Νομικό Σπουδαστήριο Α. Προυσανίδη

ΤΑΣΟΣ Γ. ΠΡΟΥΣΑΝΙΔΗΣ: Ο Νόμος 3900/2010 , Οι θεσμικές αλλαγές στη Δικονομία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δημοσιευμένο στην ΕΔΔΔ 2011, σελ.898 επ.

Ο Νόμος 3900/2010

Οι θεσμικές αλλαγές στη Δικονομία του Συμβουλίου της Επικρατείας

                                                                                ΤΑΣΟΣ Γ. ΠΡΟΥΣΑΝΙΔΗΣ

Με το Ν.3900 /2010 (ΦΕΚ Α΄213/17-12-10), ο νομοθέτης υιοθετώντας κατά βάση, τις πλειοψηφικές προτάσεις της διοικητικής Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (εφεξής ΣτΕ), όπως αποτυπώθηκαν στο πρακτικό 4/2010, εισάγει πρωτοφανείς αλλαγές  τόσο στην ακυρωτική όσο και στη δικονομία ουσίας. Θεσμοί, εν πολλοίς άγνωστοι,  στο ελληνικό Δικονομικό Σύστημα, εισάγονται , κατά τρόπο εσπευσμένο , με σκοπό την επιτάχυνση της Διοικητικής Δικαιοσύνης και την αποσυμφόρηση των πινακίων. Η θέσπιση του νομοθετήματος γίνεται την στιγμή που η απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης είναι από πολλές απόψεις οριακή και τα περιθώρια όχι απλώς έχουν στενέψει αλλά η κατάσταση έχει φθάσει κυριολεκτικά στο σημείο μηδέν . Προς την ίδια βέβαια κατεύθυνση , αλλά με ισχνά αποτελέσματα, είχε ήδη προηγηθεί ο Ν. 3659/08 «βελτίωση και επιτάχυνση των διαδικασιών της δίκης στα ΤΔΔ και άλλες διατάξεις» καθώς και  το κεφ.Δ΄ του νόμου 3772/09 «Μέτρα για την επιτάχυνση της δίκης στο ΣτΕ» .

Μέσα όμως από τον ουτοπικό στόχο της επιτάχυνσης , ο μετριοπαθής παρατηρητικός μελετητής μπορεί να διακρίνει μια αχτίδα φωτός όσον αφορά την προσπάθεια μετατροπής του Συμβουλίου της Επικρατείας σε ένα σύγχρονο ανώτατο Δικαστήριο. Οι διατάξεις του νομοθετήματος που αφορούν θέματα της δικονομίας του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την άποψη μου μπορεί εάν αξιοποιηθούν σωστά να δώσουν μια νέα δυναμική στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο. Έτσι κατ΄ εμέ το αξιοπρόσεκτο και η  διαφορά του ν.3900/10 σε σχέση με τους προγενέστερους συναφείς νόμους έγκειται ότι επιχειρεί ν’ αναμορφώσει και διαμορφώσει το ρόλο του Συμβουλίου της Επικρατείας ως σύγχρονου ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ίδιες τις υποδείξεις του Δικαστηρίου . Το βάρος πλέον κατά το μεγαλύτερο μέρος  φεύγει από την αναιρετική διαδικασία και τοποθετείται στους νέους θεσμούς της πιλοτικής δίκης (αρθ.1) και της κατά προτίμηση  αναίρεσης ή ακυρωτικής έφεσης  (αρθ2) που θα επεξηγηθούν παρακάτω μαζί με τον βελτιούμενο θεσμό της πρότυπης δίκης (αρθ.57παρ.2).  Σκοπός του νέου νόμου είναι το ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο , όταν θα τίθεται ένα νομικό θέμα γενικότερου-μαζικού ενδιαφέροντος, να τοποθετείται και να το επιλύει τάχιστα, ώστε με την απόφαση του να χαράσσεται κατευθυντήρια νομολογία για  τα κατώτερα Δικαστήρια και τους διαδίκους. Αντίθετα με  την παλαιά κλασική αναιρετική οδό, η οποία βέβαια δεν καταργείται αλλά περιορίζεται, η επίλυση του σημαντικού μαζικού θέματος γινόταν  μετά από 10 ή και περισσότερα χρόνια. Βυθίζονταν έτσι σε νομική  αβεβαιότητα και αμφιβολία επί χρόνια, έως ότου επιλυθεί τελικά θέμα,  τόσο τα κατώτερα Διοικητικά Δικαστήρια , όσο και οι διάδικοι, αλλά και η δράση της Δημόσιας Διοίκησης Μάλιστα στις  υποθέσεις ουσίας που δεν προβλεπόταν λόγω ποσού δυνατότητα αναίρεσης ή στις ανέκκλητες ακυρωτικές διαφορές, δεν υπήρχε καν δυνατότητα χάραξης ενιαίας νομολογιακής γραμμής. Έτσι πέραν της ανασφάλειας που δημιουργείτο , αναιρείτο σε όλες αυτές τις υποθέσεις ο κατά το άρθρο 95 του Συντάγματος χαρακτήρας του Συμβουλίου της Επικρατείας ως ανωτάτου Δικαστηρίου.

Παράλληλα με τον ν.3900/10 κρίνεται σκόπιμο να περιοριστεί το ούτως ή άλλως  έκτακτο ένδικο μέσο της αναιρέσεως. Αιτία του περιορισμού απετέλεσε προφανώς η αμετροεπής χρήση του , κυρίως από το δημόσιο αλλά και από τους  ιδιώτες διαδίκους, με αποτέλεσμα έως σήμερα την σώρευση χιλιάδων αδίκαστων αναιρέσεων στο ΣτΕ.  Πλέον η σύνταξη του  δικογράφου της αναιρέσεως θα προϋποθέτει την άριστη  γνώση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας και την σαφή επίκληση στο σώμα του δικογράφου της συγκεκριμένης νομολογίας στην οποία αντιβαίνει η προσβαλλόμενη απόφαση  , άλλως η αναίρεση θα κρίνεται απαράδεκτη (αρθ.12).

Συνεπώς θεωρώ  ότι πλέον διαμορφώνεται ένας πραγματικά νέος ρόλος του Συμβουλίου της Επικρατείας ,ως ανωτάτου  Δικαστηρίου, που εγγυάται την ενότητα της νομολογίας όχι πλέον μόνο με τον θεσμό της αναιρέσεως αλλά κυρίως με τις νέες γρήγορες διαδικασίες της πιλοτικής δίκης και της κατά προτίμηση αναίρεσης ή έφεσης. Σε κάθε περίπτωση είναι επιβεβλημένο  στη μελλοντική αναθεώρηση του Συντάγματος να γίνει και αναμόρφωση των άρθρων 94 και 95 του Συντάγματος, ώστε να τονιστεί περισσότερο ο νέος θεσμικό ρόλος του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Κατά την αιτιολογική έκθεση και την εισηγήτρια της συμπολίτευσης ο νόμος 3900/10 έχει δυο στόχους : αφενός μεν την αποθάρρυνση της άσκησης ενδίκων μέσων, που έχουν μοναδικό σκοπό την καθυστέρηση εκπλήρωσης νομίμων υποχρεώσεων και ιδιαιτέρως εκείνων που αφορούν την καταβολή φόρων, αφετέρου να εξοικονομηθούν δικαστές και έτσι να αυξηθεί ο αριθμός των εκδικαζομένων υποθέσεων προς όφελος των πολιτών . Σε αυτούς τους στόχους όμως πρέπει να προστεθεί και ένας τρίτος , που δεν θίχτηκε επαρκώς στις συζητήσεις της ψήφισης του νόμου και που απορρέει  ιδίως από τις μεταρρυθμίσεις της δικονομίας του ΣτΕ :  η ενότητα της νομολογίας δια του νέου κατευθυντήριου ρόλου του Συμβουλίου της Επικρατείας . Νομίζω μάλιστα ότι ο ν. 3900 θα θεωρηθεί επιτυχής ακριβώς  διότι θα πετύχει   αυτό τον  τρίτο στόχο και όχι για τους δυο πρώτους για τους οποίους διατηρώ σοβαρές επιφυλάξεις και θα πρέπει να επισημάνω ότι : α) Καταρχήν το ταμειακό συμφέρον του κράτους  και οι δυσμενείς δημοσιονομικές συγκυρίες, για τις οποίες δεν φέρει  την κύρια ευθύνη η Ελληνική δικαιοσύνη, δεν αποτελούν κατά την πάγια νομολογία  του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου , αλλά και του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης  επαρκή λόγο και δημόσιο συμφέρον τέτοιας μορφής για να περιοριστεί το δικαίωμα δικαστικής προστασίας . Στο ίδιο μήκος κύματος έχει κινηθεί έως σήμερα και η νομολογία της  Ολομέλειας  με τις υπ’ αριθμόν 1663/2009 και 6/2010 αποφάσεις της. Σύμφωνα με το σκεπτικό τους  σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν, το ταμειακό συμφέρον να νοηθεί ως γενικότερο δημόσιο συμφέρον, το οποίο μπορεί να παραβιάσει τις θεμελιώδεις αρχές του άρθρου 4, παράγραφος 1, δηλαδή της ισότητας, σε συνδυασμό με το άρθρο 20, παράγραφος 1, το οποίο εγγυάται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας . Β) Αναφορικά εξ΄άλλου με τον δεύτερο στόχο θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο αριθμός των Διοικητικών Δικαστών είναι πολύ μικρός σε σχέση με τον συνεχώς διογκούμενο αντικείμενο τους, άρα η οποιαδήποτε εξοικονόμηση  είναι ανώφελη , αφού το συγκεκριμένο σχήμα των Διοικητικών Δικαστηρίων μη έχοντας σωστή δυναμική αναλογία αριθμού προσώπων προς ζητούμενο έργο που συναρτάται με ένα συνεχώς αυξανόμενο όγκο υποθέσεων, εκ των πραγμάτων δεν μπορεί ν’ αποδώσει. Θα πρέπει στο σημείο αυτόν να επισημανθεί ότι στα Διοικητικά Δικαστήρια εκκρεμούν 500.000 περίπου υποθέσεις και στο ΣτΕ 30.000, με υποπενταπλάσια ετήσια ικανότητα διεκπεραιώσεως των υποθέσεων αυτών. Συνεπώς κατ΄ εμέ η μόνη λύση θα ήταν η προκήρυξη ετησίως ,στην Σχολή Δικαστικών Λειτουργών και για τα επόμενα συνεχή χρόνια έως ότου να λυθεί το πρόβλημα, τουλάχιστον διπλασίου αριθμού εισακτέων απ΄ ότι στο παρελθόν. Θα πρέπει πάντως να επισημάνουμε στα θετικά του Ν. 3900/10 την αύξηση των οργανικών θέσεων των Διοικητικών Δικαστών  , που ωστόσο παραμένει μικρή σε σχέση με τον όγκο των σωρευμένων αλλά και συνεχώς προστιθέμενων υποθέσεων όσο και με τις θέσεις των συναδέλφων τους της Πολιτικής Δικαιοσύνης . 

Η παρούσα  πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση κατά κανένα τρόπο δεν μπορεί να διαγνώσει ή να προεξοφλήσει τις ερμηνευτικές θέσεις στις οποίες θα κατασταλάξει η  νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Θα κριθεί λοιπόν ο νόμος αυτός στη ροή του χρόνου μιας και η ισχύς του, σύμφωνα με το άρθρο 70, άρχισε από 1-1-2011 με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ορίζει  άλλως σε ειδικές διατάξεις του  (πχ. αρθ. 3παρ.5,  13 παρ.5 , 20παρ.2). 

Νομοτεχνικά ο  νόμος έχει  εβδομήντα άρθρα και διαρθρώνεται σε πέντε κεφάλαια  : α) Πρώτο Κεφάλαιο- Γενικές διατάξεις  αρθ.1 έως 3, εφαρμοζόμενες και στην ακυρωτική και στη δίκη ουσίας β) Δεύτερο Κεφάλαιο- Τροποποίηση της Νομοθεσίας του ΣτΕ, αρθ. 4 έως 12, γ) Τρίτο Κεφάλαιο- Τροποποιήσεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αρθ. 13 -45, δ) Τέταρτο Κεφάλαιο- Μεταφορά αρμοδιοτήτων από το ΣτΕ στα ΤΔΔ, αρθ.46-50, ε) Πέμπτο Κεφάλαιο, Ρυθμίσεις ειδικών θεμάτων διαδικασιών των ΤΔΔ, αρθ. 51-70.

Η ανάλυση που επακολουθεί αφορά μόνο τις διατάξεις που συνδέονται με την δικονομία του ΣτΕ  και την εν γένει λειτουργία του (κυρίως οι διατάξεις 1-12).

Ι.    ΘΕΣΜΟΙ ΕΝΙΣΧΥΤΙΚΟΙ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΟΥ ΣτΕ.

Πρόκειται για τρείς θεσμούς  : α)  της «πιλοτικής δίκης»  για νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος του άρθρου 1 του ν. 3900/10, β) της κατά παρέκκλιση αναίρεσης ή έφεσης του άρθρου 2 του ν.3900/10 για «παρθένο» ζήτημα αντισυνταγματικότητας και γ) του θεσμού της πρότυπης δίκης όπως αναμορφώνεται με το άρθρο 57 παρ.2 του 3900/10.

Με τους θεσμούς αυτούς θεωρώ ότι επιτυγχάνεται σημαντική ασφάλεια δικαίου αφού σε μικρό χρονικό διάστημα θα τίθεται  επί σημαντικών νομικών ζητημάτων  νομολογιακή κατεύθυνση από το ΣτΕ. Οι περισσότεροι έως τώρα νομομαθείς που ασχολήθηκαν με τον σχολιασμό του νόμου εκφράζουν προβληματισμούς και θεωρούν εν πολλοίς ότι έτσι παραβιάζεται το άρθρο 93παρ.4 του Συντάγματος περί διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, η λειτουργική αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων και εν τέλει το ΣτΕ μετατρέπεται σε ένα αδήλωτο  Συνταγματικό Δικαστήριο. Νομίζω ότι αυτές οι ανησυχίες είναι υπερβολικές και εν τέλει αδικαιολόγητες διότι αφενός ο κατευθυντήριος ρόλος του ΣτΕ περιορίζεται σε θέματα διοικητικής δικαιοσύνης και σε κάθε περίπτωση δεν σημαίνει κατάργηση του 93παρ.4 αφού κάθε διοικητικό Δικαστήριο δεν απαγορεύεται  να πάρει  αντίθετη νομολογιακή θέση από αυτή  του ΣτΕ.

Ι.Α.   Η «Πιλοτική Δίκη» για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος (άρθρο 1)  . 

Με το πρώτο άρθρο του ν. 3900/10 εισάγεται για πρώτη φορά , για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχουν συνέπειες σε ευρύτερο κύκλο προσώπων, ο θεσμός της «Πιλοτικής» δίκης ενώπιον του ΣτΕ , ως ένας ακόμη ενισχυτικός μηχανισμός της ενότητας της νομολογίας, στηριζόμενος  στην ευθεία συνεργασία είτε του διαδίκου είτε του διοικητικού Δικαστηρίου με το ανώτατο Δικαστήριο, στα πλαίσια εκκρεμούς δίκης .

