σχέση αρνητικής - θετικής ελευθερίας που ακολουθείται εδώ, βλ. I. Berlin, Τέσσερα δοκίμια περί ελευθερίας, Scripta, 2001, σελ. 257-258.

[ 7 ]. Βλ. J. Wagner DeCew, In pursuit of privacy: law, ethics and the rise of technology, Cornell University Press, 1997, σελ. 4-5.

[ 8 ]. Βλ. D. J. Solove, «Α taxonomy of privacy», University Pennsylvania Law Review, 2006, σελ. 477 (516-519).

[ 9 ]. Βλ. D. J. Solove, «“I’ve got nothing to hide” and other misunderstandings of privacy», San Diego Law Review, 2007, 745 (753).

[ 10 ]. Βλ. D. J. Solove, Information Privacy Law, Aspen Publishers, 2003, σελ. 47-51.

[ 11 ]. Βλ. C. R. Sunstein, Repubic.com 2.0, Princeton University Press, 2007, σελ. 97-99, Solove (2002), ό.π. σελ. 1113. Επίσης βλ. Ch. Akrivopoulou/ A. Stylianou, «Navigating in internet: privacy and the ‘transparent’ individual», Socioeconomic and legal implications of electronic intrusion, (επιμ. D. Politis/ Ph. Cozyris/ I. Iglezakis), IGI Global, 2009, σελ. 122 (122-123).

[ 12 ]. Βλ. Κ. L. Karst, «The files: legal controls over the accuracy and accessibility of stored personal data», Law & Contemporary Problems, 1966, σελ. 432 (444).

[ 13 ]. Βλ. για παράδειγμα τις βάσεις δεδομένων ‘VIS’ και ‘SIS’ που η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρεί στο πλαίσιο της Συνθήκης Schengen (1985), Ν. Μούσης, Ευρωπαϊκή Ένωση: δίκαιο, οικονομία, πολιτική, Παπαζήσης, 2008, σελ. 155.

[ 14 ]. Βλ. D. J. Solove, The digital person: technology and privacy in the information age, New York University Press, 2004, 47 επ.

[ 15 ]. Βλ. τους ιδιαίτερους κινδύνους που η επεξεργασία αυτή κρύβει στην περίπτωση των γενετικών δεδομένων σε G. Laurie, Genetic Privacy: a challenge to Medico-legal norms, Cambridge University Press, 2002, σελ. αλλά και από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου βλ. την υπόθεση S & Marper κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Νο 30562/04 και 30566/04, της 4 Δεκεμβρίου 2008, § 69, 72, 75. Βλ. Θ. Π. Παπαθεοδώρου, Επιτηρούμενη Δημοκρατία: H ηλεκτρονική παρακολούθηση των πολιτών στην κοινωνία της διακινδύνευσης, Βιβλιόραμα, 2009, σελ. 22, 33.

[ 16 ]. Βλ. Υ. Poullet/ J. M. Dinant, «The internet and private life in Europe» σε New dimensions in privacy law: international and comparative prospectives (επιμ. Α. Τ. Kenyon/ M. Richardson), Cambridge University Press, 2006, σελ. 60 (60-62).

[ 17 ]. Βλ. Χ. Ακριβοπούλου, «Το δικαίωμα στην εικόνα ως πτυχή της προσωπικότητας του ατόμου», ΕΔΔ, 2009, σελ. 633-640.

[ 18 ]. Βλ. Ι. Δ. Ιγγλεζάκης, Ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, Σάκκουλας, 2003, σελ. 85. Βλ. Ν 2472/1997 , άρθρο 2 § 2, όπου ως ευαίσθητα ορίζονται τα δεδομένα τα οποία συνδέονται με «...τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή».

[ 19 ]. Βλ. R. Downie & J. Macnaughton, Bioethics and humanities: attitudes and perceptions, Routledge-Cavendish, 2007, σελ. 43, 47. Επίσης, βλ. S. Fendrick, «The role of privacy in genetic research», Α Journal of Law & Policy for the Information, 2009, σελ. 803 (810) και S. A. McLean, «Autonomy, consent and the law», Routledge-Cavendish, 2010, σελ. 173.

[ 20 ]. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί το ΕΔΔΑ στην υπόθεση S. & Marper κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ό.π. § 75, 76.

