Νομικό Σπουδαστήριο Α. Προυσανίδη

Παναγιώτης Πικραμμένος (Πρόεδρος ΣτΕ): Δημόσιο δίκαιο σε έκτακτες συνθήκες από την οπτική της ακυρωτικής διοικητικής διαδικασίας

 

Παναγιώτης Πικραμμένος (Πρόεδρος ΣτΕ): Δημόσιο δίκαιο σε έκτακτες συνθήκες από την οπτική της ακυρωτικής διοικητικής διαδικασίας

----------------------------------------------------------------------------------------------------

Εισήγηση σε εκδήλωση που διοργανώθηκε από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, στις 12 Μαρτίου 2012, με θέμα "Η αρχή του Κράτους Δικαίου σε έκτακτες συνθήκες μέσα σε περιβάλλον Ευρωπαϊκής Ένωσης"

----------------------------------------------------------------------------------------------------

Ι. Γενικά χαρακτηριστικά της κρίσης

ΙΙ. Η κρίση στο Δημόσιο Δίκαιο

ΙΙΙ. Η διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας

Ι. Γενικά χαρακτηριστικά της κρίσης

Κύριο χαρακτηριστικό της κρίσης είναι η απότομη και έντονη εκδήλωση μιας βαθιάς απορρύθμισης. Επέρχεται δηλαδή βίαιη διακοπή της προηγούμενης κατάστασης και κυριαρχεί το αίσθημα της ασυνέχειας και της ανωμαλίας. Η κρίση μπορεί να περιγραφεί γενικότερα ως ανατροπή του μέχρι τότε ισχύοντος καθεστώτος και ως αναστολή της ισχύος των κανόνων που εξασφαλίζουν σε μια περίοδο ομαλότητας την αρμονία της καθημερινότητας. Οι κανονικότητες της κοινωνικής οργάνωσης υποχωρούν μπροστά σε μια επιτακτική ανάγκη, στην ύπαρξη ενός κινδύνου που απειλεί και εξαναγκάζει το Κράτος να αποκαταστήσει με κάθε κόστος την διαταραγμένη σταθερότητα. Στους στατικούς κανόνες της νομιμότητας, η δημόσια εξουσία αντιτάσσει την ενεργητική αποτελεσματικότητα των έκτακτων μέτρων.

Κύριο αλλά και απαραίτητο στοιχείο της κρίσης είναι η σύγκρουση. Την συνοδεύει απαραίτητα καθώς το γενικότερο συμφέρον επιβάλλει την εγκατάλειψη των συνήθων ρυθμίσεων και την προσβολή συγκεκριμένων επιμέρους συμφερόντων. Οι περιστάσεις απαιτούν την ανατροπή της νομιμότητας στο όνομα κάποιων αναγκών που κρίνονται σημαντικότερες. Η απαίτηση προκύπτει όμως από την πράξη όχι από το δίκαιο: δεν αποτελεί από μόνη της μια επιτρεπτική ρύθμιση. Εξαναγκάζει αλλά δεν εξουσιοδοτεί. Επιβάλλεται χωρίς κάποιο νομικό έρεισμα διότι εξ ορισμού, η ανάγκη συνεπάγεται την παραβίαση του μέχρι τότε τεθειμένου κανόνα. Είναι η πηγή μιας δράσης της εξουσίας, της οποίας η ορθότητα κρίνεται εκ των αποτελεσμάτων της, δηλαδή από το βαθμό αποκατάστασης της κανονικότητας. Η διαπίστωση της ανάγκης δεν είναι τίποτα άλλο από ένα πραγματικό γεγονός που νομιμοποιεί ή μάλλον δικαιολογεί την παραβίαση του κανόνα δικαίου, χωρίς ωστόσο να εξηγεί πάντοτε τους λόγους για τους οποίους ο κανόνας αυτός επιβαλλόταν να παραμεριστεί.

Οφείλει πάντως κανείς να παραδεχθεί, ότι οι έννοιες της «κατάστασης ανάγκης» και των «έκτακτων συνθηκών» είναι σύμφυτες με κάθε έννομη τάξη: εισάγονται σΆ όλους τους επιμέρους κλάδους του δικαίου σχεδόν αμέσως μόλις διαμορφωθεί ένα λειτουργικό σύστημα κανόνων. Η κρίση, η κατάσταση ανάγκης έχει πολλές νομικές εκφάνσεις: νόμιμη άμυνα στο ποινικό δίκαιο, ρήτρες διασφάλισης στο διεθνές δίκαιο, θεωρία των απρόβλεπτων συνθηκών στο δίκαιο των συμβάσεων.

