Φ. Αρναούτογλου, Αντιπροέδρου του ΣτΕ ε.τ, Η προσωπικότητα του Δικαστή και η Νομολογία

                Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΚΑΙ Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

                Δεν υπάρχει αµφιβολία ότι η προσωπικότητα του καθενός µας, όπως διαµορφώνεται από το DNA και τα βιώµατά του, επηρεάζει ό,τι κάνει. Όπως, λοιπόν, η προσωπικότητα των κυβερνώντων επηρεάζει τα έργα τους, έτσι και η προσωπικότητα του δικαστή επηρεάζει τις αποφάσεις του.

                Από την άποψη αυτή, θυµάµαι πόση εντύπωση µου είχε κάνει η διαπίστωση που είχα ακούσει στα φοιτητικά έδρανα ότι αλλιώς δικάζει τον κατηγορούµενο για βιασµό ο πατέρας αγοριού και αλλιώς ο πατέρας κοριτσιού.                  Εξάλλου, πρόσφατα, είδαµε πόσο διαφορετικά   αντιµετώπισε την έκδοση των 8 Τούρκων στρατιωτικών το Συµβούλιο Εφετών. Γιατί, ενώ η κοινή λογική απαιτεί όµοια αντιµετώπιση οµοίων καταστάσεων, δεν την είχαµε. Όλοι τους κρίθηκαν από τον ίδιο δικαστικό σχηµατισµό, αλλά από διαφορετικούς δικαστές, που,  µε άλλη προσωπικότητα ο καθένας, κατέληξαν σε διαφορετικές κρίσεις. 

                  Κάτι ανάλογο είχε συµβεί στην Γαλλία επί de Gaulle µε τον OAS, την οργάνωση που προσπαθούσε να τον ανατρέψει για το ζήτηµα της Αλγερίας. Ο µεν αρχηγός την γλύτωσε στο Στρατοδικείο µε κάθειρξη, ο δε  υπαρχηγός, αρκετά αργότερα, καταδικάστηκε, από άλλη σύνθεση φυσικά, σε θάνατο. Το γεγονός, που αντέβαινε στην κοινή λογική καθώς, µάλιστα, ο Πρόεδρος της Δηµοκρατίας, πεισµωµένος, αρνήθηκε να απονείµει χάρη, δείχνει ανάγλυφα τον ρόλο που παίζουν τα πρόσωπα, αλλά και η τύχη στην απονοµή της δικαιοσύνης.

                     Μπορεί το Ποινικό Δίκαιο να προσφέρεται ιδιαιτέρως για την µελέτη της επίδρασης της προσωπικότητας του δικαστή στην απόφασή του, αλλά δεν θα σας µιλήσω γι’ αυτό, καθώς  αφορµή της συγκέντρωσης είναι η παρουσίαση της εξαίρετης µετάφρασης από την συνάδελφο Κατερίνα Ρωξάνα του τόσο ενδιαφέροντος βιβλίου του Jeffrey Rosen των εκδόσεων Παπαζήση για ορισµένους διακεκριµένους δικαστές του Supreme Court των ΗΠΑ και την επίδρασή τους στην νοµολογία του. Αν και µη ειδικός, σας βεβαιώνω πως διαβάζεται µονορούφι, γεννάει δε, αυθόρµητα, το ερώτηµα : Τι συµβαίνει στα καθ’ ηµάς ; Με το ΣτΕ, π.χ. ;

                      Πρωτ’ απ’ όλα, µερικές βασικές διαφορές και υπογραµµίσεις : µπορεί και τα δύο ανώτατα δικαστήρια, το αµερικανικό και το ελληνικό, να ασκούν έλεγχο συνταγµατικότητας των νόµων, άλλη, όµως, επίδραση έχεις στην νοµολογία όταν είσαι δικαστής ενός ολιγοµελούς δικαστηρίου, όπως το Supreme Court,  και άλλο το να είσαι ένας από τους 60 του Συµβουλίου Επικρατείας. Άλλο το να είσαι ισόβιος, και άλλο το να αποχωρείς στα 67, αν είσαι δε Πρόεδρος, µε την συµπλήρωση 4ετίας. Άλλο το να είσαι αµιγώς πολιτική επιλογή, και µάλιστα έντονα πολιτικοποιηµένος, όπως ο Douglas που είχε ως και βλέψεις για την προεδρία των ΗΠΑ, ή ο Black, που είχε διατελέσει µέλος της Κου Κλουξ Κλαν, και εντελώς διαφορετικό το να είσαι δικαστής καριέρας, όπως στην Ελλάδα. Και βέβαια, άλλο το να έχει αποτελέσει η ζωή σου αντικείµενο µιας τόσο ενδελεχούς διερεύνησης µε µεγεθυντικό φακό όπως του Rosen, και άλλο το να είσαι δικαστής σε µια Χώρα όπως την δικιά µας που µπορεί µεν να ασχολείται λεπτοµερώς µε την προσωπική ζωή του κάθε τραγουδιστή ή ηθοποιού, δεν δείχνει όµως, και ευτυχώς, το παραµικρό ενδιαφέρον για την ζωή των δικαστών της, έστω και αν αυτοί αποφασίζουν για πολύ σηµαντικότερα πράγµατα για τους πολίτες της. 