[ 21 ]. Ιδρύοντας «θετικές υποχρεώσεις προστασίας», όπως το άρθρο 9Α του ελληνικού Συντάγματος, βλ. Χ. Ακριβοπούλου, «Η ιδιωτικότητα και τα σύνορα του κυβερνοχώρου στη νομολογία του ΕΔΔΑ», ΕΔΔ, 2009, σελ. 368 (376).

[ 22 ]. Για παράδειγμα τα δεδομένα μιας φορολογικής δήλωσης, μια φωτογραφία προσώπου τραβηγμένη σε δημόσιο χώρο, βλ. στα παραδείγματα αυτά, E. Picard, «The right to privacy in French law» σε Protecting privacy, Clarendon Press, 1999, σελ. 49, (σ. 87, υποσ. 79 και σ. 79, υποσ. 46, 47, με τα αντίστοιχα παραδείγματα από τη νομολογία των γαλλικών πολιτικών δικαστηρίων), τα δεδομένα που περιέχονται στα απορρίμματα που ρίχνουμε στον κάδο βλ. Solove (2002), ό.π. σελ. 1115, ή οι τηλεφωνικές συνομιλίες στο χώρο εργασίας, βλ. Halford κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 25 Ιουνίου 1997, Νο 20605/92 § 42, 44, 45.

[ 23 ]. Βλ. για τη διάκριση αυτή, Wagner DeCew (2004), ό.π. σελ. 6.

[ 24 ]. Βλ. Χ. Ακριβοπούλου, «Η ανωνυμία ως ιδιωτικότητα ή επικοινωνία στο διαδίκτυο», ΕΔΔ, 2009, σελ. 504 (507).

[ 25 ]. Βλ. 27 BVerfGE 1 (1969), όπως αναλύεται σε J. Schwabe, Entscheidungen des Bundesverfassungsgerichts, Studienauswahl, Band 1-100, 7. Auflage, Hamburg 2000, σελ. 46.

[ 26 ]. Βλ. 65 BVerfGE 1 (1984). Για μια αναλυτική παρουσίαση της υπόθεσης βλ. D. P. Kommers, The Constitutional Jurisprudence of the Federal Republic of Germany, Duke University Press, 1997, σελ. 333.

[ 27 ]. Βλ. Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης (108) της 28.1.1981, όπως τέθηκε σε ισχύ την 1.12.1995 και κυρώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν 2068/1992 , «Κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα». Βλ. Α. Γ. Καΐσης, ό.π. σελ. 99.

[ 28 ]. Βλ. Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών». Βλ. Α. Γ. Καΐσης, ό.π. σελ. 51.

[ 29 ]. Ό.π. υποσ. 4.

[ 30 ]. Βλ. E. Eberle, Dignity and Liberty: Constitutional visions from Germany and the United States, Praeger Publishers, 2002, σελ. 57, 67, 94. Βλ. έτσι και για την ελληνική έννομη τάξη σε Χ. Χρυσανθάκης, Εισηγήσεις Συνταγματικού Δικαίου: Οργάνωση του κράτους, ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2007, σελ. 219.

[ 31 ]. Βλ. Καΐσης, ό.π. σελ. 7 άρθρο 2 α΄ και β΄.

[ 32 ]. Βλ. Α. Σωτηρόπουλος, Η συνταγματική προστασία των προσωπικών δεδομένων, Σάκκουλας, 2006, σελ. 96, Π. Δόνος, «Τεχνολογική διακινδύνευση και προστασία προσωπικών δεδομένων» σε Νέες τεχνολογίες και συνταγματικά δικαιώματα (προλ. Ν. Αλιβιζάτος), Σάκκουλας, 2004, σελ. 23-28, (26). Επίσης, βλ. Α. Γέροντας, Πληροφορική και Δίκαιο, Αντ. Σάκκουλας, 1991, σελ. 194-195. Του ίδιου, «Το δικαίωμα αυτοδιάθεσης πληροφοριών. Υπερβολή ή αναγκαιότητα;», ΤοΣ, 1997, σελ. 849-867.

[ 33 ]. Βλ. την παρουσίαση των αποφάσεων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. σε Καΐσης, ό.π. Επίσης, βλ. Λ. Μήτρου, Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Αντ. Σάκκουλας, 1999.

