Νομικό Σπουδαστήριο Α. Προυσανίδη

Παναγιωτόπουλος Γεώργιος ,τ.Πρόεδρος ΣτΕ, Αστική ευθύνη του κράτους και Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

 

Αστική ευθύνη του κράτους και Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Τεύχος 2-2006 | Μελέτες-Απόψεις | σελ 246-248

Συγγραφέας: Παναγιωτόπουλος Γεώργιος

(*)

Η υπογραφή της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η κύρωσίς της από τα μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης επιβεβαίωσε την προσήλωση των ευρωπαϊκών κρατών στις θεμελιώδεις ελευθερίες και εσήμανε την δέσμευσή τους για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Η προσβολή αγαθών ή δικαιωμάτων, που προστατεύονται από την ΕΣΔΑ, εκ μέρους πολιτειακών οργάνων ενός κράτους μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει ως συνέπεια την καθιέρωση ευθύνης του εν λόγω κράτους προς αποκατάσταση της προκληθείσης ζημίας και τούτο απετέλεσε την κυρία έκφανση της εγγυητικής λειτουργίας της αστικής ευθύνης του  Δημοσίου, όταν θίγονται δικαιώματα, προστατευόμενα από διατάξεις διεθνούς συμβάσεως.

Παράλληλα, όμως, πραγματούται και η κυρωτική λειτουργία της αστικής ευθύνης του Κράτους, η οποία επιβάλλει να υπομένει το πολιτειακόν όργανον που παρανομεί  αποτελεσματικές κυρώσεις, οι οποίες συνίστανται στην υποχρέωση αποκαταστάσεως του ζημιωθέντος πολίτου στην κατάσταση που θα βρισκόταν αν δεν είχε λάβει χώρα η παράνομος πράξις που προσέβαλε προστατευόμενο από την ΕΣΔΑ  δικαίωμά του, διασφαλίζοντας έτσι την παρεχομένη από τις διατάξεις της Συμβάσεως προστασία.

Η θεμελίωσις της ευθύνης των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης για ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από παραβάσεις των κανόνων της ΕΣΔΑ δεν έχει καθιερωθεί ως αρχή ανάλογη με αυτή του κοινοτικού δικαίου, για τον λόγο ότι το κανονιστικό περιεχόμενο της Συμβάσεως έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα, σε σχέση με τις εθνικές έννομες τάξεις. Η Σύμβαση αναθέτει, κατά κύριο λόγο, στα Κράτη μέλη τη φροντίδα να διασφαλίσουν την απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που η ίδια κατοχυρώνει και μόνο σε περίπτωση εξαντλήσεως των μέσων παροχής ενδίκου προστασίας που προβλέπει η εσωτερική νομοθεσία, οι ιδιώτες έχουν δικαίωμα να θέσουν ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το ζήτημα ευθύνης του κράτους μέλους από παραβάσεις κανόνων της ΕΣΔΑ εκ μέρους των οργάνων του.

Η συστηματική μελέτη της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου επιτρέπει να συναχθεί μία πρώτη διαπίστωσις: τα περιουσιακά δικαιώματα, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, τυγχάνουν προνομιακής προστασίας. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, το άρθρον 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου καθιερώνει την προστασία της αρχής της ειρηνικής απολαύσεως της περιουσίας γενικώς, εξετάζοντας κυρίως εάν τηρήθηκε κατά τρόπον δίκαιον ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας του δικαιώματος στην περιουσία του ατόμου. Προκειμένου, λοιπόν, να θεμελιωθεί ευθύνη του Κράτους για την «διατάραξη της δίκαιης ισορροπίας», ερευνάται κατά πόσο με το περιοριστικό της περιουσίας μέτρο επιβάλλεται δυσανάλογο βάρος στους ιδιώτες. Έτσι, το Δικαστήριον έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι η κατάληψις της ιδιοκτησίας, χωρίς καταβολή κάποιου ποσού, αντιστοίχου προς την αξία της καταλαμβανομένης ιδιοκτησίας, με άλλα λόγια η de facto απαλλοτρίωσις, αποτελεί δυσανάλογον  επέμβαση των κρατικών οργάνων στην ιδιωτική περιουσία. Η πλήρης δε έλλειψις αποζημιώσεως θεμελιώνει, κατ΄αρχήν, λόγον ευθύνης του Κράτους, με ζημιογόνον ενέργειαν την παραβίασιν του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου.