Ο εννοιολογικός προσδιορισμός της κατάστασης ανάγκης προϋποθέτει ότι έχει προηγουμένως καθοριστεί το αγαθό ή το δικαίωμα που απειλείται από τις περιστάσεις μΆ έναν τρόπο τόσο επιτακτικό ώστε το δίκαιο, η συνήθης νομιμότητα δεν μπορεί να το προστατεύσει. Στο δίκαιο των συμβάσεων παραδείγματος χάριν, το υπέρτατο αγαθό είναι η διασφάλιση της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, η οποία ανατρέπεται βίαια από την επέλευση απρόβλεπτων και εξαιρετικών γεγονότων και η οποία επιτρέπει και ενίοτε επιβάλλει την αλλαγή των όρων της συμβάσεως με κρατική παρέμβαση και μάλιστα ανεξάρτητα από τη βούληση των μερών ( π.χ. ενοικιοστάσιο και συμβάσεις εργασίας).

ΙΙ. Η κρίση στο Δημόσιο Δίκαιο

Στο δημόσιο δίκαιο, η εφαρμογή της θεωρίας των έκτακτων συνθηκών αφορά την ανάγκη προστασίας του ίδιου του Κράτους, τη συνέχιση της άσκησης της πολιτικής εξουσίας, την προστασία των πολιτών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους και, γενικότερα, τη λειτουργία των θεσμών και την εφαρμογή των κανόνων που έχουν ως στόχο τη διατήρηση της τάξης, της λειτουργικότητας, της αποτελεσματικότητας αλλά και της ειρήνης στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης κοινωνίας. Η προστασία των βασικών αυτών αγαθών θα δικαιολογούσε την ανατροπή της συνήθους νομιμότητας εφόσον αυτή λόγω των συγκεκριμένων ειδικών συνθηκών που επικρατούν δεν μπορεί να τα προστατέψει.

Πως λειτουργεί η θεωρία της κατάστασης ανάγκης στο δημόσιο δίκαιο όταν είναι απότοκη της οικονομικής κρίσης; Πριν απαντηθεί το ερώτημα αυτό θεωρώ πως είναι αναγκαίο να λυθεί ένα άλλο ζήτημα που προηγείται λογικά: Να προσδιοριστεί το ακριβές εννοιολογικό περιεχόμενο της οικονομικής κρίσης και να εντοπιστούν οι τρόποι με τους οποίους αυτή προσβάλλει τα αγαθά που προαναφέρθηκαν.

Η οικονομική κρίση νοείται ως μία αιφνίδια επιδείνωση όλων ή των περισσοτέρων οικονομικών δεικτών (δείκτες επιτοκίου, τιμές μετοχών, ακινήτων και της εγγείου ιδιοκτησίας) σε συνδυασμό με την απώλεια της πίστης και συνεπώς και της δανειοληπτικής ικανότητας, τη μείωση στην παροχή χρήματος, την ύπαρξη φόβων χρεοκοπίας χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, την μετατροπή υλικών ή άυλων αξιών σε χρήμα κ.λπ.

Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης είναι άμεσες και πολυεπίπεδες. Η επίδραση, ειδικώς των οικονομικών κρίσεων που οφείλονται στον υπερβολικό κρατικό δανεισμό και στην ανεπάρκεια των μακροοικονομικών επιδόσεων, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι καθολική και καταλυτική, δεδομένου του κυρίαρχου ρόλου του σύγχρονου κοινωνικού Κράτους σε όλους τους τομείς όχι μόνο της ανθρώπινης δραστηριότητας αλλά και της ανθρώπινης ζωής γενικότερα. ΚατΆ ακολουθίαν, θίγονται όχι μόνο τα «οικονομικά» αγαθά που προστατεύονται από το δίκαιο, όπως η εργασία, οι μισθοί, οι συντάξεις και η περιουσία των πολιτών αλλά ακόμη και οι πιο θεμελιώδεις αξίες όπως η ασφάλεια, η υγεία, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και, εντέλει, η ίδια η ανθρώπινη ζωή. Πρώτος λοιπόν αλλά όχι μόνος θιγόμενος από την κρίση είναι το κοινωνικό Κράτος.