[ 34 ]. Βλ. Μ. Σταθόπουλος, «Η χρήση προσωπικών δεδομένων και η διαπάλη μεταξύ ελευθεριών των κατόχων τους και ελευθεριών των υποκειμένων τους», ΝοΒ, 2000, σελ. 1-19, (7-8).

[ 35 ]. Βλ. Ακριβοπούλου (διατριβή), σελ. 129.

[ 36 ]. Βλ. ΣτΕ 1680/2007  με σχόλιο Χ. Ακριβοπούλου, ΔτΑ, 2008, σελ. 265-272, σημείο 6, όπου και αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι, «...η ερωτική ζωή περιλαμβάνεται στον πυρήνα της απαραβίαστης σφαίρας της ιδιωτικής ζωής και προστατεύεται από το Σύνταγμα. Τον πυρήνα αυτόν δεν μπορεί να προσβάλει κανείς (δημόσια αρχή ή ιδιώτης) με οποιοδήποτε τρόπο...».

[ 37 ]. Βλ. την απόφαση αριθ. 77 Α/2002 της 25.6.2002, ΝοΒ, 2003, με παρατηρήσεις Β. Βουτσάκη, σελ. 582-586 (584), σχετικά με την αναγραφή θρησκεύματος στο απολυτήριο, όπου η Αρχή συνδέει την προστασία των προσωπικών δεδομένων με το άρθρο 13 §1 Συντ., υπογραμμίζει ότι «...η αναγραφή του θρησκεύματος στο απολυτήριο -όπως άλλωστε και η μη συμπλήρωση του σχετικού πεδίου αν υπάρχει- θα μπορούσε επιπλέον να εκθέσει τον κάτοχο του απολυτηρίου σε διακρίσεις με βάση τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ενδεχόμενο το οποίο σύμφωνα με την § 1 του άρθρου 13 του Συντ . η έννομη τάξη καλείται πάση θυσία να αποτρέψει...».

[ 38 ]. Βλ. χαρακτηριστικά την απόφαση 278/2004 Μονομελούς Πρωτοδικείου Θηβών, δημοσιευμένη ηλεκτρονικά στην ιστοσελίδα του ΔΣΑ: www.dsanet.gr , η οποία αφορούσε ανεπιθύμητα για το υποκείμενο τηλεφωνήματα σε ιδιωτικό και επαγγελματικό χώρο, με επίκληση των άρθρων 2 § 1, 5 § 1, 9 § 1, 9Α και 19 § 1 Συντ .

[ 39 ]. Βλ. την απόφαση 4701/2002, ΔίΜΕΕ, 2004, σελ. 212-223 (213) όπου το Δικαστήριο διατύπωσε την άποψη ότι, «Η ιδιωτική ζωή συνιστά τον πυρήνα της ανθρώπινης προσωπικότητας, της αξίας του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, η ιδιωτική ζωή τελεί σε εγγενή και μάλιστα κεντρική σχέση προς την θεμελιώδη αξία της αξίας του ανθρώπου. Ο ιδιωτικός βίος, η ελευθερία και η αξία του ανθρώπου τελούν σε τέτοια σχέση ώστε η απουσία ή η διακινδύνευση ενός από τα τρία δικαιώματα πλήττει σοβαρά το άλλο».

[ 40 ]. Βλ. Picard, ό.π. σελ. 60. Επίσης Rossler (2005), ό.π. σελ. 5.

[ 41 ]. Βλ. H. Stoll, «Τhe General Right to Personality in German Law: An Outline of its Development and Present Significance», σε Protecting Privacy, The Clifford Chance lectures Vol. IV (επιμ. B. S. Markesinis), Clarendon Press, 1999, σελ. 29-47.

[ 42 ]. E. J. Eberle, «Human dignity, Privacy, and personality in German and American Constitutional Law», Utah Law Review, 1997, σελ. 963-1055.

[ 43 ]. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του άρθρου 8 § 1 ΕΣΔΑ, από όπου και απορρέουν αξιώσεις που συνδέονται τόσο με την προσωπικότητα όσο και με την ιδιωτικότητα του ατόμου. Βλ. Χ. Ακριβοπούλου/ Ο. Θ. Παπαδοπούλου, «Ιδιωτικότητα και «αθέμιτα αποδεικτικά μέσα», [Σχόλιο με αφορμή τις αποφάσεις: Cour de Cassation (Cass. Crim) de 14 Fenvier 2006 και Wisse vs France της 20.3.2006 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου], ΤοΣ, 2007, σελ. 1073-1086 (1080-1081). Επίσης, βλ. H. - T. Gomez - Arostegui, «Defining private life under the European Convention on Human Rights by referring to reasonable expectations», Cal. W. Int’l L.J., Spring 2005, σελ. 153-202 (154-155).