Η ratio της ρύθμισης είναι η επίτευξη μίας ενιαίας νομολογιακής γραμμής σε θέματα μαζικού ενδιαφέροντος που έχουν κυρίως δημοσιονομικές επιπτώσεις ,όπως ιδίως τα φορολογικά ( έκτακτες εισφορές κλπ) και κατά κανόνα γεννούν αντιδράσεις και αμφισβητήσεις κατεξοχήν ως προς την συνταγματικότητα τους. Κρίνεται δηλαδή σκόπιμο, ιδίως μετά την δυσχερή οικονομική κατάσταση που βρέθηκε το ελληνικό δημόσιο, τέτοια θέματα να εισάγονται ευθύς εξαρχής  στο ΣτΕ ώστε αυτό να διατυπώνει  τη νομολογιακή του θέση με την έκδοση  τελειωτικής επί του κρισίμου θέματος απόφασης, επηρεάζοντας έτσι την μελλοντική αντιμετώπιση παρομοίων δικών από τα διοικητικά δικαστήρια. Είναι πρόδηλο ότι το θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος δεν μπορεί να αναφέρεται σε πραγματικά περιστατικά αλλά πρέπει να είναι νομικό θέμα, κρίσιμο και σημαντικό τόσο για την εκκρεμούσα δίκη όσο και για ένα ευρύτερο κύκλο παρομοίων υποθέσεων που εκκρεμούν ή που πρόκειται να δημιουργηθούν σε τάχιστο διάστημα.

Κατά την άποψη μου είναι αναμφίβολο ότι θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος αποτελεί και η αλλαγή της νομολογίας, έτσι ώστε συνδέοντας ερμηνευτικά το άρθρο 1 με το άρθρο 12 του νόμου 3900/10 , το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα Διοικητικά Δικαστήρια , εφόσον κρίνουν ότι μια νομολογία έχει ξεπεραστεί από τα πράγματα και πρέπει ν’ αλλάξει , έχουν την δυνατότητα της αλλαγής της. Την θέση μου αυτή πρωτίστως στηρίζω στην ιστορική ερμηνεία της διάταξης  διότι κατά την συζήτηση του νόμου στη Βουλή, ο Υπουργός Δικαιοσύνης απεδέχθη ρητά  και κατηγορηματικά την σχετική πρόταση του αγορητή της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως .

Τα στάδια της πιλοτικής δίκης είναι τα εξής :

Α) Η έναρξη της διαδικασίας : Η πιλοτική δίκη δεν μπορεί να ανοίξει απευθείας στο ΣτΕ,  αλλά προϋποθέτει την ύπαρξη εκκρεμοδικίας σε  Διοικητικό Δικαστήριο, οπότε και  μπορεί να εκκινήσει εναλλακτικά με δυο τρόπους : α)  ή  με αυτοτελή αίτηση  ενός εκ των διαδίκων δια της Τριμελούς Επιτροπής του ΣτΕ ή β)  με απευθείας παραπεμπτική - προδικαστική  απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η διαφορά, προς το αρμόδιο τμήμα του ΣτΕ. Η παραπεμπτική-προδικαστική απόφαση  δεν είναι υποχρεωτική για το διοικητικό Δικαστήριο,  αποτελεί ευχέρεια του και δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο , άρα ούτε σε ανακοπή ερημοδικίας ή αίτηση διόρθωσης ή ερμηνείας, που ως γνωστόν στη διοικητική δίκη ουσίας προσβάλλουν και μη οριστικές αποφάσεις (αρθ.83παρ1 ΚΔΔ).

Εν γένει η όλη διαδικασία της πιλοτικής δίκης αποτελεί δικονομικό δικαίωμα του διαδίκου  και ευχέρεια του Διοικητικού Δικαστηρίου και όχι υποχρέωση ή έστω δικονομικό βάρος, ακόμη και εάν η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.

                Από την γραμματολογική διατύπωση της παρ. 1 συνάγεται ότι  θα πρέπει πρώτα να έχει ασκηθεί παραδεκτώς το  (οποιοδήποτε) ένδικο βοήθημα : ουσίας ή ακυρωτικό (προσφυγή, ανακοπή 217, αγωγή, αίτηση ακυρώσεως ενώπιον πρωτοβάθμιου ακυρωτικού, ακόμη και αιτήσεις αναστολών κλπ ) ή ένδικο μέσο (έφεση, ανακοπή ερημοδικίας, αναθεώρηση τριτανακοπή, εκτός από αναίρεση και ακυρωτική έφεση που εκδικάζονται από το ΣτΕ) στο καθ’ ύλη αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο. Συνεπώς θα πρέπει να υφίσταται όχι μόνο εκκρεμοδικία ενώπιον Διοικητικού Δικαστηρίου (ουσίας ή πρωτοβάθμιου ακυρωτικού)  αλλά  και αντιδικία ως προς το ζήτημα  γενικότερου ενδιαφέροντος, υπό την έννοια  ότι η επίλυση του όχι μόνο θα ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αλλά και θα επηρεάζει και άλλες συναφείς δίκες. Είναι αυτονόητο ότι θεωρητικά αίτηση για πιλοτική δίκη μπορεί να υποβάλλει και το Δημόσιο ως διάδικος αν και πρακτικά το βλέπω σχεδόν απίθανο να συμβεί.

Περαιτέρω από την γραμματολογική διατύπωση της διάταξης αλλά και από την τελολογική της ερμηνεία προκύπτει ότι και ακυρωτικές υποθέσεις που ανήκουν στην αρμοδιότητα των Διοικητικών Δικαστηρίων, ως  πρωτοβάθμιων ακυρωτικών Δικαστηρίων, εφόσον θέτουν ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος,  μπορούν να εισαχθούν στο ΣτΕ με  την ίδια διαδικασία. Αντίθετα είναι σαφές ότι η διάταξη : α) δεν αφορά τις ακυρωτικές διαφορές ή τις διαφορές ουσίας που δικάζει το ΣτΕ, και β)  δεν περιλαμβάνει  όσες διοικητικές  διαφορές ουσίας  ανήκουν στην  αρμοδιότητα του  Ελεγκτικού Συνεδρίου κατ’ άρθρο 98 του Συντάγματος.

Σε κάθε περίπτωση τόσο η αίτηση του διαδίκου όσο και η προδικαστική απόφαση θα πρέπει να έχουν σαφήνεια, να είναι εμπεριστατωμένες και αιτιολογημένες  και να συνοδεύονται από επαρκή στοιχεία επί των πραγματικών περιστατικών και των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου. Το ΣτΕ θεωρώ ότι  έχει πάντα την δυνατότητα να τροποποιεί την διατύπωση και να αλλάζει την σειρά των ερωτημάτων της παραπεμπτικής απόφασης ή της αίτησης.

Β) Το «φίλτρο της Τριμελούς Επιτροπής του ΣτΕ».   Αυτό υπάρχει μόνο στην περίπτωση που διάδικος υποβάλλει αίτηση. Ο νόμος προβλέπει ότι την αίτηση  αυτή  πρέπει να κρίνει κυριαρχικά  Τριμελής Επιτροπή του ΣτΕ , ειδικής συνθέσεως,  συγκροτούμενη από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και το Πρόεδρο του αρμοδίου καθ’ ύλη τμήματος. Αντίθετα στην περίπτωση της παρ.2 όπου το Διοικητικό Δικαστήριο εκδίδει παραπεμπτική-προδικαστική απόφαση , η υπόθεση εισάγεται απευθείας στο αρμόδιο τμήμα ή εφόσον τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας ή μεγάλης σπουδαιότητας στην Ολομέλεια.

Περαιτέρω γεννάται προβληματισμός  εάν μπορεί να υποβληθεί  η αίτηση του διαδίκου όχι μόνο μετά την άσκηση του ένδικου βοηθήματος και έως τη συζήτηση , αλλά και  σε άλλα μεταγενέστερα στάδια της διοικητικής δίκης. Νομίζω ότι την δυνατότητα υποβολής της αίτησης  του άρθρου 1,  την έχει ο διάδικος μέχρι  την ημέρα συζήτησης της υπόθεσης . Μετά την συζήτηση αυτής, μόνο το διοικητικό Δικαστήριο με βάση  την παρ. 2 μπορεί να εκδώσει προδικαστική-παραπεμπτική απόφαση για πιλοτική δίκη . Θα δούμε βεβαίως πως θα ερμηνεύσει η νομολογία του ΣτΕ τη διάταξη στην πράξη. Πάντως η υποβολή αίτησης στην τριμελή Επιτροπή του ΣτΕ είναι σημαντικός λόγος για αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης στο Διοικητικό Δικαστήριο , πάντα βέβαια κατά την κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου.

Είναι πρόδηλο ότι η αίτηση ή η  παραπεμπτική απόφαση μπορεί να αναφέρουν περισσότερα του ενός νομικά θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος,  εντασσόμενα είτε στο ουσιαστικό είτε στο δικονομικό δίκαιο και υπό τον αυτονόητο όρο ότι ανακύπτουν στην εκκρεμή δίκη και έχουν ουσιώδη επιρροή σε αυτήν. Αντίθετα όμως θα είναι απαράδεκτα θέματα που θα εισάγονται επ΄ ευκαιρία της εκκρεμούς δίκης και δεν θα ασκούν επιρροή σε αυτήν ή θέματα για τα οποία ήδη υπάρχει σαφής νομολογία του ΣτΕ ή του ΑΕΔ. 

Η νομική φύση της αίτησης του διαδίκου προς την Επιτροπή : Θεωρώ ότι πρόκειται για μια απλή διαδικαστική αίτηση , όπως επί παραδείγματι η αίτηση προτίμησης δικασίμου. Δεν μπορεί καν να θεωρηθεί ότι αποτελεί  ένδικο βοήθημα επικουρικό του κυρίως ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος ή μέσου. Πάντως εφόσον υποβάλλεται ενώπιον του ΣτΕ , διέπεται από την ακυρωτική δικονομία και θα πρέπει να υπογράφεται από πληρεξούσιο δικηγόρο και όχι από το διάδικο με βάση τα γενικώς δικονομικά ισχύοντα για τις δίκες ενώπιον του ΣτΕ (αρθ.17 πδ 18/89). Καταβολή παραβόλου δεν προβλέπεται. Είναι όμως σκόπιμη η θέσπιση και μάλιστα υψηλού παραβόλου, διότι κατά την γνώμη μου έτσι : α) θα αποτρέπονται οι δοξομανείς διάδικοι που ενδεχομένως να βλέπουν την αίτηση για πιλοτική ως μέσο δημιουργίας εντυπώσεων και ως μια αφορμή επικοινωνίας τους με τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας με σκοπό την εφήμερη δημοσιοποίηση της υπόθεσης τους και του ονόματός τους ενώ  το κυρίως ένδικο βοήθημα τους είναι πρόδηλα απαράδεκτο ή αβάσιμο , β) θα αποτρέπονται  οι  δικομανείς διάδικοι που ενδεχομένως να  βλέπουν το Συμβούλιο της Επικρατείας ως το «προϊστάμενο»  Δικαστήριο που θα «βάλει στη θέση του» το κατώτερο Διοικητικό Δικαστήριο που εκκρεμεί η υπόθεση τους και γ) θα περιοριστεί η λειτουργία του θεσμού μόνο στις πραγματικά σοβαρές υποθέσεις αφού αυτή είναι εξ΄άλλου η  ratio του νόμου .

Σε κάθε περίπτωση η αίτηση καθορίζει το θέμα του γενικότερου ενδιαφέροντος και δεν μπορεί η Επιτροπή να την υπερβεί προσθέτοντας και άλλα μη τιθέμενα ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος.

Συνακόλουθα η πράξη της Τριμελούς Επιτροπής του ΣτΕ,   έχει χαρακτήρα  δικαστικής πράξης,  όχι δικαστικής απόφασης και  δεν χρήζει υποχρεωτικής αιτιολογίας. Συνεπώς  η απορριπτική πράξη της Επιτροπής δεν παράγει δεδικασμένο ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί νομολογιακό προηγούμενο.

Οι δικονομικές συνέπειες της έναρξης της πιλοτικής δίκης :   1) Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα : Εφόσον η αίτηση γίνει δεκτή και εκδοθεί θετική πράξη από την Τριμελή Επιτροπή ή στην  περίπτωση της παρ.2 εφόσον το διοικητικό Δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση εκδώσει προδικαστική-παραπεμπτική απόφαση, η υπόθεση υποχρεωτικά εισάγεται, εν συνόλω (in globo) , με πράξη του Προέδρου προς εκδίκαση στο αρμόδιο τμήμα του ΣτΕ ή  την Ολομέλεια. Έτσι το ΣτΕ αποκτά δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαφοράς καταρχήν, στο σύνολο της και όχι  μόνο ως προς το θέμα του γενικότερου ενδιαφέροντος. Εφαρμοζόμενη δικονομία πρέπει να είναι τουλάχιστον ως προς τα διαδικαστικά θέματα,  παράσταση δικηγόρων, παράβολα  κλπ,  η ακυρωτική (πδ18/89).

Το ΣτΕ βεβαίως μπορεί , εφόσον επιλύσει το γενικότερης σημασίας ζήτημα ή να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει συνολικά ή την παραπέμψει περαιτέρω στο αρμόδιο διοικητικό Δικαστήριο, ιδίως όταν πρέπει να εκκαθαριστεί κατά το πραγματικό της μέρος.

2)  Ανασταλτικό αποτέλεσμα :  Η πράξη της Επιτροπής ή η παραπεμπτική απόφαση  από της δημοσιεύσεως τους σε δυο εφημερίδες των Αθηνών, συνεπάγονται την υποχρεωτική   αναστολή όλων των εκκρεμών διοικητικών δικών  στις οποίες τίθεται το συγκεκριμένο ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος ως κύριο ή παρεμπίπτον ζήτημα. Είναι, νομίζω, σαφές ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα αφορά μόνο τα Διοικητικά Δικαστήρια με  όμοιο θέμα και όχι Δικαστήρια άλλων Δικαιοδοσιών στα οποία μπορεί ομοίως να έχει προκύψει το ίδιο γενικότερης σημασίας θέμα. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ναι μεν μπορεί με μια πρώτη ματιά να θεωρήσει κάποιος ότι αυτή η αναστολή δικών αποτελεί καθυστέρηση και όχι επιτάχυνση , αλλά θα πρέπει επίσης ν’ αναλογιστεί ότι το σοβαρό αυτό νομικό θέμα γενικότερης σημασίας , σε ελάχιστο αναλογικά με το παρελθόν χρόνο, θα έχει αποκτήσει νομολογιακή γραμμή και άρα ασφάλεια εφαρμογής δικαίου, χάρη στη πιλοτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεπώς ακόμη και μια πολύμηνη αναστολή των συναφών δικών όταν μάλιστα ο διοικούμενος έχει την δυνατότητα της προσωρινής δικαστικής προστασίας δεν μπορεί να συγκριθεί με την νομολογιακή αβεβαιότητα που επικρατούσε επί χρόνια μέχρι το κρίσιμο νομικό θέμα να επιλυθεί αναιρετικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Θα πρότεινα προσθέτως, να προβλεφθεί νομοθετικά,  για την αποφυγή ασκόπων δικών και πλήρη ενημέρωση των ενδιαφερομένων πρωτίστως νομικών , πέραν της ως άνω δημοσιεύσεως , να γίνεται και υποχρεωτική ανάρτηση της πράξης της Επιτροπής ή της παραπεμπτικής απόφασης στις ιστοσελίδες του ΣτΕ  και των Δικηγορικών Συλλόγων καθώς και ανάρτηση  σε όλα τα Διοικητικά Δικαστήρια και στους Δικηγορικούς Συλλόγους.