Ενόψει λοιπόν αυτών των εκτάκτων συνθηκών, η οργανωμένη εξουσία, το Κράτος δηλαδή καλείται πρώτα να προστατέψει τον ίδιο του τον εαυτό και στη συνέχεια νΆ αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση στοχεύοντας στην αποκατάσταση της σταθερότητας του συστήματος της χρηματοδότησης της οικονομίας. Η διαδικασία όμως αυτή, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι ιδιαίτερα περίπλοκη ιδίως σε περιπτώσεις όπου η κρίση οφείλεται, όπως στη χώρα μας, όχι μόνο σε άστοχη οικονομική διαχείριση αλλά και σε δομικές ανεπάρκειες του συστήματος οργάνωσης της οικονομίας και του ίδιου του Κράτους. Έτσι, οι έκτακτες συνθήκες επιβάλουν μια πολυσχιδή δράση του Κράτους τόσο στην τρέχουσα δραστηριότητα προκειμένου αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που δημιουργούνται από την οικονομική κρίση όσο και σε οργανωτικό – διαρθρωτικό επίπεδο έτσι ώστε να μην επαναληφθούν τα ίδια προβλήματα στο μέλλον. Οι δράσεις όμως αυτές, οι οποίες κανονικά θα έπρεπε να λάβουν χώρα υπό το πρίσμα της νομιμότητας, τηρουμένων όλων των διαδικαστικών και ουσιαστικών εγγυήσεων που θεσπίζονται κυρίως στο δημόσιο, αλλά και στο ιδιωτικό δίκαιο, επιβάλλονται εξαναγκαστικά, σχεδόν βίαια στους πολίτες, των οποίων τα δικαιώματα και τα συμφέροντα, έστω και προσωρινά, θίγονται. Τα όρια αντοχής του κοινωνικού Κράτους δοκιμάζονται, έννοιες όπως η διανεμητική ή η επεκτατική ισότητα αποκτούν ξαφνικά ένα «αμαρτωλό» περιεχόμενο και ο περιορισμός της σπατάλης και η εξοικονόμηση πόρων ανάγονται σε υπέρτατες πολιτειακές αξίες. Τα πράγματα δε, περιπλέκονται ακόμη περισσότερο δεδομένου ότι η πολιτική εξουσία της χώρας μας δεν λειτουργεί στην παρούσα συγκυρία αποκλειστικά πρωτογενώς αλλά υπό την επιτήρηση άλλως την καθοδήγηση, ενίοτε δε και υπό τον εξαναγκασμό διεθνών οργανισμών στους οποίους συμμετέχει, άλλων Κρατών αλλά και ιδιωτικών οικονομικών κέντρων εξουσίας.

ΙΙΙ. Η διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας

Ποιος είναι ο ρόλος του δικαστή, ιδίως του διοικητικού, σΆ αυτές τις έκτακτες περιστάσεις; Πώς πρέπει το Συμβούλιο της Επικρατείας νΆ αντιμετωπίσει τις διαφορές που άγονται ενώπιόν του με αφορμή το πρώτο μνημόνιο, το μεσοπρόθεσμο, το δεύτερο μνημόνιο; Ποιά στάση οφείλει να τηρήσει το Δικαστήριο στις ρυθμίσεις που προβλέπουν αύξηση της φορολόγησης, περικοπές σε μισθούς, συντάξεις, επιδόματα, αλλαγές στα εργασιακά, στην κοινωνική ασφάλιση, στη δικαιοσύνη, στην υγεία, στην παιδεία, στην προστασία του περιβάλλοντος; Ποιοι είναι οι συνταγματικοί, οι διεθνείς ή άλλοι κανόνες που θα πρέπει να εφαρμοστούν; Και υπό ποιο πρίσμα θα πρέπει να ερμηνευθούν;

Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δεν είναι προφανείς. Πολλώ δε μάλλον οι σωστές απαντήσεις. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν. Και παρόλο που στη νομική επιστήμη, όπως και στα οικονομικά, δεν είναι δυνατή η αναπαραγωγή μιας πραγματικής κατάστασης, η τέλεση δηλαδή ενός πειράματος, προκειμένου να διαπιστωθεί η ορθότητα της μιας ή της άλλης λύσης, οι επιλογές των δικαστών κρίνονται με βάση τόσο τη δογματική τους ορθότητα όσο και τις συνέπειές τους.