[ 44 ]. Βλ. Η. Beverley-Smith, A. Ohly, A. Lucas-Schloetter, Privacy, Property and Personality, Cambridge University Press, 2005, σελ. 15 επ.

[ 45 ]. Ibid σελ. 32 επ.

[ 46 ]. Βλ. Cohen, ό.π. σελ. 54-57.

[ 47 ]. Ibid σελ. 50-51.

[ 48 ]. Βλ. τη χρήση του όρου «ταυτότητα» στο άρθρο 5 § 5 Συντ ., το οποίο αναφέρεται στην προστασία του γενετικού μας «εαυτού» πυρήνα της προστασίας της ιδιωτικότητας του προσώπου. Βλ. S & Marper κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ό.π. § 72.

[ 49 ]. Η αυτονομία υφίσταται ως βάση και των δύο δικαιωμάτων προσωπικότητας και δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. Στην πρώτη περίπτωση δικαιολογεί και θεμελιώνει σκοπούς του ατόμου που συνδέονται με την εξατομίκευση και την ακεραιότητά του στη δεύτερη με σκοπούς που συνδέονται με την ταυτότητα και την ηθική του υπόσταση. Η θεμελίωση των δικαιωμάτων στην αυτονομία δεν τους προσδίδει «εγωιστικό» χαρακτήρα, όπως η κλασική φιλελεύθερη θεωρία υποστηρίζει, αντίθετα παραπέμπει σε μια ελευθερία η οποία οριοθετείται από τα δικαιώματα των άλλων. Βλ. Χ. Ακριβοπούλου (διατριβή), ό.π. σελ. 509-511, 517-518 και Βλ. M. Aγγελίδη, Δικαιώματα και κανόνες στην πολιτική, Στοχαστής, 2008, σελ. 18. Επίσης για την εξέλιξη αυτή, βλ. P. Ridola, Τα θεμελιώδη δικαιώματα στην ιστορική εξέλιξη του συνταγματισμού (μετ. Γ. Τσόλκας, επιμ. Χ. Ανθόπουλος/ Χ. Ακριβοπούλου), Παπαζήσης, 2010.

[ 50 ]. Βλ. Τ. Κ. Βιδάλης, «Νέα δικαιώματα στην πρόταση για την αναθεώρηση του Συντάγματος», σε Αναθεώρηση του Συντάγματος και εκσυγχρονισμός των θεσμών (προλ. & επιμ. Γ. Παπαδημητρίου), Αντ. Σάκκουλας, 2000, σελ. 93-106, (94), επίσης Λ. Μήτρου, «Προστασία προσωπικών δεδομένων: ένα νέο δικαίωμα;», σε Το Νέο Σύνταγμα (επιμ. Δ. Θ. Τσάτσος/Ε. Β. Βενιζέλος/ Ξ. Ι. Κοντιάδης), Αντ. Σάκκουλα, 2001, σελ. 83-104. Βλ. επίσης στο ζήτημα αυτό, Κ. Χρυσόγονος, Μια βεβαιωτική αναθεώρηση, Αντ. Σάκκουλας, 2001, καθώς και Ξ. Κοντιάδης, Ο νέος συνταγματισμός και τα θεμελιώδη δικαιώματα μετά την αναθεώρηση του 2001, Αντ. Σάκκουλας, 2002.

[ 51 ]. Βλ. στα ερωτήματα αυτά, Σ. Βλαχόπουλος, Διαφάνεια της κρατικής δράσης & προστασία των προσωπικών δεδομένων, Αντ. Σάκκουλας, 2007, σελ. 58-61.

[ 52 ]. Βλ. στο Ν 2472/1997 , άρθρο 2, α΄, τη διάκριση μεταξύ «επώνυμων» και «ανώνυμων» δεδομένων, όπως γίνεται και παραπάνω στο κείμενο. Ειδικότερα, ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα νοούνται «...κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πια να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων».