3) Δικαίωμα  παρεμβάσεως :  κάθε τρίτο πρόσωπο που τυγχάνει να είναι διάδικος σε άλλη διοικητική δίκη που τίθεται το ίδιο θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος,  μπορεί να παρέμβει και να προβάλει τους νομικούς ισχυρισμούς του κατά τη συζήτηση στο ΣτΕ.  Ρητά ορίζεται ότι εάν απορριφθεί η παρέμβαση αυτή, δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη καθώς και ότι η μη άσκηση της παρέμβασης αυτής δεν δημιουργεί δικαίωμα τριτανακοπής στην ενώπιον του ΣτΕ δίκη. Κατά τα λοιπά εφαρμογή πρέπει να έχει το άρθρο 49 του πδ 18/89 , εφόσον ο νομοθέτης του 3900 δεν ορίζει διαφορετικά .

Η νομική φύση της απόφασης του ΣτΕ : Η απόφαση του ΣτΕ που εκδίδεται κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν.3900/10 , δηλαδή μετά από αίτημα του διαδίκου, εφόσον επιλύει το τεθέν γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα και εκδικάζει εν γένει την ενώπιον του μεταφερθείσα διαφορά , δεσμεύει τους διαδίκους και παράγει δεδικασμένο έναντι τους. Παράλληλα δεσμεύει και τους τρίτους παρεμβάντες για το ζήτημα του γενικότερου ενδιαφέροντος που επιλύθηκε. Στην περίπτωση της παρ.2 , δηλαδή της προδικαστικής παραπομπής, η απόφαση είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει  για το θέμα αυτό και τους παρεμβάντες ενώπιον  του. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η απόφαση  του ΣτΕ , ως προς το κριθέν θέμα νομικό ζήτημα , δημιουργεί νομολογία, που ήταν εξ΄άλλου και το επιδιωκόμενο από τη ratio του νόμου, η οποία , όπως συνάγεται από τον ερμηνευτικό συνδυασμό των άρθρων 1,2 και 12, κατευθύνει  όλα τα λοιπά Διοικητικά Δικαστήρια  και τους διαδίκους να ακολουθήσουν την δοθείσα λύση. Συνεπώς παράγεται θα λέγαμε μια «εν τοις πράγμασι» δεσμευτικότητα που επιβάλλει για λόγους πρακτικούς και ασφάλειας δικαίου την τήρηση μιας ενιαίας πλέον νομολογιακής αντιμετώπισης ίδιου νομικού ζητήματος . Ανεξάρτητα όμως από αυτή την ρεαλιστική δεσμευτικότητα αλλά και πρακτικότητα της πιλοτικής απόφασης,  κάθε Διοικητικό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ.4 του Συντάγματος,  ιδίως μετά την πάροδο εύλογου  χρόνου , όταν συνήθως έχουν μεταβληθεί οι κοινωνικές συνισταμένες, μπορεί να εκδώσει αντίθετη απόφαση με σκοπό την εκ νέου θεώρηση του θέματος από το ΣτΕ και την αλλαγή της υφιστάμενης νομολογίας.

Κατά την άποψη μου η μεγαλύτερη συνέπεια δεν είναι η δεσμευτικότητα ή το δεδικασμένο που παράγει  η «πιλοτική» απόφαση στον ούτως ή άλλο μικρό αριθμό των διαδίκων , αλλά το γεγονός ότι χιλιάδες ενδιαφερόμενα με συναφείς υποθέσεις τρίτα πρόσωπα που δεν κατέστησαν διάδικοι στη πιλοτική δίκη, βλέπουν σε σύντομο χρόνο ποια είναι η νομολογιακή θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του σοβαρού νομικού ζητήματος και αναλόγως πράττουν, δηλαδή είτε παραιτούνται από τα τυχόν ασκηθέντα ένδικα βοηθήματα τους είτε  τα ασκούν, εφόσον έχουν προθεσμία, ή τα συνεχίζουν με  διαυγέστερη πλέον εικόνα για την έκβαση τους.  Αυτή η συνέπεια της προτροπής ή αποτροπής είναι το μεγάλο, μη δικονομικό αποτέλεσμα της  πιλοτικής απόφασης, σε συνδυασμό βέβαια με το ενοποιητικό-κατευθυντήριο αποτέλεσμα της.

Έως τώρα, δηλαδή στους 11 πρώτους μήνες που λειτουργεί ο θεσμός έχουν υποβληθεί τριάντα δύο (32) αιτήματα διαδίκων (παρ.1) για πιλοτική δίκη, εκ των οποίων τα είκοσι (20) απερρίφθησαν από την Τριμελή Επιτροπή, εννέα (9) έγιναν δεκτά και ήδη  εκκρεμούν προς εκδίκαση έχουν εκδικασθεί και αναμένεται απόφαση  , δυο (2) εκκρεμούν προς κρίση στην Τριμελή Επιτροπή και σε ένα (1) υποβλήθηκε παραίτηση . Η πρώτη αίτηση αφορούσε εκκρεμή ακυρωτική δίκη του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης (νομιμότητα πολεοδομικής άδειας) και ετίθετο το σφόδρα επίκαιρο θέμα της συνταγματικότητας του Ν. 3883/10 περί νομιμοποιήσεως των ημιυπαίθριων χώρων. Ήδη η υπόθεση αυτή εξεδικάσθη λόγω της τεθείσης αντισυνταγματικότητας και σπουδαιότητας  από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 7/10/2011 και περιμένουμε την έκδοση της  «πιλοτικής» απόφασης σε  αυτό το τόσο σημαντικό και μαζικό θέμα. Η δεύτερη υπόθεση αφορούσε την συνταγματικότητα  της διάταξης του άρθρου 45παρ.1 του ίδιου του  ν.3900/10 που αντικαθιστούσε  την παρ.3 του άρθρου 277 του ΚΔΔ και όριζε ότι επί φορολογικών υποθέσεων προσκομίζεται αναλογικό παράβολο  και μάλιστα ότι η ρύθμιση καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς δίκες. Η υπόθεση αυτή αν και κρατήθηκε στην Ολομέλεια για να συζητηθεί εν τέλει το θέμα το ρύθμισε ο νομοθέτης με το Νόμο 3944/2011 (Α΄165, 25-7-11) άρθρο 65 παρ.7 και ορίσθηκε ότι τελικά η διάταξη δεν καταλαμβάνει τις εκκρεμείς υποθέσεις. Η τρίτη υπόθεση αφορούσε αίτηση αναστολής και ήδη εξεδικάσθη και εξεδόθη η  υπ΄αριθμ. 496/2011 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών της Ολομέλειας του ΣτΕ, και πρέπει να θεωρηθεί ως η πρώτη απόφαση που εκδίδεται με το νέο θεσμό της πιλοτικής δίκης . Την ως άνω απόφαση προκάλεσε αίτηση διαδίκου που είχε ασκήσει αναστολή του άρθρου 228 ΚΔΔ συνεπεία ήδη ασκηθείσης ανακοπής του αρθ. 217 ΚΔΔ.  Με την αίτησή του ο διάδικος έθετε προς την Επιτροπή του άρθρου 1  ζήτημα συμφωνίας προς το Σύνταγμα των διατάξεων του άρθρου 202 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν. 2719/1999, Α. 97) περί των προϋποθέσεων της αναστολής, (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 του ν. 3900/2011) και εφαρμόζεται αναλόγως και στην αναστολή το 228 ΚΔΔ,  ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος με  συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Η ως άνω τριμελής Επιτροπή  του ΣτΕ, με την υπ’ αριθ. ΠΑ 10/7.6.2011 πράξη της, αποφάσισε να δεχθεί το εν λόγω αίτημα και κατόπιν τούτου ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την από 24.6.2011 πράξη του, εισήγαγε την κρινόμενη αίτηση στην Επιτροπή Αναστολών της Ολομελείας, αφού τίθετο θέμα αντισυνταγματικότητας. Η Επιτροπή Αναστολών της Ολομέλειας έκρινε λοιπόν  ότι το άρθρο 34 του ν.3900/10 είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα και ειδικότερα έκρινε  επί  δυο θεμάτων γενικότερου ενδιαφέροντος : Α) Για την κατάργηση της δυσχερώς επανορθώσιμης  βλάβης , από το άρθρο 202 ΚΔΔ. Ειδικότερα ως προς το θέμα αυτό δέχθηκε ότι ο όρος αυτός ήταν ισοδύναμος,  κατά την μέχρι τώρα νομολογία του ΣτΕ, με την ανεπανόρθωτη βλάβη . Ειδικότερα ως «ανεπανόρθωτη»  βλάβη, νοείται όχι μόνον η κατά κυριολεξίαν μη αναστρέψιμη, αλλά και εκείνη, της οποίας η αποκατάσταση, υπό τις συγκεκριμένες οικονομικές και λοιπές συνθήκες, είναι για τον διάδικο δυσχερής σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αδυνατεί πράγματι να την επιτύχει. Με το δεδομένο αυτό, η επίμαχη νέα ρύθμιση του άρθρου 202 παρ. 1 του ΚΔΔ, απαλείφοντας την «δυσχερώς επανορθώσιμη» βλάβη από τους λόγους αναστολής, δεν επεδίωξε, κατ’ ουσίαν, περιορισμό των λόγων που, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλουν την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, αλλά απέβλεψε, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, στην αντιμετώπιση των προβλημάτων «εφαρμογής» που είχαν ανακύψει λόγω της έως τότε διατυπώσεως της επίμαχης διατάξεως, με την εφαρμογή της, δηλαδή, και σε περιπτώσεις «δυσχερώς επανορθώσιμης» βλάβης, οι οποίες δεν ισοδυναμούσαν με «ανεπανόρθωτη» κατά τ’ ανωτέρω βλάβη και δεν δικαιολογούσαν, ως εκ τούτου, στην πραγματικότητα τη χορήγηση αναστολής. Υπό την έννοια, αυτή, συνεπώς, η συγκεκριμένη νέα ρύθμιση του άρθρου 202 παρ. 1 του ΚΔΔ, μη θίγουσα τον πυρήνα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, δεν αντιβαίνει στην διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, λαμβανομένoυ μάλιστα υπόψη ότι, η διαπίστωση συνδρομής της βλάβης στην συγκεκριμένη περίπτωση ανήκει πάντοτε στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

Β) Το δεύτερο γενικότερης σημασίας ζήτημα αφορούσε τη νέα ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου 202 του ΚΔΔ  που  εισάγει, προκειμένου περί φορολογικών, τελωνειακών και διαφορών με χρηματικό αντικείμενο, περιορισμούς στην εξουσία του δικαστηρίου της αναστολής ως προς τον τρόπο με τον οποίο αυτό μπορεί να χορηγήσει προσωρινή δικαστική προστασία στον αιτούντα. Η επιτροπή αναστολών της Ολομέλειας έκρινε ότι  στις κατηγορίες αυτές διαφορών, σε περίπτωση αποδοχής του αιτήματος προσωρινής δικαστικής προστασίας, δεν αναστέλλεται η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης καθ’ εαυτή, αλλά απαγορεύεται η λήψη από την Διοίκηση των αναφερομένων στην παράγραφο 1 μέτρων, εφόσον ο αιτών επικαλείται ως λόγο αναστολής ανεπανόρθωτη βλάβη από την λήψη των συγκεκριμένων μέτρων. Πρόκειται δηλαδή για αναστολή ειδική και όχι γενική, αφού  είναι δυνατή η αναστολή μόνον ως προς τα συγκεκριμένα αυτά μέτρα. Εξαίρεση υπάρχει μόνο για την περίπτωση που το δικαστήριο εκτιμά ότι το κύριο ένδικο βοήθημα είναι προδήλως βάσιμο οπότε είναι δυνατή η γενική αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως. Περίπτωση δε πρόδηλης βασιμότητας του κυρίου ενδίκου βοηθήματος συντρέχει ιδίως, όταν αυτό βασίζεται σε πάγια νομολογία ή σε νομολογία της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και, πάντως, όχι όταν πιθανολογείται απλώς η ευδοκίμησή του. Υπό το περιεχόμενο αυτό, εφ’ όσον τα μέτρα, τα οποία μπορεί να λάβει το Δημόσιο σε περίπτωση μη πληρωμής χρηματικής αξιώσεώς του, προβλέπονται στον νόμο (ιδίως δε στον Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, ν.δ. 356/1974, Α. 90) και είναι συγκεκριμένα, η απαγόρευση, μετά από επίκληση συγκεκριμένων ισχυρισμών, λήψεως κάποιου ή κάποιων από τα μέτρα αυτά αποτελεί, επαρκή προσωρινή προστασία για τον αιτούντα και έτσι  η νέα ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου 202 του ΚΔΔ δεν περιορίζει δυσανάλογα το δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας και, ως εκ τούτου, δεν είναι αντίθετη στα άρθρα 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Αξίζει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή Αναστολών εν συνεχεία κράτησε την αίτηση αναστολής, η οποία κανονικά θα εξεδικάζετο από τοπικά αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο κατά τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας,  και την δίκασε στην ουσία της χορηγώντας εν μέρει αναστολή στον αιτούντα ως προς την πράξη  κατάσχεσης της οικίας του.

Ι.Β.  Η κατά παρέκκλιση  αναίρεση ή έφεση (άρθρο 2).

Η  διάταξη είναι τέκνο  αφενός της υπερβολικής αύξησης εκείνων των διοικητικών διαφορών που σύμφωνα με τον οικείο νόμο κρίνονται ανέκκλητα από τα Διοικητικά Δικαστήρια  και αφετέρου του συστήματος του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των τυπικών νόμων, που επιτρέπει την κήρυξη της αντισυνταγματικότητας νόμου από κάθε Ελληνικό Δικαστήριο επ΄ευκαιρία  της διαφοράς που εκδικάζει (αρθ.93παρ.4 Σ). Ήδη είχαν αρχίσει να  δημιουργούνται  σοβαρά νομικά ζητήματα, αφού υπήρχαν αποφάσεις Διοικητικών Δικαστηρίων  που έκριναν διάφορους νόμους ως αντισυνταγματικούς χωρίς να υπάρχει κρίση περί αυτών από το ΣτΕ και μάλιστα από την Ολομέλεια του, όπως επιτάσσει η παρ.5 του άρθρου 100  του Συντάγματος . Η νέα αυτή διάταξη εκτιμώ ότι θα λειτουργήσει θετικά και ήταν αναγκαία ενόψει της τάσης  διεύρυνσης του ανέκκλητου .Υπάρχει όμως ορατός κίνδυνος, ιδίως κατά την έναρξη λειτουργίας της διάταξης,  να κατακλυστεί το ΣτΕ από«κατά παρέκκλιση»αναιρέσεις για ελάσσονος σημασίας  μικροδιαφορές, φορολογικού ή τελωνειακού κυρίως  χαρακτήρα και για το λόγο αυτό θα πρέπει οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης να ερμηνευθούν στενά από την νομολογία του Δικαστηρίου .

Από την  αδιάστικτη διατύπωση του άρθρου (γίνεται χρήση του όρου «..κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη…»),  είναι σαφές ότι εισάγεται  με το άρθρο 2 του ν. 3900/10 εξαίρεση από το άρθρο 56 του πδ 18/89 που ορίζει ότι με αναίρεση προσβάλλονται οι τελεσίδικες κατ΄ έφεση αποφάσεις.