Όσον αφορά στην επιβολή περιορισμών στην άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ, όπως το δικαίωμα σεβασμού στην ιδιωτική ζωή, στην εκδήλωση της ελευθερίας θρησκείας, ή ακόμη στην άσκηση της ελευθερίας της εκφράσεως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καθιέρωσε νομολογιακώς, ως κριτήρια για τη θεμελίωση ευθύνης των συμβαλλομένων Κρατών, τον έλεγχο αφενός μεν της αναγκαιότητος των διοικητικών μέτρων, που προσβάλλουν αυτά τα δικαιώματα, σε σχέση με τις επιταγές δημοκρατικής κοινωνίας, αφετέρου δε τον έλεγχο της αναλογικότητος των μέτρων αυτών, σε σχέση προς το επιδιωκόμενο με αυτά σκοπό. Έτσι, στην απόφαση της 7.12.1976 Handyside, υπογραμμίζεται η κυρίαρχος θέσις που κατέχει η ελευθερία της εκφραζόμενης γνώμης σε δημοκρατική κοινωνία.

Στην ελληνική έννομον τάξη έχει τεθεί από την νομολογία ο κανών της ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση από την εκ μέρους της Ελληνικής Πολιτείας θέσπιση κανόνων δικαίου με τα αρμόδια, κατά το Σύνταγμα, όργανά της ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να θεσπίσουν κανόνες δικαίου, εφόσον από την θέσπιση ή μη των κανόνων αυτών γεννάται αντίθεσις προς υπερκειμένους και επικρατούντας κανόνας δικαίου, όπως είναι οι διατάξεις των διεθνών συμβάσεων που κυρώνονται με νόμο και αποκτούν, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, ισχύν υπερτέραν του τυπικού νόμου.

Στην περίπτωση της αγωγής αποζημιώσεως που είχαν ασκήσει αυτοκινητισταί, μέλη Συγκοινωνιακών Επιχειρήσεων (ΣΕΠ), οι οποίες είχαν συσταθεί με το ν. 2078/1992, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από την εφαρμογή διατάξεων νεότερου νόμου, του ν. 2175/1993, έγινε δεκτόν από το Συμβούλιον της Επικρατείας ότι η ανάκλησις της προνομιακής εκτελέσεως του συγκοινωνιακού έργου από τις Συγκοινωνιακές Επιχειρήσεις, καθώς και η μη καταβολή και των αποθετικών ζημιών από τη μη απόκτηση κερδών από τους ενάγοντας, δεν συνιστά παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και, συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί αστική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου. Έτσι, έγινε δεκτόν νομολογιακώς από το Ανώτατον Διοικητικόν Δικαστήριον ότι η κατά παράβαση κανόνος της ΕΣΔΑ πράξις ή παράλειψις πολιτειακού οργάνου αποτελεί προϋπόθεση για τη θεμελίωση αστικής ευθύνης του Κράτους.

Περαιτέρω, παράνομες ενέργειες αποτελούν και όσες πράξεις ή παραλείψεις κρατικών οργάνων παραβιάζουν το δικαίωμα για μια δίκαιη διαδικασία παροχής εννόμου προστασίας, όπως το δικαίωμα αυτό καθιερώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και μπορούν να θέσουν ζήτημα ευθύνης συμβαλλομένου κράτους ενώπιον του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Η εφαρμογή της αρχής της δίκαιης δίκης ευρίσκει έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις «αμφισβητήσεις επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικής φύσεως» και επί του βασίμου «κάθε κατηγορίας ποινικής φύσεως». Τα δικαιοδοτικά όργανα του Στρασβούργου προσέδωσαν στους όρους του άρθρου 6 αυτόνομο περιεχόμενο, χωρίς να το εξαρτούν από την έννομον τάξη των συμβαλλομένων κρατών, κρίνοντας ότι στο πλαίσιο των ως άνω δικονομικών εγγυήσεων εμπίπτει και εκτέλεσις των δικαστικών αποφάσεων.