[ 53 ]. Βλ. την απόφαση της Αρχής 245/9/2000, σε Καΐση, ό.π. σελ. 303-305 όπου και χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι, «η τήρηση αρχείου με δακτυλικά αποτυπώματα για τον έλεγχο της παρουσίας εργαζομένων, πέρα από την εύλογη αντίδραση των υποκειμένων που προκαλεί, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι βαρύνει περισσότερο από την ανάγκη προστασίας του δικαιώματος του ατόμου στην ιδιωτική ζωή». Επίσης, βλ. από τη μετέπειτα νομολογία, τις αποφάσεις 3/2008 (25.1.2008) και 17/2008 (21.3.2008) της Αρχής, δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα της Aρχής: www.dpa.gr

[ 54 ]. Βλ. για τη συμβολική πέρα από την εγγυητική λειτουργία των δικαιωμάτων, M. Neves, The symbolic force of human rights, Philosophy Social Criticism, 2007, σελ. 441-444.

[ 55 ]. Βλ. Λ. Παπαδοπούλου, Εθνικό Σύνταγμα και κοινοτικό δίκαιο: το ζήτημα της «υπεροχής», Αντ. Σάκκουλα, 2007, σελ. 122 επ., 130 επ.

[ 56 ]. Πρβ. από άλλη σκοπιά Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σελ. 210-211.

[ 57 ]. Βλ. Χ. Ανθόπουλος, «Το δικαίωμα στη δημόσια ανωνυμία. Προστασία προσωπικών δεδομένων, ελευθερία του συνέρχεσθαι και ηλεκτρονικός έλεγχος των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων», ΕΔΔ, 2007, σελ. 719-728 (721), ο οποίος χαρακτηρίζει το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, «ως εξελιγμένη μορφή του δικαιώματος ιδιωτικού βίου».

[ 58 ]. Βλ. χαρακτηριστικά για τη σημασία της μεταφοράς αυτής, Solove (2004), ό.π. 27-28.

[ 59 ]. Βλ. Μ. Taruffo, Abuse of procedural rights: comparative standards of procedural fairness, Wolters Kluwer, 1999.

[ 60 ]. Βλ. Δ. Δ. Λέντζης, Η πρόσβαση στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων, Σάκκουλας, 2008, W. Hins/ D. Voorhoof, Access to State-Held Information: A Fundamental Right, EuConst, 2007, σ. 114. Βλ. επίσης τη διαδικαστική λειτουργία του δικαιώματος στη νομολογία του ΕΔΔΑ, απόφαση Sener κατά Τουρκίας, 18 Ιουλίου 2000, Cyprus κατά Τουρκίας, 10 Μαΐου 2001, Leander κατά Σουηδίας, 26 Μαρτίου 1987, Gaskin κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 7 Ιουλίου 1989, Guerra και λοιποί κατά Ιταλίας, 9 Φεβρουαρίου 1998 και Κ. Η. και λοιπών κατά Σλοβακίας, 6.11.2009. Επίσης, στη νομολογία των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΠΕΚ και ΔΕΚ, ΠEK, Carvel v. Council, Υπόθεση T-194/94 [1995] ECR II-2675, ΠΕΚ, World wildlife Fund v. Commission, Υπόθεση T-105/95 [1997] ECR II-313, ΠΕΚ, BAT v. Commission, Υπόθεση T-111/00 [20010] ECR II 2997, ΠΕΚ, Technische Glaswerke Ilmenau GmbH v. Commission, Υπόθεση T-237-02, της 14.12.2006, ΔΕΚ, Van der Wal and Netherlands v. Commission, Υποθέσεις C-174/98 P και Ψ-189/98 P [2000] ECR I-1, ΔΕΚ, Hautala v. Council, Υπόθεση C-353/99 P [2001] ECR I-9565 και ΔEΚ, Mattila v. Council and Commission, Υπόθεση C-353/01, P, 22.1.2004.

[ 61 ]. Βλ. από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, McGinley & Egan κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 9 Ιουνίου 1998, §84-90, Sutter κατά Ελβετίας, 28 Ιουνίου 1984, Campbell & Fell κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 24 Νοεμβρίου 1997, Werner κατά Αυστρίας, 24 Απριλίου 2001, B. & P. Loiseau κατά Γαλλίας, 7 Φεβρουαρίου 2006.