Προϋποθέσεις  εφαρμογής της διάταξης είναι :  1) να έχει εκδοθεί  οριστική απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου είτε ουσίας, είτε ακυρωτικού σχηματισμού που να  έχει κρίνει διάταξη τυπικού νόμου ως αντίθετη προς το Σύνταγμα ή προς άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, όπως επί παραδείγματι οι διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί με νόμο ή οι γενικώς παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου (αρθ.28παρ.1 Σ και 36Σ) ή  οι πρωτογενείς ή δευτερογενείς κανόνες της Ευρωπαϊκής ένωσης (Συνθήκες , Κανονισμοί, οδηγίες κ.λπ). Αντίθετα σαφώς συνάγεται ότι η διάταξη δεν μπορεί να εφαρμοστεί, όταν το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε διάταξη κανονιστικού διατάγματος ή πράξης (ουσιαστικού νόμου) ως αντίθετη στο Σύνταγμα . Η οριστική αυτή απόφαση μπορεί να είναι και εκκλητή. Δεν απαιτείται δηλαδή η απόφαση να ορίζεται ως ανέκκλητη από το νόμο ή να έχει καταστεί  ανέκκλητη, διότι παραδείγματος χάριν χάθηκε η προθεσμία της εφέσεως ή  η έφεση ασκήθηκε και απορρίφθηκε. Λογικά  εφόσον  ο διάδικος προτιμήσει ν’ ασκήσει κατά «παρέκκλιση» αναίρεση, αν και η οριστική απόφαση προσβαλλόταν  με έφεση,  θα πρέπει να προσέξει να μην χάσει έτσι την προθεσμία της εφέσεως. Συνεπώς φρονώ ότι θα πρέπει να ασκήσει εμπρόθεσμη έφεση  της οποίας όμως η εκκρεμοδικία δεν κωλύει την εν συνεχεία άσκηση της απρόθεσμης κατά παρέκκλιση αναίρεσης για το συνταγματικό ζήτημα. Εν συνεχεία , αφού  επιλυθεί το συνταγματικό ζήτημα , το ΣτΕ θα παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο εφετείο προς περαιτέρω εκδίκαση (βλ. αρθ.2 infine).

ΠΡΟΣΟΧΗ : Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εν όψει και του σκοπού της θέσπισής της, αίτηση αναίρεσης κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, χωρεί ΜΟΝΟ σε περίπτωση κατά την οποία η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου διαλαμβάνει ρητή και απερίφραστη σκέψη σχετικά με αντίθεση διάταξης τυπικού νόμου προς το Σύνταγμα ή άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και δεν αρκεί η απλή αναφορά στη μείζονα σκέψη της κάποιων σχετικών  συνταγματικών άρθρων.

2) Το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας να τίθεται για πρώτη φορά ,υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει ήδη για το θέμα αυτό οριστική απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ  , αφού μετά την αναθεώρηση του 2001 το Σύνταγμα επιβάλλει την επίλυση των θεμάτων της αντισυνταγματικότητας από την Ολομέλεια του ΣτΕ ακόμη και εάν το ίδιο θέμα είχε κριθεί προ του 2001 από τμήμα του ΣτΕ .   

Εάν η οριστική απόφαση που έκρινε νόμο ως αντισυνταγματικό είναι πρωτοβάθμιου ακυρωτικού δικαστηρίου, τότε ασκείται κατ΄ αυτής έφεση ακόμη και εάν εκ του νόμου πρόκειται για ανέκκλητη απόφαση (αρθ.5Α του ν.702/77). Προβληματισμός μπορεί να υπάρξει για τις οριστικές αποφάσεις των διοικητικών εφετείων επί υπαλληλικής προσφυγής. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί  ότι ασκείται  κατά παρέκκλιση αναίρεση και όχι έφεση, αφού πρόκειται για διαφορά ουσίας.

Έννομο συμφέρον – Ενεργητική νομιμοποίηση : Την κατά παρέκκλιση αναίρεση ή ακυρωτική έφεση επιτρέπεται να ασκήσουν μόνο οι διάδικοι της αρχικής δίκης όπου κρίθηκε το θέμα της αντισυνταγματικότητας και όχι τρίτα πρόσωπα. Ο νεοπαγής δηλαδή θεσμός δεν πρέπει να συγχέεται με την αναίρεση ή την έφεση υπέρ του νόμου (αρθ.57παρ.1 ν. 3900/11 και 53 παρ.5 και 58 παρ.4 του πδ 18/89).

Η απόφαση του ΣτΕ για το θέμα της αντισυνταγματικότητας σαφώς είναι απόλυτα δεσμευτική για το αρμόδιο Δικαστήριο και τους διαδίκους. Εφόσον το ΣτΕ επιλύσει το θέμα της αντισυνταγματικότητας και εξαφανίσει την αρχική απόφαση του διοικητικού Δικαστηρίου, στη συνέχεια μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση προς νέα εκδίκαση από το αρμόδιο Δικαστήριο, αλλά μπορεί επίσης, αναλόγως με την περίπτωση να την κρατήσει και να τη δικάσει εν συνόλω, αφού με το αναθεωρημένο το 2001  άρθρο 94 του Συντάγματος δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του συστήματος διάκρισης των διοικητικών διαφορών σε ακυρωτικές και ουσίας.

Προθεσμία :  Με επιχείρημα από την γραμματολογική διατύπωση της διάταξης που  αναγράφει «….κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη…» ,  η κατά παρέκκλιση αναίρεση ή έφεση ασκείται απρόθεσμα, δηλαδή  κατά παρέκκλιση και από τις διατάξεις περί προθεσμιών.

Ι.Γ.    Η βελτίωση του θεσμού της πρότυπης δίκης (άρθρο 57 παρ.2).

                Ως γνωστό με το άρθρο 39 του ν.3659/08 εισήχθη για πρώτη φορά στη χώρα μας ο Γερμανικός προέλευσης θεσμός της  πρότυπης δίκης (Musterprozess) .

Με το άρθρο 57 παρ.2 του νέου νόμου ενισχύεται ο θεσμός αφού : α) δίδεται η δυνατότητα εκτός της αυτεπάγγελτης εκκίνησης της πρότυπης δίκης από τον Επίτροπο και σε τρίτα πρόσωπα , ήτοι οι διευθύνοντες τα διοικητικά Δικαστήρια, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι και ο Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους , να υποβάλλουν αίτημα για έναρξη της, και  β) εφόσον ο Επίτροπος κρίνει ότι η επίλυση της διαφοράς σχετίζεται με  σημαντικό νομικό ζήτημα και ζητά την κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης ,αναστέλλεται η εκδίκαση όλων των σχετιζομένων δικών  έως την δημοσίευση οριστικής απόφασης από το ΣτΕ. Η αναστολή δεν εμποδίζει την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας.

                ΙΙ.    ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΟΙ  ΜΕΤΡΑ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΚΥΡΩΤΙΚΗΣ ΕΦΕΣΕΩΣ.

ΙΙ. Α. 3.   Η αναίρεση του Δημοσίου είναι απαράδεκτη χωρίς την θετική γνώμη του ΝΣΚ (άρθρο 3).

Με το άρθρο 3 επαναφέρεται ως προϋπόθεση παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως που ασκεί το δημόσιο καθώς και τα ν.π.δ.δ που δικαστικά εκπροσωπούνται από το Ν.Σ.Κ (Ι.Κ.Α, Ο.Γ.Α) ή η νομική τους υπηρεσία διεξάγεται από αυτό (πχ Γεωπονική Σχολή, Πολυτεχνείο, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, ΔΟΑΤΑΠ κ.α)  η γνωμοδοτική  παρέμβαση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους . Αρχικά παρόμοιος περιορισμός προβλεπόταν με το άρθρο 12 του ν. 2298/95 αλλά  καταργήθηκε με το άρθρο 13 παρ. 9 του ν.3790/2009. Όμως αυτή η πρόσθετη προϋπόθεση παραδεκτού της αναιρέσεως, κατά ρητή νομοθετική εξαίρεση,  δεν συντρέχει για τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα λοιπά ν.π.δ.δ , τα οποία δεν εκπροσωπούνται δικαστικά από το ΝΣΚ ή δεν διεξάγεται η νομική τους υπηρεσία από αυτό. 

Ειδικότερα το άρθρο 3 προβλέπει ότι μέσα σε τριάντα ημέρες από την άσκηση αίτησης αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, του οποίου η νομική υπηρεσία και η δικαστική εκπροσώ-πηση διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ή από μέλη του, το αναιρεσείον, με επιμέλεια του υπο¬γράφοντος το αναιρετήριο δικαστικού πληρεξουσίου, αποστέλλει στο Ν.Σ.Κ. αντίγραφο του αναιρετηρίου, των προσβαλλόμενων αποφάσεων, των εισαγωγικών εγγράφων της κύριας δίκης και των παρεμπιπτουσών δικών, καθώς και των υπομνημάτων των διαδίκων. Μέσα σε τρεις μήνες από την άσκηση της αίτησης, εκφράζει τη γνώμη του για το παραδεκτό και το βάσιμο τουλάχιστον ενός, από τους λόγους της, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και τη νομολογία του οικείου δικαστηρίου. Αν μέσα στην προθεσμία αυτή, το αναιρεσείον δεν καταθέσει στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο έχει κατατεθεί η αναίρεση, κυρωμένο αντίγραφο θετικής γνώμης, η αίτηση αναιρέσεως θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και δεν διαβιβάζεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση μόνον ως προς τους λόγους του αναιρετηρίου, και ως προς τους προσθέτους, για τους οποίους υπάρχει ήδη θετική γνώμη του Νομικού Συμ¬βουλίου του Κράτους.

Ήδη για την ενεργοποίηση της διάταξης έχει εκδοθεί η υπ΄αριθμ. 45/21-2-2011 (ΦΕΚ Β΄, φ.427 17-3-11) απόφαση του Προέδρου του ΝΣΚ με την οποία ορίζεται ως  αρμόδιο όργανο γνωμοδότησης  το κάθε φορά αρμόδιο τμήμα του ΝΣΚ (αρθ.5 παρ.1 και 3 του ν.3086/2002). Για υποθέσεις όμως  ομοειδείς των οποίων τα κρίσιμα ζητήματα έχουν ήδη αντιμετωπισθεί από το αρμόδιο τμήμα , ορίζεται αρμόδια η Τριμελής Επιτροπή  του αρθ.5 πα.ρ1 και 5 του ν.3086/02.

Κριτικά θεωρώ  ότι η διάταξη , παρά τις αγαθές προθέσεις της, λίγα έχει να εισφέρει στην επιτάχυνση  των δικών διότι : α)  Το δημόσιο σε κάθε περίπτωση μπορεί εύκολα να παρακάμπτει το τυπικό αυτό εμπόδιο με θετική γνωμοδότηση. Μάλιστα θα είναι σκόπιμο να το κάνει , ιδίως σε μεγάλες υποθέσεις  που ενδιαφέρουν το σύνολο του  Ελληνικού λαού, ώστε να μην μπορεί κανείς καλοθελητής να ρίξει σκιά ή υπόνοια στην υπεράσπισή του. Συνεπώς θα δίνει την «καυτή πατάτα» στο ΣτΕ το οποίο, εάν υπάρχει αντίθετη νομολογία, θα κηρύσσει  αυτό με απόφασή του απαράδεκτη την αναίρεση σύμφωνα με το άρθρο 12 του 3900/10, β) εξαιρούνται από αυτήν  αδικαιολόγητα το σύνολο των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ των οποίων ομοίως η υπεράσπιση γίνεται πλέον κατά κανόνα από διορισμένους με πάγια αντιμισθία δικηγόρους και άρα κατά τεκμήριο εξειδικευμένους σε θέματα δημοσίου δικαίου.

ΙΙ.Β. Η νομολογία του ΣτΕ αποτελεί ειδική προϋπόθεση παραδεκτού της αναιρέσεως και της ακυρωτικής εφέσεως (Άρθρο 12 παρ.1 που αντικαθιστά παρ.3  αρθ.53 και 58 παρ1 του πδ 18/89).

Με την  νέα ρύθμιση για να είναι παραδεκτή η αίτηση αναιρέσεως ή η ακυρωτική έφεση θα πρέπει ο διάδικος να επικαλείται  , με τρόπο ειδικό και ορισμένο , στο δικόγραφο της αναιρέσεως ή της εφέσεως : α) είτε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη σε συγκεκριμένη  νομολογία του ΣτΕ  ή άλλου ανωτάτου Δικαστηρίου (Ελεγκτικού συνεδρίου, Αρείου Πάγου, Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου και θεωρώ και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ)  β) είτε ότι δεν υπάρχει ακόμη νομολογία γιατί η αναιρεσιβαλλομένη αντιμετώπισε καινοφανές θέμα που συνήθως θα προκύπτει από νεοθεσπισθέντες νόμους . Τον όρο «νομολογία» , εφόσον ο νομοθέτης τον θέτει χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση, θα πρέπει να τον νοήσουμε ευρύτατα, δηλαδή αρκεί και μια και μόνο απόφαση του ΣτΕ, που να ορίζει το αντίθετο με την προσβαλλόμενη για να καταστήσει παραδεκτή την αναίρεσή μας.

Εξ’ αντιδιαστολής συνάγεται ότι αποκλείεται και απορρίπτεται ως απαράδεκτη η  αίτηση αναιρέσεως, όταν η προσβαλλομένη απόφαση έχει ακολουθήσει  την νομολογία   του ΣτΕ ή άλλου ανώτατου Δικαστηρίου. Αντίθετα, εάν υφίσταται αντιφατική νομολογία των τμημάτων του ΣτΕ ή αντίθεσή του ΣτΕ με την νομολογία άλλων ανωτάτων Δικαστηρίων ή του ΕΔΔΑ ή του  ΔΕΕ, η δε προσβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ακολούθησε μια από τις αντίθετες νομολογιακές απόψεις των ανωτάτων Δικαστηρίων , τότε είναι πρόδηλο ότι ο διάδικος παραδεκτά ασκεί την αναίρεση ή την ακυρωτική έφεση επικαλούμενος την αντίθετη νομολογία. 

Ο διάδικος θα πρέπει , για να μην απορριφθεί πρωτίστως ως αόριστη η αναίρεσή του ή η ακυρωτική έφεσή του, να επικαλείται στο ίδιο το δικόγραφο της αναιρέσεως ή της ακυρωτικής εφέσεως , ειδικά τις αποφάσεις προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση καθώς και το υπ’ αυτών κριθέν νομικό ζήτημα και παράλληλα να αναφέρει τι δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση που έρχεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις αυτές. Οι μνημονευόμενες αποφάσεις θα πρέπει να ήταν επίσης ουσιώδες για την επίλυση των ενώπιον των δικαστηρίων εκείνων αχθεισών διαφορών . Κατά τα άλλα με την ύπαρξη της νομολογίας ως προϋπόθεση παραδεκτού της αναιρέσεως , αποδυναμώνεται ως λόγος ακυρώσεως η κατ΄ουσίαν εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου (παράβαση νόμου) ως λόγου αναιρέσεως, διατηρεί όμως την παλαιά δυναμική του ,  όταν επικαλούμαστε για το παραδεκτό της αναιρέσεως,  έλλειψη νομολογίας του ΣτΕ  .

Όπως προκύπτει από το υπ΄αριθμ. 4/2010 πρακτικό της Ολομέλειας του ΣτΕ ο νομοθέτης υιοθέτησε αυτούσια την προτεινόμενη κατά πλειοψηφία ρύθμιση ως την καλύτερη από τις προτεινόμενες λύσεις φιλτραρίσματος των αναιρέσεων και ακυρωτικών εφέσεων, κυρίως λόγω του αντικειμενικού κριτηρίου που  θέτει . Αιτία ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός των εκκρεμών αναιρέσεων  ιδίως από πλευράς δημοσίου.