Γνώμονα του διοικητικού δικαστή στον έλεγχο που ασκεί σε περίοδο κρίσης μπορεί νΆ αποτελέσει η θεωρία που έχει αναπτυχθεί αρχικά από το Conseil dΆ Etat και στη συνέχεια από το Supreme Court των ΗΠΑ και άλλα ανώτατα δικαστήρια για το δίκαιο της ανάγκης: η θεωρία των «εξαιρετικών περιστάσεων». Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ο δικαστής θα πρέπει πρώτα να διαπιστώσει αν υπάρχει κάποιος κίνδυνος με τα εξής χαρακτηριστικά: α) να είναι υφιστάμενος ή επικείμενος, β) οι συνέπειες του να αφορούν το σύνολο της κοινωνίας, γ) η συνέχεια της οργανωμένης ζωής της κοινωνίας να απειλείται και δ) να είναι εξαιρετικός, με αποτέλεσμα τα υπό ομαλές συνθήκες μέτρα ή περιορισμοί, που προβλέπονται και επιτρέπονται από τη συνήθη έννομη τάξη να καθίστανται σαφώς ανεπαρκή. Εάν λοιπόν συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις τότε η Εξουσία μπορεί να λάβει συγκεκριμένα έκτακτα μέτρα, υπό την έννοια ότι αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι θίγουν τους κανόνες της συνήθους νομιμότητας.

Προϋπόθεση όμως για τη λήψη των μέτρων αυτών είναι η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας: α) τα μέτρα που λαμβάνονται θα πρέπει κατΆ αρχάς να είναι κατάλληλα προκειμένου να εκμηδενίσουν ή να μειώσουν το κίνδυνο, β) τα μέτρα πρέπει να εφαρμόζονται για όσο χρόνο είναι αναγκαία, γ) ο βαθμός απόκλισης των μέτρων από τα συνήθη επίπεδα προστασίας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων θα πρέπει να βρίσκεται σε αναλογία με τη σοβαρότητα της απειλής και δ) θα πρέπει να προβλέπεται η ύπαρξη επαρκών ασφαλιστικών δικλείδων ιδίως από τη δικαστική εξουσία για την αποφυγή καταχρήσεων.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η κατάσταση ανάγκης δεν εκχωρεί αρμοδιότητες ούτε διευρύνει τις ήδη εκχωρηθείσες αρμοδιότητες και δεν θέτει εκποδών ούτε μειώνει τους περιορισμούς που επιβάλλονται στην άσκηση της εξουσίας. Όταν οι συνταγματικές και νομοθετικές ρυθμίσεις που αναθέτουν αρμοδιότητες, αναγνωρίζουν δικαιώματα ή επιβάλουν περιορισμούς είναι τόσο σαφείς και συγκεκριμένες που δεν επιδέχονται ερμηνειών, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της θεωρίας περί καταστάσεως ανάγκης. Αν όμως οι διατάξεις αυτές έχουν τη μορφή γενικών κανόνων που θέτουν κάποιους όρους παρέχοντας στους ερμηνευτές τους ένα ευρύ περιθώριο εκτίμησης, οι έκτακτες συνθήκες μπορούν να ληφθούν υπΆ όψιν ώστε να διαφοροποιήσουν την συνήθη ερμηνεία τους υπό την προϋπόθεση πάντοτε της τήρησης της αρχής της ισότητας, της αναλογικότητας και της προστασίας του πυρήνα των συνταγματικών δικαιωμάτων.