[ 62 ]. Στο σημείο αυτό δεν έχουμε την ίδρυση μιας διαδικασίας όσο την ανάληψη μια θετικής υποχρέωσης από την πλευρά της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, προστασίας των προσωπικών δεδομένων του προσώπου, έναντι της κρατικής εξουσίας αλλά και τρίτων. Στην ουσία, το δικαίωμα αυτό εμφανίζεται και ως «κανόνας αρμοδιότητας» της Αρχής. Κατά τον διαχωρισμό του K. Adomeit, Rechtstheorie fur Studenten, UTB, 1998, σελ. 48-52, οι κανόνες αρμοδιότητας διακρίνονται σε αυτούς που α) προσδιορίζουν τον φορέα της αρμοδιότητας, β) ρυθμίζουν την διαδικασία άσκησης της αρμοδιότητας και

γ) προσδιορίζουν το αντικείμενο της αρμοδιότητας. Είναι εμφανές ότι το άρθρο 9Α συνδυάζει και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά, αποτελεί δηλαδή μικτό κανόνα αρμοδιότητας. Έτσι και ο R. Alexy, A theory of constitutional rights, Oxford University Press, 2004, σελ. 152-154.

[ 63 ]. Βλ. Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σελ. 212, «Κατά βάση πάντως το δικαίωμα πληροφορικής αυτοδιάθεσης δεν παύει να είναι ένα ατομικό-αμυντικό δικαίωμα που θεμελιώνει πρωτίστως αξιώσεις αποχής...». Π. Γ. Μαντζούφας, Συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων στην κοινωνία της διακινδύνευσης, Σάκκουλας, 2006, σελ. 253.

[ 64 ]. Βλ. για παράδειγμα άρθρο 9 § 1 Συντ ., «Η κατοικία καθενός είναι άσυλο».

[ 65 ]. Βλ. για παράδειγμα άρθρο 5 § 5 Συντ ., «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας».

[ 66 ]. Βλ. για παράδειγμα άρθρο 5 § 1 Συντ ., «Καθένας έχει το δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του...εφόσον δεν προσβάλει τα δικαιώματα των άλλων». Επίσης, άρθρο 14 § 2, «Ο τύπος είναι ελεύθερος».

[ 67 ]. Βλ. Μήτρου, ό.π. σελ. 90. Αντίθετα, εξειδίκευση του 5 § 1 Συντ . το θεωρεί ο Χρυσόγονος, ό.π. 210-211.

[ 68 ]. Βλ. Μαντζούφας, ό.π. σελ. 256. Θα μπορούσε να υποβληθεί το αντεπιχείρημα της μη αναγνώρισης του δικαιώματος σε διεθνείς συνθήκες προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και η μη άμεση σύνδεσή του με την ανθρώπινη υπόσταση, η οποία διέρχεται έμμεσα μέσα από άλλα δικαιώματα, όπως η προσωπικότητα, η ιδιωτικότητα κλπ. Βλ. Χ. Ακριβοπούλου (βιβλιοπαρουσίαση), «Δ. Δ. Λέντζης, Η πρόσβαση στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων, Σάκκουλας, 2008», σ. 420 (421-422).

[ 69 ]. Βλ. έτσι Ανθόπουλος, ό.π. σελ. 721 και Γ. Κατρούγκαλος, «Οι κάμερες παρακολούθησης, το λυκόφως των ανεξάρτητων αρχών και η δοκιμασία του κράτους δικαίου», ΕΔΔ, 2007, σελ. 752-762 (752).

[ 70 ]. Η αρνητική και η θετική πτυχή, ενυπάρχουν σε κάθε δικαίωμα το οποίο αποτελεί ένα σύνολο «θέσεων» του ατόμου κατά την αντίληψη του Alexy, ό.π. σελ. 159. Επίσης, βλ. C. de Giacomo, Diritto, liberta e privacy nel mondo della communicazione globale, Giuffre, Milano, 1999, σελ. 28-29. Η «πληροφοριακή αυτοδιάθεση» επιτρέπει στο πρόσωπο να κατέχει τις πληροφορίες του και να τις διαχειρίζεται αρνητικά, ανενόχλητος δηλαδή από την παρέμβαση της κρατικής εξουσίας και των άλλων.