Η ρύθμιση κατακρίθηκε από την αντιπολίτευση κατά την ψήφιση του Νόμου   ,από την μεγαλύτερη μερίδα του νομικού κόσμου αλλά και από την επιστημονική υπηρεσία της Βουλής κυρίως, διότι δήθεν αναγορεύει την νομολογία του ΣτΕ σε πηγή δικαίου εισάγοντας τον αγγλοσαξονικό θεσμό του «προηγούμενου» και κυριότερα την παγιώνει χωρίς  δυνατότητα μεταβολής της παρά μόνο με πράξη νομοθετικού οργάνου  .

Κατά την άποψη μου οι ανωτέρω επικριτικές θέσεις  είναι υπερβολικές και αυτό διότι : α) ουδείς  μπορεί να αγνοήσει ότι η νομολογία του ΣτΕ τυπικά μεν δεν αποτελεί πηγή δικαίου , ουσιαστικά όμως είναι αυτή που από το 1929 έως σήμερα έχει διαμορφώσει τις Γενικές Αρχές του διοικητικού δικαίου που αποτελούν πηγή του, β)  η «αλλαγή» της νομολογίας  όπως και των νόμων , όταν γίνεται σε σύντομο χρονικό διαστήματα, δεν θεωρείται υγιές νομικό φαινόμενο.  Η νομολογία είναι από την φύση της φαινόμενο συντηρητικό , αλλάζει αργά ,  όταν έχουν ωριμάσει τα κοινωνικά δρώμενα και δεν τα προκαταλαμβάνει αλλά τα επιστεγάζει, γ) κυρίως όμως η νέα  ρύθμιση του άρθρου 12 του ν.3900/10  δεν αποκλείει  την μεταβολή της νομολογίας διότι :

1) Οποιοδήποτε  διοικητικό Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει απόφαση  αντίθετη προς την μέχρι τότε νομολογία και έτσι να δημιουργήσει τη «σπίθα» για την αλλαγή της νομολογίας με την άσκηση αναιρέσεως από τον ηττηθέντα διάδικο. Φαινόμενο που είναι  σύνηθες στην Ελληνική δικαστηριακή πρακτική .

2)  Όπως προεξέθεσα αναλύοντας το άρθρο 1 η μεταβολή της νομολογίας  είναι θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος και μπορεί να επιτευχθεί και με την διαδικασία της «πιλοτικής» δίκης. Η θέση  μου αυτή έχει ισχυρό ιστορικό ερμηνευτικό επιχείρημα .

3) Τέλος η νομολογία μπορεί να αλλάξει και με αναίρεση υπέρ του Νόμου κατά τελεσίδικης αποφάσεως που ακολουθεί την νομολογία με σκοπό την αλλαγή της (αρθ.53παρ.5 πδ 18/89 και αρθ.57 παρ.1 του ν.3900/10).

ΙΙ.Γ.  Αυξάνεται το όριο ασκήσεως αναιρέσεως σε 40.000 € και άνω και για τις διοικητικές συμβάσεις σε 200.000 €  και άνω (αρθ.12 παρ. 1 που τροποποιεί την παρ. 4 του αρθ. 53 ).

Η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη και δεν ασκείται εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς που έκρινε το διοικητικό Δικαστήριο ουσίας είναι κάτω από 40.000 € και ειδικά στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις κάτω από 200.000 €.

Προκειμένου για διαφορές από ασφαλιστικές εισφο¬ρές, φόρους, δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα, πρόστιμα και λοιπές κυρώσεις, ως ποσό της διαφοράς νοείται το ποσό εισφοράς, φόρου κ.λπ., χωρίς  τις προσαυ¬ξήσεις και τους  πρόσθετους φόρους .

Δεν ισχύει το ως άνω χρηματικό κατώφλι και άρα προσβάλλονται ανεξαρτήτως ποσού αποφάσεις : α) για περιοδικές παροχές (δηλ. αποδοχές, συντάξεις κλπ), β) για τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη και γ)  για τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της.

Η νέα ρύθμιση δεν προβλέπει την δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως ανεξαρτήτως ποσού,  όταν η επίλυση της  διαφοράς έχει ευρύτερες οικονομικές συνέπειες για τον αναιρεσείοντα.  Νομίζω ότι η παράλειψη αυτή δημιουργεί πρόβλημα συνταγματικότητας της διάταξης , ενόψει και της νομολογίας της Ολομέλειας  και της έκτοτε πάγιας νομολογίας των τμημάτων, αφού περιορίζει δραστικά την προστασία του φορολογούμενου σε περιπτώσεις φορολογικών, ανέκκλητων προστίμων, τα οποία όμως αποτελούν αιτία για την εν συνεχεία αμφισβήτηση της ειλικρίνειας των βιβλίων και στοιχείων του από την φορολογική  αρχή (ΣτΕ Ολομ.3937/00, ΣτΕ  189/10, 1549/10) .

                ΙΙ. Δ.  Διευρύνεται ο κατάλογος των ανέκκλητων διαφορών που εκδικάζονται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από τα διοικητικά Εφετεία ( αρθ. 47 παρ.3 ).

Βλ. παρακάτω στο κεφάλαιο περί μεταφοράς ακυρωτικών αρμοδιοτήτων στα διοικητικά Δικαστήρια.

ΙΙΙ.  ΜΕΤΡΑ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗΣ ΤΗΣ ΑΚΥΡΩΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ.

                                ΙΙΙ. Α.     Δεν απαιτείται πλέον Προεδρικό διάταγμα για τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων των τμημάτων αλλά αρκεί απόφαση της Ολομέλειας (Άρθρο 4. παρ.1).  Ορθή η ρύθμιση , διότι η έκδοση Προεδρικού διατάγματος δεν προσέφερε τίποτα άλλο παρά καθυστέρηση στη λειτουργία του Ανωτάτου  Δικαστηρίου.

Παρ.3 : Η άρση της σύγκρουσης των αρμοδιοτήτων των τμημάτων θα γίνεται από τον Πρόεδρο του ΣτΕ με πράξη του.

Έτσι  πλέον, όταν ένα τμήμα του ΣτΕ κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, θα παραπέμπει με προδικαστική απόφαση την υπόθεση για να  αποφασίσει ο Πρόεδρος του ΣτΕ  με πράξη του .Δεν νομίζω ότι τίθεται  θέμα υποχρεωτικής αιτιολόγησης της πράξης του Πρόεδρου, αφού δεν  έχει το χαρακτήρα δικαστικής απόφασης, ενώ εξάλλου θα είναι αιτιολογημένη η προδικαστική-παραπεμπτική του τμήματος .  Η βούληση του ιστορικού νομοθέτη, για άμεση λύση του «εσωτερικού-διαδικαστικού» ζητήματος της αρμοδιότητας των τμημάτων κατά τρόπον «πραιτορικό»  αλλά και η γραμματική διατύπωση του άρθρου σε συνδυασμό με ότι σε κάθε περίπτωση η πράξη αυτή δεν έχει τουλάχιστον άμεσες δυσμενείς συνέπειες στους διαδίκους , οδηγούν στην άποψη ότι δεν απαιτείται αιτιολογία, διότι δεν πρόκειται περί οριστικής δικαστικής απόφασης κατά την έννοια των άρθρων 93παρ.2 και 3 του Συντάγματος. Αντίθετα με την διαδικασία αυτή διευκολύνεται η όσο το δυνατόν  γρηγορότερη επίλυση της διαφοράς από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η ρύθμιση σαφώς επιταχύνει την διαδικασία ενώπιον του ΣτΕ και είναι προς το συμφέρον των διαδίκων .

                                Παρ. 5 : προστίθεται παρά¬γραφος 8 στο άρθρο 14 του π.δ. 18/1989  όπου πλέον υπόθεση που εισήχθη λόγω σπουδαιότητας στην Ολομέλεια ή στην επταμελή σύνθεση Τμήματος μπορεί να εισαχθεί με νεότερη, ανακλητική πράξη του οικείου Προέδρου στο αρμόδιο Τμήμα, είτε στην πενταμελή σύνθεση, αντι¬στοίχως. Η ρύθμιση είναι απολύτως δικαιολογημένη διότι πολλές φορές το θέμα για το οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση ήδη επιλύθηκε  από προγενέστερη παραπεμπτική. Είναι σαφές ότι και εδώ δεν απαιτείται αιτιολογία για την πράξη του Προέδρου, διότι δεν πρόκειται περί δικαστικής απόφασης .

                ΙΙΙ. Β. Όταν η συζήτηση της υπόθεσης «ματαιώνεται» λόγω εκτάκτων περιστατικών, οι κοινοποιήσεις δεν επανα¬λαμβάνονται (  άρθρο 5  που προσθέτει νέο εδάφιο στην παράγραφο 5 του άρθρου 21 του π.δ. 18/1989).

Η ματαίωση της δίκης αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση  του συζητητικού συστήματος (βλ. αρθ.108 και 260 ΚΠολΔ)  και συνεπώς δεν ισχύει ως θεσμός στην ακυρωτική και εν γένει διοικητική δίκη, λόγω   του αντιθέτου ανακριτικού συστήματος που ισχύει σε αυτές (αρ.21 πδ 18/89 και 33 ΚΔΔ).  Συνεπώς ορθότερη η χρήση του όρου «αναβάλλεται» αντί ματαιώνεται».  Είναι γνωστό εξάλλου ότι πλέον τα εκθέματα του ΣτΕ αναρτώνται στην ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο και έτσι κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να λάβει γνώση εάν αναβλήθηκε ή συζητήθηκε η υπόθεσή του .

                ΙΙΙ. Γ. Καταργείται από την έκθεση εισηγήσεως η τοποθέτηση του Εισηγητή (αιτιολογημένη γνώμη) ως προς την παραδοχή ή την απόρριψη της αιτήσεως ακυρώσεως (  άρθρο 6  τροπ. το αρθ.22 του  πδ 18/89).

Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν καταργείται  ολικά η εισήγηση αλλά μόνο η τοποθέτηση του ως προς την παραδοχή ή απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος  ή μέσου και των λόγων του. Έτσι ο εισηγητής δεν επιτρέπεται να διατυπώσει γνώμη για την τύχη του ενδίκου βοηθήματος ακόμη και όταν αυτό είναι πρόδηλα απαράδεκτο , όπως παραδείγματος χάριν εάν τεθεί θέμα  κατά την συζήτηση της έλλειψης  νομιμοποίησης του υπογράφοντος την αίτηση ακυρώσεως δικηγόρου  συνεπεία ερημοδικίας του αιτούντος. Η ratio  του νομοθέτη, φρονώ ότι είναι ο εισηγητής να μην διαμορφώνει άποψη πριν την διάσκεψη και πολλώ δε μάλλον να  την ανακοινώνει στους διαδίκους. Θα πρέπει μόνο να επιμεληθεί της συλλογής των απαραίτητων στοιχείων για την εκδίκαση της υπόθεσης και εν συνεχεία μετά την επ΄ ακροατηρίου διαδικασία και συζήτηση της υποθέσεως στη διάσκεψη να καταλήξει μαζί με τους υπόλοιπους συναδέλφους του στην αιτιολογημένη  δικαστική του κρίση για την υπόθεση. Εάν τώρα τίθενται θέματα πρόδηλου απαραδέκτου προ της επ΄ ακροατηρίου συζητήσεως έχει πάντοτε την δυνατότητα εισαγωγής της υπόθεσης στο Συμβούλιο με την διαδικασία του 34Α του πδ 18/89.

Σύμφωνα με την νέα ρύθμιση ο εισηγητής φροντίζει για τη συγκέντρωση κάθε στοιχείου χρήσιμου για τη διερεύνηση της υπόθεσης και συντάσσει συνοπτική έκθεση, η οποία διαλαμβάνει το ιστορικό της διαφοράς, τα στοιχεία που βεβαιώνονται από τα έγγραφα και τα ζητήματα που ανακύπτουν. H έκθεση επισυνάπτεται στο φάκελο το αργότερο τρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση για να λάβουν γνώ¬ση οι διάδικοι. Εάν δεν επισυναφθεί, η υπόθεση, εφόσον υποβληθεί σχετική αίτηση από κάποιο διάδικο, αναβάλλεται υποχρεωτικώς σε μεταγενέστερη δικάσιμο, προκειμένου να επισυναφθεί η έκθεση εμπρο¬θέσμως στο φάκελο. Εξάλλου στην παρ. 3 ορίζεται ότι το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου33 του π.δ. 18/1989 αντικαθίσταται ως εξής:  «Η συζήτηση αρχίζει με την ανάγνωση από τον ειση¬γητή της έκθεσής του».

Πριν από κάθε κριτική στη νέα ρύθμιση θα πρέπει να επισημάνω ότι στα ασφαλιστικά μέτρα του ν.2522/95 και  ήδη του ν.3886/10 , δεν προβλέπεται καθόλου κατά την συζήτηση η διατύπωση και ανάγνωση εισηγήσεως. Η πρακτική αυτή λειτούργησε  έως σήμερα  χωρίς κανένα πρόβλημα. Η αλήθεια είναι ότι από καιρό ήδη όλο και περισσότεροι λειτουργοί του ΣτΕ ετάσσοντο κατά της εισηγήσεως κυρίως λόγω του πραγματικά  δυσβάσταχτου φόρτου του Δικαστηρίου  αλλά και του γεγονότος ότι σε πολλές υποθέσεις , όταν διατυπωνόταν αρνητική εισήγηση , ο διάδικος  συνήθως πριν την εκδίκαση παραιτείτο από το ένδικο βοήθημα ή μέσο. Στην περίπτωση αυτή ο εισηγητής , που είχε αναλώσει δεκάδες ώρες για την αιτιολόγηση της εισηγήσεως του είχε ακουσίως «χρησιμοποιηθεί» από τον διάδικο ως  άμισθο γνωμοδοτικό του όργανο. Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι με την παραίτηση αυτή είχαμε μείωση των υποθέσεων που τελικά εκδικάζοντο. Αυτό δεν είναι ακριβές διότι η καθυστέρηση ήδη είχε λάβει χώραν  από την στιγμή που ο εισηγητής είχε αρχίσει να ασχολείται, εις βάρος άλλων εκκρεμών υποθέσεων, με μια υπόθεση που στο τέλος δεν θα δικαζόταν ποτέ.

Εξάλλου ναι μεν οι αναφερόμενες στο υπ΄αριθ. 4/2010 πρακτικό της Ολομέλειας  αποφάσεις του ΕΔΔΑ ,Kress κατά Γαλλίας και  Martini κατά Γαλλίας, όπως και ο θεσμός του commissaire du gouvernement στη Γαλλία, δεν έχουν άμεση μεν σχέση με την ακυρωτική διαδικασία στο ΣτΕ , πλην όμως η ακυρωτική  διαδικασία στο Conseil d’Εtat είναι συγγενής διαδικασία και ο θεσμός του εισηγητή στο ΣτΕ έχει ομοιότητες με τον commissaire du gouvernement,  ιδίως διότι λαμβάνει  θέση για την αποδοχή ή απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος. Έτσι παρά το γεγονός ότι η εισήγηση κατατίθεται υποχρεωτικά τρείς ημέρες πριν την συζήτηση και υπάρχει αντίλογος επ΄ αυτής (αντιμωλία), εφόσον το Δικαστήριο υιοθετήσει την εισήγηση , μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα η άποψη ότι παραβιάστηκε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ υπό την έννοια της τυπικής αμεροληψίας. Να επισημάνω μάλιστα ότι ο επηρεασμός του Δικαστηρίου θα κριθεί από το ΕΔΔΑ με βάση την συγκεκριμένη υπόθεση , οπότε υποθετικά φανταστείτε ο αιτών να είχε καταθέσει επιτρεπτά μετά την συζήτηση υπόμνημα με νομικούς ισχυρισμούς (όχι λόγους ακυρώσεως) που αντέκρουαν την εισήγηση και η απόφαση, κάτι που γινόταν συχνά, να μην διελάμβανε τίποτα για αυτό το υπόμνημα αλλά να υιοθετούσε αυτολεξεί την εισήγηση ! Το γεγονός δε ότι έως σήμερα για το θέμα της εισηγήσεως στο ΣτΕ δεν είχαμε προσφυγή στο ΕΔΔΑ, δεν μπορεί να προεξοφλήσει ότι κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε στο μέλλον.