Πολλά στοιχεία της θεωρίας των «εξαιρετικών περιστάσεων» υιοθέτησε και η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας στην πρόσφατη (668/2012) απόφασή της σχετικά με τη νομιμότητα του Μνημονίου, κρίνοντας ότι «η θεσπισθείσα (…) περικοπή αποδοχών και επιδομάτων (…) και συνταξιοδοτικών παροχών (…) (επρόκειτο για μέτρα εμπροσθοβαρή, δηλαδή αμέσου ενεργείας) αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της (…) άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της καταστάσεως, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν κατ' αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (…). Τα μέτρα δε αυτά (…) δεν παρίστανται (…) απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκομένων με αυτά σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθούν ότι δεν ήταν αναγκαία, λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της υπ' αυτού διαπιστωθείσης κρίσιμης δημοσιονομικής καταστάσεως υπόκειται σε οριακό μόνον δικαστικό έλεγχο. (…) Περαιτέρω, (…) αβασίμως προβάλλεται ότι ο νομοθέτης παρέλειψε να εξετάσει (…) το ενδεχόμενο υιοθετήσεως εναλλακτικών λύσεων, ηπιότερων (…) διότι (…) η αντιμετώπιση της δυσμενούς οικονομικής καταστάσεως της Χώρας (…) δεν στηρίζεται μόνον στην μείωση των δαπανών μισθοδοσίας (…) και των δαπανών των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών, αλλά στη λήψη και άλλων μέτρων, οικονομικών, δημοσιονομικών και διαρθρωτικών (…). Εξ άλλου, απορριπτέος τυγχάνει και ο (…) ισχυρισμός ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, δεν προσδόθηκε προσωρινός χαρακτήρας στα επίμαχα μέτρα. Και τούτο διότι (…) με το σύνολο των μέτρων (…) επιδιώκεται (…) όχι μόνον η αντιμετώπιση της (…) οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, αλλά και η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, κατά τρόπο που θα διατηρηθεί και στο μέλλον. ¶λλωστε, με τα επίμαχα μέτρα, τα οποία αναφέρονται σε κατάργηση ή μείωση ορισμένων μόνον επιδομάτων ή συνταξιοδοτικών παροχών (…) εξασφαλίζεται (…) ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του (…) γενικού συμφέροντος και την ανάγκη προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων και συνταξιούχων (…). Περαιτέρω, (…) δεν συντρέχει περίπτωση παραβιάσεως ούτε του προστατεύοντος την ιδιοκτησία άρθρου 17 του Συντάγματος, (…) αλλά ούτε και της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, εφΆ όσον δεν κατοχυρώνεται από καμία συνταγματική ή άλλη διάταξη δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών ή συντάξεων και δεν αποκλείεται κατ' αρχήν η διαφοροποίηση αυτών αναλόγως με τις συντρέχουσες εκάστοτε συνθήκες. (…) Εξάλλου, ο λόγος ακυρώσεως περί παραβιάσεως του προστατεύοντος την ανθρώπινη αξία άρθρου 2 του Συντάγματος, (…) είναι απορριπτέος (…) διότι η συνταγματική αυτή διάταξη, όπως (…) και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών ή συντάξεως, εκτός αν συντρέχει περίπτωση διακινδυνεύσεως της αξιοπρεπούς διαβιώσεως (…)».

Στη συνέχεια όμως το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να θέσει τα όρια της δράσης του νομοθέτη, τόσο στην παρούσα όσο και σε μελλοντικές φάσεις της κρίσεως. Σχετικά λοιπόν αναφέρεται ότι «σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσεως (…) δύναται (ο νομοθέτης) να θεσπίσει μέτρα περιστολής δαπανών που συνεπάγονται οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, πλην η δυνατότητα αυτή έχει ως όριο την καθιερούμενη από το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων εκάστου, καθώς και την καθιερούμενη στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Τούτο σημαίνει ότι η επιβάρυνση αυτή πρέπει να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα. Και τούτο διότι, εν όψει και της καθιερουμένης στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξιώσεως του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, οι οποίοι, κατά κανόνα, είναι συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους, και να ευνοούνται άλλες κατηγορίες από την ασυνέπεια των οποίων - κυρίως στο πεδίο της εκπληρώσεως των φορολογικών τους υποχρεώσεων - προκαλείται σε μεγάλο ποσοστό η δυσμενής αυτή συγκυρία». Με την αρκετά έντονη αυτή επέμβασή του το Δικαστήριο δεν προαναγγέλλει μεν κάποια μελλοντική κρίση του, ενημερώνει όμως το νομοθέτη ως προς τα όρια εντός των οποίων μπορεί να κινηθεί και προειδοποιεί οπωσδήποτε ως προς τα κριτήρια που θα χρησιμοποιήσει σε επόμενη περίπτωση.