[ 71 ]. Ο «πληροφοριακός αυτοκαθορισμός» συνδέεται με τη δυνατότητα του ατόμου να ελέγχει τα προσωπικά του δεδομένα και να τα αξιοποιεί θετικά στο πλαίσιο των σκοπών της αυτονομίας του, με άξονα τις ελεύθερα διαμορφωμένες προσωπικές του επιλογές και προκειμένου να αναπτύξει την προσωπικότητά του. Στη νομολογία του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (Zensus (Volkszalung), 65 BVerfGE 1 (1984) o πληροφοριακός αυτοκαθορισμός συνδέεται με την προστασία της αξίας του ανθρώπου και με τη δυνατότητά του να καθορίζει ως υποκείμενο και όχι ως αντικείμενο την «πληροφοριακή του ταυτότητα».

[ 72 ]. Βλ. L. Ferrajoli, Fundamental Rights, International Journal of the Semiotics of Law, 2001, 1-33 (7).

[ 73 ]. Πρόκειται για τη «χρηστική» αξία των προσωπικών πληροφοριών, όπως για παράδειγμα η εικόνα του προσώπου, βλ. χαρακτηριστικά την υπόθεση Douglas and Others vs. Hello! Ltd (2001) 2 WLR 992, καθώς και τα σχόλια του Β. Μαρκεζίνη, «Οι υποθέσεις Καρολίνας του Μονακό, Κάθριν Ζέτα Τζόουνς και Ναόμι Κάμπελ από σκοπιάς συγκριτικού δικαίου», ΔτΑ, 2005, σελ. 11-30.

[ 74 ]. Βλ. χαρακτηριστικά το σκεπτικό της Αρχής προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην υπόθεση Big Brother, 92/2001, Καΐσης, ό.π. σελ. 359 (360), στις οποίες εξετάζεται το ζήτημα της εκχώρησης των προσωπικών δεδομένων παικτών reality show και τα όρια της, όπως αυτά διαγράφονται από τις εγγυήσεις που απορρέουν από τα συνταγματικά δικαιώματα, «Επομένως, και κατά τις συνταγματικές αυτές επιταγές, η τριτενέργεια των οποίων στις ιδιωτικές σχέσεις είναι αυτόματη...η αξία του ανθρώπου και η προστασία της υλικής και ηθικής του υπόστασης είναι υπέρτατη δημόσιας τάξης αρχή από την οποία δεν είναι δυνατή η παραίτηση».

[ 75 ]. Βλ. Solove (2006), σελ. 478 επ.

[ 76 ]. Βλ. την απόφαση 62/2007 (23.10.2007) δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα της Αρχής: www.dpa.gr , την οποία απασχόλησε η απαξία της διαρκούς παρακολούθησης εργαζομένων, ως προσβλητική για την προσωπικότητά τους πρακτική, «Η συνεχής παρακολούθηση των εργαζομένων, χωρίς μάλιστα οι ίδιοι να γνωρίζουν τους όρους και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνεται η βιντεοσκόπηση έχει σαν αποτέλεσμα να λειτουργεί το αίσθημα του «φόβου» προληπτικά για κάθε παράνομη ενέργεια που θα μπορούσαν να διαπράξουν. Είναι όμως προσβλητικό για την προσωπικότητα να εργάζεται κάποιος υπό συνθήκες φόβου».

[ 77 ]. Βλ. Ακριβοπούλου (2008), σελ. 250-251, «...η οικειότητα περιλαμβάνει πέρα από τις ερωτικές, το σύνολο των διυποκειμενικών σχέσεων επικοινωνίας που χτίζει το άτομο, όπως για παράδειγμα φιλικές ή συγγενικές σχέσεις [...] αποτελεί ... το «θερμοκήπιο» μιας σειράς σχέσεων, οι οποίες χωρίς την ασπίδα της ιδιωτικότητας δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ή να εξελιχθούν».

Εκτύπωση

Χάρτης

Που θα μας βρείτε

Σόλωνος και Σίνα 26, Αθήνα,

στο νεοκλασσικό κτίριο

έναντι της Νομικής Σχολής. 

Τηλ. 210- 3800702-703, 3627-332

Καθημερινά 11π.μ έως 9.30 μ.μ ,

πλην Σαββάτου και Κυριακής.


Copyright © 2015  avalon

istanbul escort taksim escort istanbul escort kartal escort pendik escort tuzla escort