Αντίθετα με την μειοψηφία του πρακτικού 4/2010 της διοικητικής Ολομέλειας του ΣτΕ και το σύνολο σχεδόν  των έως σήμερα σχολιαστών του ν.3900/10, θεωρώ ότι ο θεσμός του εισηγητή, σήμερα, με τον τεράστιο όγκο υποθέσεων που εκκρεμούν στα ακυρωτικά Δικαστήρια, αποτελεί πολυτέλεια που δεν μπορούμε να την αντέξουμε. Πρόκειται για θεσμό που από τα πράγματα έχει αλλοιωθεί ή ίσως και ξεπεραστεί . Εξ΄άλλου τα τελευταία χρόνια η επαφή των Δικηγόρων με τον Εισηγητή λόγω φόρτου περιοριζόταν  μόνο στη λήψη της εισήγησης , συνήθως την προτεραία της δίκης. Το επιχείρημα ότι ο εισηγητής προετοίμαζε την υπόθεση δημιουργούσε ένα τεράστιο πρόβλημα  ιδίως όταν ο εισηγητής ετίθετο υπέρ της διοικήσεως, οπότε ο Δικηγόρος του αιτούντος πριν ακόμη η υπόθεση εκδικαστεί στο ακροατήριο είχε ως «αντιπάλους» όχι μόνο την διοίκηση και συνήθως τον υπέρ αυτής παρεμβαίνοντα αλλά και τον εισηγητή , ο οποίος μάλιστα στη συνέχεια εξεδίκαζε και την υπόθεση του. Βέβαια στη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι σαφές ότι δεν θα ήταν δόκιμο να γίνει λόγος για «αντιδικία»  του Δικηγόρου με τον Εισηγητή  διότι αυτός εκφράζει την επιστημονική του άποψη, αλλά στη πράξη όλοι είχαμε καταστεί κατά καιρούς μάρτυρες Ομηρικών επιθέσεων προς το πρόσωπο του εισηγητή, κυρίως είναι αλήθεια ,  από συναδέλφους ασχολουμένους κατεξοχήν με την ποινική δικηγορία . Συνεπώς μήπως επρόκειτο εν τοις πράγμασιν περί αντιδικίας που με αβροφροσύνη οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ εξωραΐζαμε ;  Εξ΄άλλου δεν είναι λίγες οι φορές που εν συνεχεία στη διάσκεψη ανατρέπετο η θέση του εισηγητή και πήγαιναν χαμένες όλες οι εργατοώρες προετοιμασίας της υποθέσεως από μέρους του. Η εισήγηση όμως είχε και τον κίνδυνο, ιδίως στα κατώτερα ακυρωτικά Δικαστήρια, τα άλλα μέλη του ακυρωτικού Δικαστηρίου να συντάσσονται με την  εισήγηση χωρίς περαιτέρω βάσανο της υποθέσεως είτε λόγω εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο και τις νομικές ικανότητες του συγκεκριμένου  εισηγητή και δυσπιστίας προς του υπερασπιστές δικηγόρους είτε θεωρώντας ότι αυτός την γνωρίζει καλά την υπόθεση και σε συνδυασμό με τον φόρτο των υποθέσεων που έπρεπε να συζητηθούν στη διάσκεψη δεν επεκτείνοντο σε λεπτομερή έρευνα αυτής. Αυτό γινόταν πολλές φορές αντιληπτό από τους πληρεξουσίους δικηγόρους , διότι ενώ είχαν καταθέσει ,μετά την συζήτηση ,νομότυπα με άδεια του προέδρου υπομνήματα που περιείχαν νομικά επιχειρήματα που έπρεπε να αντικρουστούν ή να γίνουν δεκτά, η απόφαση δεν διελάμβανε τίποτα επ΄αυτών και περιοριζόταν σε επανάληψη της εισήγησης.

Συνοψίζοντας με την  μεταρρύθμιση του θεσμού του εισηγητή, αναβαθμίζεται ο ρόλος των πληρεξουσίων δικηγόρων που αναλαμβάνουν το βάρος υπεράσπισης του εντολέα τους και καταργείται το γνωστό «αναφέρομαι στην εισήγηση». Η σύνταξη του ακυρωτικού δικογράφου θα πρέπει να είναι νομική με πλήρη γνώση της νομολογίας του ΣτΕ ώστε εν συνεχεία να μπορεί με νομικά επιχειρήματα ο υπερασπιστής να θεμελιώσει επ΄ακροατηρίου τους λόγους ακυρώσεως του και να αντικρούσει των αντίδικο. Θεωρώ ότι στο μέλλον θα πρέπει να καταργηθεί και η επ΄ ακροατηρίου ανάγνωση της εισηγήσεως (αρθ. 33 παρ.1 πδ 18/89) , διότι είναι σημαντικό χάσιμο χρόνου και δεν έχει κανένα νόημα να γίνεται αναφορά από τον εισηγητή στο ακροατήριο των πραγματικών και νομικών περιστατικών της υποθέσεως , αφού  προ τριών ημερών η εισήγηση τίθεται στη διάθεση των διαδίκων και εφόσον αυτοί διαφωνούν ή έχουν αντιρρήσεις  για τα  αναφερόμενα σε αυτή πραγματικά ή νομικά περιστατικά θα αντιλέξουν επ΄ ακροατηρίου.

ΙΙΙ. Δ. Προς την θετική κατεύθυνση της επιτάχυνσης κινείται και η δυνατότητα της κατά προτεραιότητα συζήτησης της υπόθεσης χωρίς προφορική ανάπτυξη.

Η παρ.4 του άρθ.6  του ν. 3900/10  αντικαθιστά την παρ.2 του άρθ.33 του πδ 18/89 και ορίζει ότι : « Εάν όλοι οι παριστάμενοι πληρεξούσιοι δηλώσουν ότι προτίθενται να αναφερθούν στο δικόγραφο ή σε υπόμνημα που θα καταθέσουν, χωρίς προφορική ανά¬πτυξη, τότε η υπόθεση αυτή μπορεί να συζητείται κατά προτεραιότητα μετά την προεκφώνηση.».  Ήδη στη δικαστηριακή πρακτική του Συμβουλίου της Επικρατείας αμέσως μετά  ή και κατά την προεκφώνηση , ο Πρόεδρος  καλεί τους κ.κ. συνηγόρους που δεν επιθυμούν ν΄ αναπτύξουν  προφορικά τους ισχυρισμούς τους να το δηλώσουν. Παρά την διατύπωση της διάταξης γίνεται δεκτό ότι μπορεί  να δηλώσει ο ένας παριστάμενος πληρεξούσιος δικηγόρος ότι δεν επιθυμεί προφορική ανάπτυξη χωρίς να απαιτείται να συναινέσει και ο αντίδικος του.

Σίγουρα μετά την αναμόρφωση του θεσμού του εισηγητή είναι σκόπιμο οι Δικηγόροι να παραμένουν και να αναπτύσσουν προφορικά τα επιχειρήματα τους για τα θέματα νομιμότητας ώστε να διαφωτίσουν το Δικαστήριο ως προς τους λόγους ακυρώσεως τους. Είναι θέμα κρίσεως των πληρεξουσίων δικηγόρων, ας μην ξεχνάμε ότι στον Άρειο Πάγο η πρακτική αυτή ακολουθείται εδώ και χρόνια και μάλιστα επιτρέπεται και η παράσταση  των Δικηγόρων ακόμη και με δήλωση.

                ΙΙΙ.Ε.  Από πενταμελές τριμελές  πλέον το Συμβούλιο του άρθρου 34Α του πδ 18/89 ( άρθρο 7 ).

Ο δικαστικός σχηματισμός  συγκροτείται από τον Πρόεδρο του αρμόδιου Τμήματος και απαρτίζεται από τον ίδιο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, τον εισηγητή της υπόθεσης , που εάν είναι πάρεδρος έχει αποφασιστική ψήφο και ένα σύμβουλο .  Η απορριπτική ή παραπεμπτική απόφαση πρέπει να είναι ομόφωνη , λαμβάνεται μυστική διαδικασία (εν Συμβουλίω) και αφορά   ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι προδήλως απαράδεκτα ή αβάσιμα ή την περίπτωση που το ΣτΕ δεν είναι αρμόδιο δικαστήριο για την υπόθεση . Πρόδηλα  απαράδεκτο είναι ιδίως το ένδικο βοήθημα ή μέσο που είναι αντίθετο σε νομολογία του ΣτΕ ή εκείνο για το οποίο δεν έχει κατατεθεί το παράβολο.

Η νέα ρύθμιση  κινείται προς την σωστή κατεύθυνση, αφού μάλιστα προβλέπει  την κοινοποίηση κατά το άρθρο 21 το πδ 18/89 της πράξης εισαγωγής του Εισηγητή στον ασκούντα το ένδικο βοήθημα διάδικο , ώστε αυτός εάν θέλει  ν’ αντιλέξει καταθέτοντας υπόμνημα. Κατά τα λοιπά εφόσον η απόφαση είναι απορριπτική ή παραπεμπτική μπορεί ο διάδικος να ασκήσει το ένδικο μέσο της παρ.2 καταβάλλοντας το τριπλάσιο του παραβόλου, οπότε η εν Συμβουλίω απόφαση παύει να ισχύει και η υπόθεση φέρεται επ΄ακροατηρίου.

                ΙΙΙ. ΣΤ. Αναπροσαρμογή του παραβόλου στο ΣτΕ σε ποσοστό έως και είκοσι φορές πάνω από το αρχικό  (άρθρα 8 και 9).

 Ειδικά για τα πρόδηλα απαράδεκτα ένδικα μέσα ή βοηθήματα προβλέπεται στο αρθ.9 ως κύρωση η κατάπτωση  ποσού  έως και είκοσι φορές πάνω από το αρχικώς καταβληθέν παράβολο. Από την ρύθμιση εξαιρείται το δημόσιο και τα ν.π.δ.δ διότι είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να είναι παράλληλα δανειστές και οφειλέτες του ποσού του παραβόλου (confusio). Οι αντίθετες απόψεις δεν είναι πειστικές, αφού αναλυόμενες δημιουργούν απλώς και μόνο ως σκέψη τεράστια γραφειοκρατία καθίστανται δε εκ του λόγου και μόνο αυτού πλήρως ανεδαφικές  . Σύμφωνα με την νομολογία πού άρχισε να δημιουργείται με την νέα διάταξη, εσκοπήθη να δοθεί στο Δικαστήριο η δυνατότητα επιβολής αποτελεσματικών κυρώσεων σε βάρος εκείνων που ασκούν προδήλως απαράδεκτα ή αβάσιμα ένδικα μέσα, μετά την διαπίστωση από τον νομοθέτη ότι η προηγουμένως ισχύσασα ρύθμιση λόγω της ηπιότητος της προβλεφθείσης κυρώσεως (διπλασιασμός του παραβόλου) δεν είχε εκπληρώσει τον σκοπό της. Εν όψει των δεδομένων αυτών η νέα ρύθμιση πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει γενική εφαρμογή, έχει  συνεπώς καταργήσει και αντικαταστήσει και τις διατάξεις των άρθρων 34Α παρ. 3 εδ. 2 π. δ/τος 18/1989 περί τριπλασιασμού του ειδικού παραβόλου . Η εκδοχή αυτή ρητώς ενισχύεται και από το γεγονός ότι με την απορριπτική εν συμβουλίω απόφαση του αρμοδίου σχηματισμού έχει ήδη διαγνωσθεί το προδήλως απαράδεκτο ή αβάσιμο του ενδίκου μέσου το οποίο άγεται προς κρίση από τον διάδικο, για δεύτερη φορά, ενώπιον του ακροατηρίου .

IV. ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

IV. A.  Προβλέπεται Επιτροπή Αναστολών πενταμελούς συνθέσεως και Επιτροπή Αναστολών της Ολομέλειας ( άρθρο 10) .

 Η νέα ρύθμιση είναι θετική,  αφού ενοποιεί την νομολογία των αναστολών και προστίθεται στο τέλος της παρ.2 του άρθρου 52  δίνοντας την δυνατότητα στον  Πρόεδρο του ΣτΕ  ή του αρμόδιου Τμήμα¬τος να εισάγει λόγω  σπουδαιότητας των ζητημάτων  την αίτηση αναστολής  στην Επιτροπή Αναστολών υπό πενταμελή σύνθεση. Επί αντιθέτου νομολογίας , προβλέπεται πλέον η δυνατότητα ενοποίησης, αφού Επιτροπή τμήματος παραπέμπει με πρακτικό της την αίτηση στην Επιτροπή της Ολομέλειας υπό πενταμελή σύνθεση, στην οποία, πέραν του Πρόεδρου, συμμετέχουν σύμβουλοι (βλ. ΕΑ Ολομ. ΣΤΕ 334/2011) . Εισηγητής παραμένει ο αρχικά ορισμένος που μπορεί να είναι και πάρεδρος. Οι πάρεδροι συμμετέχουν στις Επιτροπές της διάταξης αυτής με αποφασιστική ψήφο.

                ΙV. Β.  Αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα της αίτησης ακυρώσεως επί οικοδομικών αδειών εκτός σχεδίου  ( άρθρο 11 προστίθεται άρθρο 52 Α στο πδ 18/89).

Ορίζεται ότι η  ασκηθείσα  αίτηση ακυρώσεως κατά οικοδομικής άδειας που εκδόθηκε με βάση τις διατάξεις για την εκτός σχεδίου δόμηση  έχει αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα για διάστημα εξήντα ημερών από την κοινοποίηση αντιγράφου αυτής στην πολεοδομική αρχή που εξέδωσε την πράξη. Παράλληλα ο αιτών έχει δικονομικό βάρος να την κοινοποιήσει  και στον δικαιούχο της άδειας. Πάντως , όπως προκύπτει από την διατύπωση του άρθρου , για  την αυτόματη αναστολή αρκεί η κοινοποίηση της αιτήσεως ακυρώσεως στην εκδούσα πολεοδομική αρχή, ενώ η  μη κοινοποίηση στον αδειούχο δεν φαίνεται να επιδρά επί του ανασταλτικού αποτελέσματος, αφού το άρθρο δεν ορίζει άλλως. Παράλληλα εάν ο αιτών έχει ασκήσει και αίτηση αναστολής προβλέπεται ότι την κοινοποιεί και αυτήν στα ανωτέρω πρόσωπα, αλλά φρονώ ότι πρόκειται για απλό δικονομικό βάρος, αφού η αυτοδίκαιη αναστολή έχει επέλθει με την κοινοποίηση της ασκηθείσης αιτήσεως ακυρώσεως στην εκδούσα πολεοδομική αρχή. Συνεπώς για να επέλθει η αυτοδίκαιη αναστολή, κρίσιμες προϋποθέσεις είναι οι εξής δυο : α) η κατάθεση της αιτήσεως ακυρώσεως (άσκηση) και β) η κοινοποίηση αυτής στην αρμόδια πολεοδομική αρχή.