Αντίστοιχες, σκέψεις και παραδοχές υπάρχουν σε αρκετές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας με αφορμή ζητήματα και ρυθμίσεις τα οποία αφορούν άμεσα την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης ή σχετίζονται έμμεσα με αυτήν. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του υπΆ αριθμ. 285/2011 πρακτικού επεξεργασίας της Ολομελείας στο οποίο ενόψει συστάσεως νέων οργανικών θέσεων Ελληνικής Αστυνομίας γίνεται δεκτό ότι το υπό επεξεργασία σχέδιο προεδρικού διατάγματος δεν προτείνεται νομίμως διότι δεν υπάρχει βεβαίωση ότι η δαπάνη συστάσεως των θέσεων αυτών ανταποκρίνεται στο Μεσοπρόθεσμο πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής

Είναι λοιπόν σαφές ότι παρόλο που οι έκτακτες συνθήκες και η ανάγκη για την εξυπηρέτηση του επιτακτικού γενικού συμφέροντος επιτρέπουν ή μάλλον επιβάλλουν στο δικαστή νΆ αποφασίσει εάν η απόκλιση από τη συνήθη νομιμότητα είναι δικαιολογημένη και συνεπώς ανεκτή, εντούτοις δεν τον καθιστούν Κυρίαρχο, κατά τον ορισμό του Carl Schmitt στην «Πολιτική Θεολογία» σύμφωνα με τον οποίο Κυρίαρχος σΆ ένα πολίτευμα είναι αυτός που έχει την εξουσία να κρίνει εάν υφίστανται έκτακτες συνθήκες. Τούτο διότι η κρίση του δικαστή ως προς το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη ή έστω στηριζόμενη σε ιδεολογικές καταβολές, προσωπικές απόψεις και κοσμοθεωρίες. Αντιθέτως, η κρίση αυτή πρέπει να είναι μεθοδολογικά άρτια, δογματικά συνεπής, νΆ αναγνωρίζει την ευρύτατη διακριτική ευχέρεια που παρέχει στην πολιτική εξουσία η λαϊκή νομιμοποίηση και να στηρίζεται σε γενικά παραδεδεγμένες νομικές έννοιες και αρχές όπως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η αρχή της ισότητας και η αρχή της αναλογικότητας, οι οποίες χάρη στη νομολογιακή επεξεργασία που έχουν υποστεί στη διάρκεια του χρόνου έχουν αποκτήσει ένα αυστηρό κανονιστικό περιεχόμενο που δεν αφήνει περιθώρια για υποκειμενισμούς και αυθαιρεσίες. Ο δικαστής λοιπόν δεν πρέπει να είναι Κυρίαρχος αλλά δεν μπορεί να είναι και απών. Έχει ως ύψιστη συνταγματική αποστολή να εντοπίζει και να θέτει τα όρια εντός των οποίων οφείλει να κινηθεί η πολιτική εξουσία προκειμένου νΆ ασκήσει τις ευρείες αποφασιστικές της αρμοδιότητες. Η αποστολή δε αυτή γίνεται ακόμη πιο σημαντική σε περιόδους κρίσεων κατά τη διάρκεια των οποίων τα περιθώρια για λανθασμένες επιλογές στενεύουν καθώς οι συνέπειες τους ενδέχεται να είναι ολέθριες. Στις περιπτώσεις αυτές καθίσταται επιτακτική η προσήλωση στις θεμελιώδεις αξίες του κράτους δικαίου νομικού μας πολιτισμού την οποία ο δικαστής έχει την αρμοδιότητα αλλά και την ικανότητα να εξασφαλίσει.

Εκτύπωση

Χάρτης

Που θα μας βρείτε

Σόλωνος και Σίνα 26, Αθήνα,

στο νεοκλασσικό κτίριο

έναντι της Νομικής Σχολής. 

Τηλ. 210- 3800702-703, 3627-332

Καθημερινά 11π.μ έως 9.30 μ.μ ,

πλην Σαββάτου και Κυριακής.


Copyright © 2015  avalon

istanbul escort taksim escort istanbul escort kartal escort pendik escort tuzla escort