Υπό το πνεύμα της παροχής δικονομικών εγγυήσεων από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση, το ΕΔΔΑ υπενθυμίζει ότι, κατά την ερμηνεία του άρθρου 13, «αυτή η διάταξη εγγυάται μια αποτελεσματική προσφυγή ενώπιον κάποιας εθνικής αρχής, η οποία να επιτρέπει την επίκληση της προσβολής της υποχρεώσεως, που επιβάλλει το άρθρο 6 παρ. 1, να δικαστεί μία υπόθεση μέσα σε εύλογο διάστημα».

Πράγματι, στην περίπτωση της υποθέσεως Δακτυλίδης, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι παρεβιάσθη το άρθρο 13, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και, ως εκ τούτου, το ελληνικόν κράτος υπείχε ευθύνη για την έλλειψη στο εσωτερικό του δίκαιου ενδίκου βοηθήματος, που θα μπορούσενα επιτρέψει στον προσφεύγοντα την αποτελεσματικήν έννομον προστασία του.

Το Δικαστήριον, θέτει ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση ευθύνης από παράνομον κράτηση προσώπων, την αδυναμία ασκήσεως ενδίκων μέσων στο εθνικό δίκαιο για την αποκατάσταση της ζημίας αυτών. Η ανάγκη προστασίας της αξίας του ανθρώπου προέτρεψε τους συντάκτας της ΕΣΔΑ στην αναγνώριση του δικαιώματος επανορθώσεως, στην αναγνώριση, δηλαδή της αξιώσεως για αποζημίωση κατά του κράτους σε όσους εστερήθησαν αδίκως την προσωπική τους ελευθερία, λόγω παρανόμου ή αδίκου προφυλακίσεως ή καταδίκης και εφόσον δεν συντρέχει υπαιτιότης του θύματος.

Η πρόβλεψις της ευλόγου αποζημιώσεως από το άρθρο 41 της ΕΣΔΑ -πρώην άρθρο 50- απετέλεσε αναγκαία ρύθμιση για την περίπτωση που δεν είναι δυνατόν, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του κράτους που είναι υπεύθυνο για την παράβαση της ΕΣΔΑ, να πραγματοποιηθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

Στη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου του Στρασβούργου ισχύει ως γενική δικονομική αρχή, ότι ο προσφεύγων οφείλει να αποδείξει το ύψος της υλικής ζημίας που προκλήθηκε σε αυτόν από τη ζημιογόνο ενέργεια του κρατικού οργάνου, καθώς και τον αιτιώδη σύνδεσμο με την παρανομία. Ακόμη, όμως και στην περίπτωση όπου το ΕΔΔΑ έκρινε ότι είχε αποδειχθεί ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβιάσεως, επί παραδείγματι, της θρησκευτικής ελευθερίας και της αξιώσεως για χρηματική αποζημίωση, ερευνά, περαιτέρω, κατά πόσο αποδεικνύεται το ύψος της προκληθείσης υλικής ζημίας.

Στις περιπτώσεις αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, στις οποίες τίθεται ζήτημα αποζημιώσεως για ηθική βλάβη των προσφευγόντων από αντισυμβατικές ενέργειες κρατικών οργάνων, συχνά γίνεται δεκτόν ότι μόνη η διαπίστωσις της παραβιάσεως των σχετικών κανόνων αποτελεί επαρκή ικανοποίηση, όπως στην υπόθεση Γρηγοριάδης κατά Ελλάδος, στην οποία το ΕΔΔΑ διεπίστωσε την παραβίαση του άρθρ. 10 της ΕΣΔΑ από την παράνομον καταδίκη σε φυλάκιση δημοσιογράφου για απείθεια, χωρίς να επιδικάσει αποζημίωση, κρίνοντας ότι μόνη η διαπίστωσις της παρανομίας συνιστά επαρκή ανόρθωση της ζημίας του προσφεύγοντος.