Επισημαίνω  ότι σύμφωνα με το αρθ. 7παρ.1 περ.θ., η σε πρώτο βαθμό εκδίκαση των αιτήσεων ακυρώσεως κατά οικοδομικών αδειών, αδειών κοπής δένδρων  και αδειών σύνδεσης οικοδομών με δίκτυα κάθε είδους ανήκει στα κατά τόπον αρμόδια διοικητικά Εφετεία.

Ο νομοθέτης προβλέπει πάντως , για την αποφυγή κακόβουλων και πρόδηλα αβάσιμων αιτήσεων ακυρώσεων , την δυνατότητα υποβολής αιτήσεως από τον αδειούχο ή την πολεοδομική αρχή προς τον Πρόεδρο του τμήματος ώστε ο τελευταίος με διάταξη του να μπορεί να άρει το αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα ή να διατάσσει κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο συνέχισης των εργασιών , ιδίως όταν το επιβάλλει η δημόσια ασφάλεια.

Πέραν της ανωτέρω περιπτώσεως το ανασταλτικό αποτέλεσμα αίρεται  : α) αυτοδικαίως όταν παρέλθει το εξηκονθήμερο που είχε αρχίσει να τρέχει  από την επομένη της κοινοποίησης του αντιγράφου της αιτήσεως ακυρώσεως  στην εκδούσα πολεοδομική αρχή , β) εάν πριν παρέλθει το εξηκονθήμερο, ο αιτών άσκησε  ήδη αίτηση αναστολής και αυτή απερρίφθη.

Ο αιτών εάν επιθυμεί να συνεχιστεί το ανασταλτικό αποτέλεσμα θα ασκήσει αίτηση αναστολής του άρθρου 52 του πδ 18/89, εντός του εξηκονθημέρου,  έτσι ώστε μετά την πάροδο αυτού και εφόσον η αίτηση αναστολής του δεν έχει ακόμη εκδικαστεί, θα πρέπει να ζητήσει την έκδοση προσωρινής διαταγής από τον Πρόεδρο του τμήματος. Το άρθρο 52 εφαρμόζεται συμπληρωματικά κατά το εξηκονθήμερο ενώ μετά την πάροδο του εφαρμόζεται πλήρως.

Η ρύθμιση, καταρχήν φαίνεται εύστοχη,  διότι , όπως και η αιτιολογική έκθεση του νόμου επιχειρηματολογεί, σε πολλές περιπτώσεις οι εκσκαφές, θεμελίωσης και οι λοιπές οικοδομικές εργασίες αρχίζουν αμέσως μετά την έκδοση της σχετικής οικοδομικής άδειας και κατά κανόνα επιταχύνονται μετά την άσκηση αίτησης ακυρώσεως και αίτησης αναστολής με αποτέλεσμα να δημιουργείται πραγματική κατάσταση, της οποίας η ανατροπή, μετά την τυχόν ακύρωση της οικοδομικής άδειας από το δικαστήριο, είναι στην πράξη σχεδόν αδύνατη. Με τα δεδομένα αυτά, εμφανίζεται πολύ συχνά το φαινόμενο οικοδομών ή και συγκροτημάτων οικοδομών που παραμένουν ημιτελείς λόγω ακύρωσης της οικοδομικής άδειας. Η κατάσταση αυτή δεν είναι βλαπτική μόνο για την περιοχή και το περιβάλλον, αλλά τελικώς αποβαίνει και σε βάρος του ιδιοκτήτη και του κατασκευαστή. Οι δυσμενείς συνέπειες για το περιβάλλον είναι πολύ βαρύτερες για τις περιοχές εκτός οικισμών, δεδομένου ότι στις περιοχές αυτές είναι πιθανόν να επέλθει πλήρης αλλοίωση της φυσιογνωμίας τους.

Η νέα διάταξη εναρμονίζεται με την πάγια νομολογία του ΣτΕ όπου  καταρχήν είναι απαγορευμένη  η εκτός σχεδίου δόμηση. Νομολογία που υπαγορεύεται μεν από τις ιδιαιτερότητες που διέπουν μεταξύ άλλων και την εσκεμμένα άνευ σχεδίου «πολεοδόμηση» της χώρας μας , αλλά που δύσκολα γίνονται αντιληπτές σε πιο δυτικότροπα πειθαρχημένες και ιεραρχημένες κοινωνίες και οργανισμούς, όπως καταδεικνύεται και από την αντίθετη νομολογία του ΕΔΔΑ .

                IV. Γ. Η αυτοτελής αίτηση αναστολής του άρθρου 54  για τους αλλοδαπούς.

Με την ρύθμιση αυτή προβλέπεται για τους αλλοδαπούς, που έχουν εισβάλλει τις τελευταίες  δυο δεκαετίες κατά μάζες λαθραία στη χώρα μας, η δυνατότητα καταρχήν δικονομικά ανεξάρτητης αναστολής σε σχέση με την ύστερα ασκούμενη αίτηση ακυρώσεως .  Ο νομοθέτης καταρχήν έστω και αργά κατάλαβε ότι  ο παρανόμως ευρισκόμενος στην Ελλάδα αλλοδαπός αυτό που θέλει είναι καταρχήν η αναστολή της απελάσεως του και όχι η  εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως του που κατά κανόνα θα είναι αβάσιμη. Συνεπώς η εκδίκασή της αιτήσεως  ακυρώσεως μετά από πέντε και πλέον έτη , είναι γι΄ αυτόν αδιάφορη. Εκείνο που έχει σημασία είναι να πετύχει την αναστολή και εν συνεχεία να δημιουργήσει τις συνθήκες είτε της περαιτέρω εγκαταστάσεως του σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αυτός επιθυμεί, είτε την παραμονή του στην Ελλάδα όπου μέσω των ομάδων πιέσεως να επιτύχει την αλλαγή του νομοθετικού καθεστώτος ώστε να νομιμοποιηθεί δια νόμου η παράνομη είσοδος του. Συνεπώς θα  του είναι αδιάφορη σε κάθε περίπτωση η εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως,  τον δικαστικό μηχανισμό της οποίας όμως ήδη έθεσε σε ενέργεια εις βάρος του Έλληνα φορολογούμενου, του  Κοινοτικού πολίτη αλλά  και του νόμιμου αλλοδαπού φορολογούμενου, μόνο και μόνο  για ν’ ασκήσει εν συνεχεία  την αίτηση αναστολής του αρθ.52 του πδ 18/89.

Παρά ταύτα η νέα ρύθμιση ότι θετικό πήγε να επιτύχει το διαγράφει  κατά το μέρος που εν τέλει υποχρεώνει τον αλλοδαπό σε μικρό χρονικό διάστημα ν’ ασκήσει την αίτηση ακυρώσεως. Έτσι ο αλλοδαπός υποχρεούται να  καταθέσει την αίτηση ακυρώσεως του μέσα σε τριάντα ημέρες από την επομένη της κατάθεσης της αίτησης αναστολής και πάντως όχι πέραν της προθεσμίας του άρθρου 46 του π.δ. 18/1989!!! Η διάταξη στο θέμα της προθεσμίας δημιουργεί σύγχυση και είναι ατυχής διότι από την επομένη της κατάθεσης της αναστολής θα τρέχει η τριακονθήμερη προθεσμία  της αιτήσεως ακυρώσεως αλλά παράλληλα από την άσκηση της αναστολής θα τεκμαίρεται και πλήρης γνώση και άρα θα τρέχει και η εξηκονθήμερη προθεσμία του αρθ.46 της πλήρους γνώσεως, ενώ παράλληλα η όλη διαδικασία προβλέπει και στάδιο ενδικοφανούς προσφυγής , το οποίο και αυτό δημιουργεί πλήρη γνώση της πράξης απέλασης. Ποιά προθεσμία λοιπόν από τις δύο ισχύει;  Επιβάλλεται λοιπόν πριν την δημιουργία δυσεπίλυτων δικονομικών προβλημάτων  η άμεση αλλαγή και απλοποίησή της διάταξης, έτσι ώστε να προβλέπεται η άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως εντός προθεσμίας 30 ημερών από την επομένη της γνώσεως της απόφασης επί της αναστολής ή της επιδόσεως της .

V. ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

                V. A. Το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως δεν μπορεί υπογράφεται πλέον από τον αιτούντα, αλλά μόνο από Δικηγόρο (     άρθρο 69).

Πρόκειται για μια σημαντική αλλαγή που δεν έτυχε ανάλογου σχολιασμού σε σχέση με άλλες διατάξεις του νόμου  και η οποία έχει  δικονομική σπουδαιότητα, αφού η παραβίαση της , δηλαδή η υπογραφή από τον ίδιο τον αιτούντα, θα άγει πλέον σε απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος της αίτησης ακύρωσης ως πρόδηλα  απαράδεκτου. Η διάταξη στην καταργηθείσα μορφή είχε τεθεί νομίζω το 1975 ενώ στο ν.δ 170/71 δεν υπήρχε. Θεωρώ ότι η ρύθμιση είναι ορθή και προστατεύει τον πολίτη διάδικο , διότι με την προϊσχύουσα ρύθμιση είχαν απορριφθεί αρκετές αιτήσεις ακυρώσεως ως απαράδεκτες, αφού η διάταξη απαιτούσε κατά την συζήτηση της αιτήσεως έπρεπε να παρίσταται υποχρεωτικά ο διάδικος  με δικηγόρο παρ΄Αρείω Πάγω ή δικηγόρο άλλης βαθμίδας εφόσον όμως ήταν και καθηγητής νομικής ημεδαπού Πανεπιστημίου, άλλως απορριπτόταν  και αυτεπαγγέλτως  ως απαράδεκτη  η αίτηση ακυρώσεως . Εξάλλου σύμφωνα με την νομολογία του ΣτΕ οι  διατάξεις των αρθ.17 παρ.4 και 27, που επιβάλλουν την υποχρεωτική (επί ποινή απαραδέκτου) υπογραφή του αναιρετηρίου από δικηγόρο, καθώς και την αντίστοιχη υποχρεωτική δια δικηγόρου παράσταση του διαδίκου κατά τη συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ( πλην της υπαλληλικής προσφυγής ), μεταξύ άλλων, αποσκοπούν στο να τίθενται με πρόσφορο τρόπο υπόψη του δικαστηρίου τα νομικά ζητήματα που αποτελούν το αντικείμενο της ακυρωτική ή αναιρετικής δίκης, προς το συμφέρον τόσο των ίδιων των διαδίκων όσο και της εν γένει απονομής της δικαιοσύνης. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι πιο πάνω ρυθμίσεις δεν αντίκεινται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, ούτε στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 . Τούτο δε, διότι από τις διατάξεις αυτές δεν αποκλείεται στον κοινό νομοθέτη να υπάγει την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος σε περιορισμούς που, όπως οι ανωτέρω, συνάπτονται με την ορθή λειτουργία της δικαιοσύνης και δεν αναιρούν την ουσία του δικαιώματος .

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι κατά την πάγια νομολογία και την σαφή γραμματολογική διατύπωση του άρθρου 17 σε συνδυασμό με το άρθρο 26 του πδ 18/89, το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως αλλά και της αναιρέσεως και  της ακυρωτικής εφέσεως , για τον ιδιώτη διάδικο αρκεί να το υπογράφει δικηγόρος οποιουδήποτε Δικηγορικού Συλλόγου της  χώρας,  χωρίς κατ΄ ανάγκη να είναι παρ΄Αρείω Πάγω . Επίσης είναι ευνοϊκή η νομολογία και για την περίπτωση που το δικόγραφο δεν έχει ιδιόχειρη υπογραφή  του δικηγόρου, αφού μπορεί η έλλειψη αυτή ν’ αναπληρωθεί από την ιδιόχειρη υπογραφή του δικηγόρου στην πράξη κατάθεσης και η σοβαρότητα ασκήσεως της μπορεί να συναχθεί από την πρόθεση συζητήσεως της .

Η ρύθμιση ισχύει από 1-1-2011 και άρα αιτήσεις ακυρώσεως που είχαν κατατεθεί και εκκρεμούν προ της ισχύος του νόμου θεωρείται ότι παραδεκτά έχουν ασκηθεί ακόμη  και εάν υπογράφει ο ίδιος ο αιτών εφόσον κατά την εκδίκαση αυτών, θα παρίσταται κατά τα ως άνω νομοτύπως ο αιτών με δικηγόρο παρ΄ Αρείω Πάγω.

VI. Μεταφορά ακυρωτικών αρμοδιοτήτων στα διοικητικά Δικαστήρια.

Στο τέταρτο κεφάλαιο του νόμου μεταφέρεται μεγάλος αριθμός ακυρωτικών διαφορών από το ΣτΕ κυρίως στα διοικητικά Εφετεία, αλλά και τα Πρωτοδικεία . Παράλληλα αυξάνεται ο αριθμός των ανέκκλητων ακυρωτικών διαφορών έτσι ώστε πλέον να δημιουργούνται έντονοι προβληματισμοί για την  συνεχώς προς αυτή την κατεύθυνση διευρυνόμενη επιλογή του νομοθέτη της τελευταίας δεκαετίας. Οι ρυθμίσεις αυτές, σε αντίθεση με τον ν.3659/2008, καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς δίκες  ,  δηλαδή αυτές για τις οποίες ήδη κατατέθηκε η αίτηση ακυρώσεως αλλά δεν συζητήθηκε ακόμη, οπότε και με διαδικασία εν Συμβουλίω (34Α πδ 18/89) παραπέμπονται στα κατά τόπον αρμόδια ακυρωτικά πρωτοβάθμια Δικαστήρια, εκτός εάν το ΣτΕ λόγω σπουδαιότητας κρίνει ότι βάσει του άρθρου 67 του πδ 18/89 πρέπει να κρατήσει την συγκεκριμένη υπόθεση και να την  δικάσει, εφόσον βέβαια πρόκειται για εκκλητή ακυρωτική διαφορά. Στο άρθρο 50 ορίζεται ότι   οι διατάξεις των άρθρων 47 παράγραφοι 1 και 2, 48 παράγραφοι 2, 3 και 4 και 49 καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 47 έως 50 που εντάσσονται στο τέταρτο κεφάλαιο του τελευταίου ως άνω νόμου υπό τον τίτλο «Μεταφορά αρμοδιοτήτων» και με τις οποίες σκοπείται, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του νόμου, η αποσυμφόρηση του Συμβουλίου της Επικρατείας και η διευκόλυνση του έργου του, ενόψει του μεγάλου αριθμού των εκκρεμουσών σε αυτό ακυρωτικών υποθέσεων, συνάγεται ότι, κατά τη βούληση του νομοθέτη, εκκρεμείς υποθέσεις, οι οποίες διαβιβάζονται στα κατά τόπο αρμόδια διοικητικά εφετεία και διοικητικά πρωτοδικεία, σύμφωνα με το άρθρο 50 του νόμου αυτού (3900/2010), δεν είναι μόνον όσες ανήκουν στις κατηγορίες διαφορών που μεταφέρονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων αυτών με τον τελευταίο ως άνω νόμο, αλλά και εκείνες οι οποίες είχαν μεταφερθεί στα εν λόγω δικαστήρια με προγενέστερα νομοθετήματα. Επομένως, και οι εκκρεμείς αιτήσεις ακυρώσεως που ανήκουν στις κατηγορίες υποθέσεων, οι οποίες έχουν υπαχθεί στα διοικητικά εφετεία με το άρθρο 49 του ν. 3659/2008, αλλά βάσει της διατάξεως της παρ. 7 του άρθρου αυτού, έπρεπε να εκδικασθούν από το Συμβούλιο της Επικρατείας ως ασκηθείσες πριν από τη δημοσίευση του 3659/08 (7.5.2008), υπάγονται πλέον, κατά την έννοια του άρθρου 50 του ν. 3900/2010, στην αρμοδιότητα των οικείων διοικητικών εφετείων .

Πρόκειται για τις εξής υποθέσεις  :

Ι.) ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ κλπ. : Σύμφωνα με αρθ. 47 παρ.2 του νόμου, τροποποιείται η παρ. 2 του αρθ.1 του ν.702/77 έτσι ώστε στην αρμοδιότητα του ΣτΕ μένουν μόνο οι εξής ακυρωτικές διαφορές που αφορούν τους δημοσίους υπαλλήλους , σώματα ασφαλείας, αξιωματικούς και εν γένει τους εργαζόμενους με εργοδότη το κράτος  :

α) Το διορισμό και την υπηρεσιακή κατάσταση γενικά των δικαστικών λειτουργών και του κυρίου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

β) Το διορισμό και την παύση των καθηγητών πρώτης βαθμίδας  της ανώτατης εκπαίδευσης (πανεπιστημιακού και τεχνολογικού τομέα). Έτσι οι λοιπές βαθμίδες των αναπληρωτών καθηγητών και των επίκουρων μεταβιβάζονται σε πρώτο βαθμό στα κατά τόπον αρμόδια  ΔΕΦ , ενώ έως τώρα αυτά εκδίκαζαν μόνο τις διαφορές των λεκτόρων και καθηγητών εφαρμογής (για τα ΑΤΕΙ) και τις διαφορές επιστημονικού διδακτικού προσωπικού των ΑΕΙ.  Να σημειωθεί ότι και οι τακτικοί καθηγητές των ΑΕΙ μόνο για το θέμα του διορισμού τους στη θέση αυτή και την παύση τους μπορούν να ασκήσουν αίτηση ακυρώσεως στο ΣτΕ , ενώ για όλα τα άλλα εν γένει θέματα της υπηρεσιακής τους κατάστασης αρμόδια είναι τα ΔΕΦ.

γ) Το διορισμό και την παύση των μετακλητών ή επί θητεία ανωτάτων υπαλλήλων, δηλαδή αυτών που ρητά εκ του νόμου χαρακτηρίζονται ως ανώτατοι μετακλητοί υπάλληλοι και φέρουν βαθμό Α΄ ειδικών θέσεων.

δ) Την προαγωγή στο βαθμό του Πρέσβη. Συνακόλουθα όλα τα άλλα ακυρωτικά θέματα που αφορούν το βαθμό του πρέσβη υπάγονται στο ΔΕΦ, όπως και τα θέματα των λοιπών υπαλλήλων του διπλωματικού κλάδου ( Γραμματέων, Ακολούθων, Προξένων κλπ).

ε) Την πλήρωση των θέσεων του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, των Αρχηγών των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, των Αρχηγών των Σω¬μάτων Ασφαλείας, καθώς και την αποστρατεία τους. Συνεπώς οι προαγωγές πλέον στους βαθμούς Ταξιάρχου, Υποστρατήγων , Στρατηγών και λοιπών ανώτατων αξιωματικών και οι αποστρατείες υπάγονται πλέον στα τοπικώς  αρμόδια ΔΕΦ.

στ) Την προαγωγή στο βαθμό του Γενικού Διευθυντή ή την ανάθεση καθηκόντων για ορισμένο χρόνο κατόπιν επιλογής σε Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων των υπηρεσιών του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. ¨Άρα όλες οι άλλες ακυρωτικές διαφορές από την υπηρεσιακή κατάσταση των  ανώτατων δημοσίων υπαλλήλων υπάγονται πλέον στα ΔΕΦ.

ζ) Την απόλυση υπαλλήλου, εφόσον η αίτηση ακυ¬ρώσεως είναι συναφής με προσφυγή κατ’ αποφάσεως πειθαρχικού συμβουλίου που έχει επιβάλει ποινή ορι¬στικής παύσης. Θεσμοθετείται η μέχρι τώρα νομολογία του ΣτΕ για το αρθ.67 πδ18/89 , ότι το ΣτΕ κρατεί και δικάζει εν συνόλω την υπόθεση , όταν σωρεύεται με την υπαλληλική προσφυγή κατά της πειθαρχικής ποινής της απολύσεως και αίτηση ακυρώσεως κατά της διαπιστωτικής πράξης της απόλυσης (ΣτΕ 322/01, 1820/85). Θα πρέπει να επισημανθεί ότι εφόσον ασκηθεί  εκ των υστέρων και αίτηση αναστολής του άρθρου 52 του πδ 18/89 αυτή παραδεκτώς θα στρέφεται μόνο κατά της διαπιστωτικής πράξης του υπουργού περί απολύσεως διότι η υπαλληλική προσφυγή ειδικά στην περίπτωση της απολύσεως έχει αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα .

η) Την επιβολή οποιασδήποτε πειθαρχικής ποινής από συμβούλιο στο οποίο προεδρεύει ή συμμετέχει ανώτατος δικαστικός λειτουργός.

                ΙΙ. Αποσπαστές πράξεις (47παρ.4):  Οι αιτήσεις ακυρώσεως κατά της προκήρυξης διοικητικών συμβάσεων δημοσίων έργων , προμηθειών και υπηρεσιών και όλων των άλλων πράξεων που έπονται και ενσωματώνονται στην τελική πράξη της κατακύρωσης, προσβάλλονται πλέον με αίτηση ακυρώσεως στο τοπικά αρμόδιο ΔΕΦ ( της έδρας της αναθέτουσας αρχής) και μάλιστα ανέκκλητα,  δεν χωρεί δηλαδή ακυρωτική έφεση. Ως γνωστό ο νόμος 3886/10  ρυθμίζει πλέον κατά τρόπο ενιαίο τα θέματα των δημοσίων συμβάσεων και ο  ν.3900 παραπέμπει σε αυτόν . Εκφεύγει  όμως της παρούσης ,ήδη εκτενούς μελέτης, η ανάλυση των σοβαρότατων καινοφανών ζητημάτων  που εισάγει ο ν. 3886/10. Πάντως βάσει του νόμου παραμένουν στο ΣτΕ οι διαφορές που  αφορούν αποσπαστές πράξεις από διοικητικές συμβάσεις  άνω  των 15.000.000 €  (συμπεριλαμβανομένου και του ΦΠΑ) , συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων ή υπηρεσιών καθώς  και αυτές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας  2004/17 ΕΚ. Η ρύθμιση δεν καταλαμβάνει τις εκκρεμείς δίκες (αρθ.3 παρ.3 του ν.3886/10 και 50 του ν.3900/10) .Αντίθετα συμβάσεις που συνάπτονται με νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου κρατικής προέλευσης και εμπίπτουν στην κοινοτική έννοια της δημόσιας σύμβασης, εξακολουθούν να υπάγονται όπως και πριν στην αρμοδιότητα των πολιτικών Δικαστηρίων .

                ΙΙΙ. Προστίθενται οι εξής νέες αρμοδιότητες  των  ΔΕΦ στο αρθ. 1 παρ.1 του ν.702/77 (αρθ. 47παρ.1):

«ια) Την εφαρμογή της νομοθεσίας περί Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, εξαιρούνται και εξακολουθούν να υπάγονται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας και ειδικότερα του Γ΄ Τμήματος αυτού (άρθρο 3 παρ. 1 περ. α΄ του π.δ. 361/2001 – Α΄ 244) αιτήσεις ακυρώσεως ατομικών διοικητικών πράξεων που ανάγονται, μεταξύ άλλων, στην «λειτουργία των υπηρεσιών των Ο.Τ.Α.». Ως τέτοιες νοούνται οι πράξεις που αφορούν ευθέως τη λειτουργία των ιδίων υπηρεσιών των Ο.Τ.Α. (ή Συνδέσμων τους), οι οποίες εντάσσονται οργανικώς, κατά τις οικείες διατάξεις, στα ανωτέρω ν.π.δ.δ., και όχι πράξεις αναγόμενες στην άσκηση των εν γένει απονεμομένων στους Ο.Τ.Α. αρμοδιοτήτων .  Δεν θίγονται οι διατάξεις, με τις οποί¬ες διαφορές από την εφαρμογή της νομοθεσίας περί Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν ήδη υπαχθεί στην αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτοδικείου ως διαφορές ουσίας ( ΑΝΕΚΚΛΗΤΕΣ). Συνεπώς, διαφορές, που γεννώνται από την προσβολή ατομικών πράξεων, εκδιδομένων κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω περί απαλλοτριώσεων ειδικών διατάξεων του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, και οι οποίες, άλλωστε, αφορούν τοπικές υποθέσεις, υπάγονται στην αρμοδιότητα του οικείου διοικητικού εφετείου, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη της περ. ια΄ της παρ.1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977, η οποία προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 47 του ν. 3900/2010. Και τούτο διότι η τελευταία αυτή διάταξη, ως κριτήριο για την υπαγωγή διαφοράς στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου, λαμβάνει υπόψη αν οι διατάξεις, κατ’ εφαρμογή των οποίων έχει εκδοθεί η πράξη, που προκάλεσε τη διαφορά, είναι εντεταγμένες στη νομοθεσία περί οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, χωρίς να προβαίνει σε καμία περαιτέρω διάκριση, αναλόγως με το ρυθμιζόμενο θέμα, με εξαίρεση μόνον τα θέματα που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, καθώς και εκείνα, οι σχετικές με τα οποία διαφορές είχαν ήδη υπαχθεί στην αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτοδικείου ως διαφορές ουσίας, κατά την έναρξη ισχύος του ν. 3900/2010.  

ιβ) τη χορήγηση αδειών: για την άσκηση κάθε είδους επαγγελματικής δρα-στηριότητας, για την ίδρυση και λειτουργία επαγγελματικών εγκαταστάσεων  και για την κυκλοφορία προϊόντων. Από τις παραπάνω διαφορές εξαιρούνται όσες έχουν ήδη υπαχθεί στην αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτο¬δικείου εκδικαζόμενες ως διαφορές ουσίας,

ιγ) την εφαρμογή της αθλητικής νομοθεσίας( ΑΝΕΚΚΛΗΤΕΣ)

ιδ) το χαρακτηρισμό εκτάσεων κατά το άρθρο 14 του ν. 998/1979 (ΦΕΚ 289 Α΄) και την κήρυξη εκτάσεων ως αναδασωτέων κατά τα άρθρα 38 και 41 του ίδιου νό¬μου, και

ιε) την εφαρμογή της νομοθεσίας περί συμβολαι¬ογράφων, υποθηκοφυλάκων, δικαστικών επιμελητών, επιμελητών ανηλίκων, ορκωτών ελεγκτών-λογιστών, εκτελωνιστών και χρηματιστών.

                IV. Ορίζονται και άλλες ακυρωτικές διαφορές ως ανέκκλητες  ( αρθ.47 παρ. 3).

Συνεπώς το άρθρο 5Α του ν.702/77 τροποποιείται ως εξής :

«Οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδί¬δονται επί των διαφορών των περιπτώσεων α΄, β΄, γ΄, δ΄, ε΄, ια΄ και ιγ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δεν υπόκεινται σε έφεση.

Εξαιρούνται και υπόκεινται σε έφεση οι διαφορές που αφορούν:

α) το διορισμό με διαδικασία μη υποκείμενη στον έλεγ¬χο του Α.Σ.Ε.Π., τη μετάταξη, την προαγωγή σε βαθμό που χαρακτηρίζεται ανώτατος από διάταξη νόμου και τη λύση της υπαλληλικής σχέσης των υπαλλήλων (πο¬λιτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου,

β) τη μονιμοποίηση και την απόταξη των στρατιω¬τικών υπαλλήλων και των υπαλλήλων των Σωμάτων Ασφαλείας,

γ) την εισαγωγή και οριστική απομάκρυνση των μαθη¬τών των παραγωγικών σχολών της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου,

δ) το διορισμό και την παύση των αναπληρωτών καθη¬γητών, επίκουρων καθηγητών, λεκτόρων και καθηγητών εφαρμογών της ανώτατης εκπαίδευσης, και

ε) την αναγνώριση τίτλων σπουδών της αλλοδα¬πής.

                V.  Ακυρωτικές διαφορές  Αλλοδαπών (αρθ.49 αντικαθιστά το αρθ.15 του ν.3068/02 και το 54 δίδει αυτοτελή αναστολή) .

 Όλες οι  ακυρωτικές διαφορές από ατομικές διοικητικές πράξεις που αφορούν την εν γένει κατάσταση των αλλοδαπών  υπάγονται πλέον στο κατά τόπον αρμόδιο διοικητικό Πρωτοδικείο με εξαίρεση : α) την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, υπό την έννοια της Συμβάσεως της Γενεύης, και β) την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγέ¬νειας που υπάγονται στα κατά τόπον αρμόδια ΔΕΦ.

ΠΡΟΣΟΧΗ :  Σύμφωνα όμως με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 49 του ν. 3900/2010, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως, πράξεις, με τις οποίες απαγγέλλεται μεν η διαγραφή από τα μητρώα αρρένων ή τα δημοτολόγια, η διαγραφή, όμως, αυτή δεν αφορά τους λόγους εγγραφής ή διαγραφής στα εν λόγω αρχεία που προβλέπονται από την δημοτική νομοθεσία αλλ’ ενεργούνται κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων που αφορούν την κτήση ή την απώλεια της ελληνικής ιθαγενείας, υπάγονται στα διοικητικά εφετεία όχι ως διαφορές απορρέουσες από την εφαρμογή της νομοθεσίας περί Ο.Τ.Α. αλλά ως διαφορές σχετικές με την κτήση ή την απώλεια της ελληνικής ιθαγενείας. Συνεπώς, στις περιπτώσεις αυτές, οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Η ρύθμιση είναι επιτυχής διότι έως τώρα σωρεύονταν στο Ανώτατο Δικαστήριο και το καταταλαιπωρούσαν υποθέσεις «αλλοδαπών» ελάσσονος σημασίας, αβάσιμες στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, και που εν τέλει οι περισσότερες δεν ετύγχαναν καν υποστήριξης κατά την προσδιορισμένη δικάσιμό τους, με αποτέλεσμα και εξαιτίας τους να δημιουργείται φόρτος και να καθυστερούν άλλες πραγματικά σοβαρές υποθέσεις ημεδαπών  αλλά και νομίμων αλλοδαπών φορολογουμένων. Πάντοτε διατηρείται βέβαια το δικαίωμα  ασκήσεως εφέσεως στο ΣτΕ καθώς και ότι μπορεί το ΣτΕ να κρατήσει και να δικάσει μια τέτοια υπόθεση , εφόσον αυτή ασκήθηκε αναρμοδίως ενώπιον του , σύμφωνα με το άρθρο 67 του πδ 18/89 , αν κρίνει ότι έχει σπουδαιότητα.

Εκτύπωση

Χάρτης

Που θα μας βρείτε

Σόλωνος και Σίνα 26, Αθήνα,

στο νεοκλασσικό κτίριο

έναντι της Νομικής Σχολής. 

Τηλ. 210- 3800702-703, 3627-332

Καθημερινά 11π.μ έως 9.30 μ.μ ,

πλην Σαββάτου και Κυριακής.


Copyright © 2015  avalon

istanbul escort taksim escort istanbul escort kartal escort pendik escort tuzla escort