Η παράγραφος 2 του άρθρου 46 της ΕΣΔΑ καθιερώνει ως αρμόδιο όργανο εποπτείας της εκτελέσεως των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων την Επιτροπή των Υπουργών. Τούτο σημαίνει ότι ένα πολιτικό όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως είναι η Επιτροπή αυτή, αναλαμβάνει, μετά την έκδοση της αποφάσεως από το Δικαστήριον του Στρασβούργου, να εξασφαλίσει ότι το Κράτος που παρεβίασε την ΕΣΔΑ θα λάβει τα κατάλληλα μέτρα και θα προβεί εις έγκαιρον πληρωμή της τυχόν επιδικασθείσης αποζημιώσεως.

Χαρακτηριστικόν παράδειγμα αρνήσεως κράτους μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης να συμμορφωθεί προς απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αποτελεί η γνωστή υπόθεση Λοϊζίδου κατά Τουρκίας, στην οποία, μετά από επανειλημμένες παραινετικές αποφάσεις της Επιτροπής Υπουργών και ενώπιον του επικειμένου κινδύνου λήψεως σε βάρος της κυρωτικών μέτρων, η Τουρκική Κυβέρνησις κατέβαλε την οφειλομένη αποζημίωση. Όσον αφορά, ειδικώτερον, στην ελληνική έννομον τάξη, αξιοσημείωτες είναι ορισμένες νομοθετικές μεταβολές, που έλαβον χώρα στο πλαίσιο αυτής της υποχρεώσεως συμμορφώσεως προς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Η συνταγματική αναθεώρησις του 2001 εμπνέεται από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, δεδομένου ότι οι αναθεωρηθείσες συνταγματικές διατάξεις των παραγράφων 4 του άρθρου 94 και 5 του άρθρου 95 διακηρύσσουν την υποχρέωση της Διοικήσεως να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις και εξουσιοδοτούν τον εθνικό νομοθέτη να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για τον σκοπόν αυτόν, ακόμη δε και να προβλέπει κυρώσεις, σε περίπτωση που δεν τηρούνται οι αποφάσεις αυτές. Στο πλαίσιο αυτό κινείται και ο ν. 3068/2002, με τον οποίο αίρεται, κατ' αρχήν, η απαγόρευσις της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Δημοσίου.

Στα πλαίσια των σύγχρονων νομολογιακών τάσεων σε μια Ευρώπη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπου ο ρόλος της ΕΣΔΑ γίνεται περισσότερον σημαντικός, η θέσις των κρατών μελών της Συμβάσεως που δεν τηρούν την υποχρέωση αποκαταστάσεως του ζημιωθέντος πολίτου από παραβάσεις κανόνων της Συμβάσεως εκ μέρους οργάνων τους, ή που αρνούνται ακόμη να συμμορφωθούν προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ καθίσταται όλο και πιο δύσκολη. Η υποχρέωσις των συμβαλλομένων κρατών που απορρέει από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, οι οποίες διαπιστώνουν παραβίαση της Συμβάσεως και επιδικάζουν «δίκαιη ικανοποίηση» υπέρ του προσφεύγοντος, δεν αποσβέννυται με την καταβολή της χρηματικής αποζημιώσεως. Αντιθέτως, τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, προσαρμόζοντα αναγκαίως την εσωτερική έννομον τάξη τους, ώστε να αποκατασταθεί η διαπιστωθείσα παράβαση. 

 

 

--------------------------------------------------------------------------------

* Με το παρόν άρθρο παρουσιάζεται η ομιλία του Προέδρου του ΣτΕ στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Γενικού Τμήματος Δικαίου του Παντείου Πανεπιστημίου, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα Τελετών του Παντείου στις 16.2.2006.

Εκτύπωση

Χάρτης

Που θα μας βρείτε

Σόλωνος και Σίνα 26, Αθήνα,

στο νεοκλασσικό κτίριο

έναντι της Νομικής Σχολής. 

Τηλ. 210- 3800702-703, 3627-332

Καθημερινά 11π.μ έως 9.30 μ.μ ,

πλην Σαββάτου και Κυριακής.


Copyright © 2015  avalon

istanbul escort taksim escort istanbul escort kartal escort pendik escort tuzla escort