                     Να διευκρινίσω εξαρχής ότι, καθώς δεν γνωρίζω ενδιαφέροντα στοιχεία για την ζωή συναδέλφων, αν περιµένετε ανάλογες αποκαλύψεις για τα καθ’ ηµάς, θα σας απογοητεύσω. Ούτε καν αόριστες περιγραφές του τύπου πώς δικάζει ο «αυταρχικός», ο «ήπιος» ή ο «σκληρός» είµαι σε θέση να κάνω. Αυτό που θα σκιαγραφήσω, είναι ορισµένα χαρακτηριστικά από την ζωή του  Συµβουλίου Επικρατείας που ίσως αναδείξουν καλύτερα τις συνθήκες υπό τις οποίες η προσωπικότητα κάθε δικαστή επιδρά στην νοµολογία του δικαστηρίου. 

                    Άραγε, όταν αναφέροµαι σε δικαστές, περιλαµβάνω και αυτούς που στερούνται αποφασιστικής ψήφου, τους Παρέδρους ; Ακόµα και τους Εισηγητές που δεν µετέχουν καν στην διάσκεψη ; 

                   Ακόµη και τους Εισηγητές.  Πρωτ’ απ’ όλα, είναι απολύτως εφικτό, µε τις φρέσκες ιδέες τους, να  επηρεάζουν τους Συµβούλους-εισηγητές των υποθέσεων, των οποίων είναι βοηθοί. Το φαινόµενο, αν και δύσκολα ανιχνεύσιµο, δεν είναι σπάνιο. Επί πλέον, όµως, όπως ευθύς αµέσως θα δείτε, ακόµα και άµεσος επηρεασµός της νοµολογίας από Εισηγητή δεν αποκλείεται.                       Λίγο πριν την δικάσιµο, ο Σύµβουλος παρατήρησε σε βοηθό του ότι δεν του είχε µνηµονεύσει στην εισήγηση µιαν όλως πρόσφατη απόφαση, την οποία εύλογα αγνοούσε, αφού µόλις είχε δηµοσιευθεί, εκείνος δε την έµαθε γιατί έτυχε να µετέχει στην σύνθεση. Του ζήτησε, λοιπόν, να αλλάξει την εισήγηση, προσαρµόζοντάς την κατάλληλα. Ο Εισηγητής την επέστρεψε µε την παρατήρηση ότι  δεν συµφωνούσε µε την έννοια του νόµου όπως την είχε αποδώσει η απόφαση. Ο Σύµβουλος το ξανασκέφτηκε, πήγε στον Πρόεδρο, εκείνος συγκάλεσε την σύνθεση της απόφασης, και µε την παρουσία του Εισηγητή έγινε νέα διάσκεψη που κατέληξε στην παραδοχή της εισήγησής του. Έλα, όµως, που η απόφαση είχε ήδη δηµοσιευθεί. Κανένα πρόβληµα : καθώς ευτυχώς, δεν άλλαζε το διατακτικό, αντικαταστάθηκε µόνη η κρίσιµη σκέψη του χειρογράφου. Πρόκειται για τελείως ανορθόδοξη περίπτωση, αλλά, όπως βλέπετε, τίποτε δεν αποκλείεται.

                         Ως προς  τους Παρέδρους που όχι µόνο µετέχουν των διασκέψεων, έστω και µε συµβουλευτική ψήφο, αλλά ορίζονται και εισηγητές υποθέσεων, τα περιθώρια επίδρασης στην νοµολογία είναι, ασφαλώς, πολύ µεγαλύτερα. Πρώτ’ απ’ όλα, από την εµπειρία µου σας βεβαιώνω ότι υπάρχουν Πάρεδροι µε τέτοια προσωπικότητα και τέτοια κατάρτιση που οι απόψεις τους όχι απλώς ακούγονται, αλλά συχνά κατισχύουν των απόψεων Συµβούλων. Πρόκειται για τους Παρέδρους εκείνους, τους οποίους οι Πρόεδροι, όταν έχουν να χρεώσουν µια δύσκολη υπόθεση,  προτιµούν και από Συµβούλους, οι οποίοι, όµως, δυστυχώς δεν ανταµείβονται επαρκώς την ώρα των προαγωγών, όπου βασιλεύει πάντα ο νόµος της αρχαιότητας.

                       Εκτός αυτού, όµως, η επίδραση των Παρέδρων στην νοµολογία είναι εξ ορισµού έντονη γιατί, ως εισηγητές υποθέσεων, συντάσσουν σχέδια αποφάσεων. Και ναι µεν συνήθως η διάσκεψη τους δίνει συγκεκριµένες κατευθύνσεις, οι δε Πρόεδροι καιροφυλακτούν κατά την θεώρηση των σχεδίων, όχι, όµως, πάντα. 

                        Θυµάµαι, για παράδειγµα, προ 30ετίας που, ως Πάρεδρος, είχα να αντιµετωπίσω σε υπόθεση ένα δυστυχώς όχι και τόσο σπάνιο φαινόµενο, την µη αποστολή του φακέλου από την Διοίκηση παρά την έκδοση σχετικής προδικαστικής απόφασης. Η πάγια µέχρι τότε πρακτική ήταν η έκδοση νέας προδικαστικής. Το θεώρησα εξευτελιστικό για το Δικαστήριο, θύµισα στην διάσκεψη ότι στην Γαλλία λένε «Quand l’Administration perd son dossier, elle perd aussi son procès» και πρότεινα να δεχθούµε ως ακριβή την πραγµατική βάση των ισχυρισµών του αιτούντος. Και ναι µεν η διάσκεψη το δέχθηκε «δια βοής», χωρίς, όµως, να πολυπραγµονήσει ως προς το πού θα στηρίζαµε την κρίση µας. Ελλείψει, λοιπόν, σχετικών οδηγιών, έγραψα ό,τι νόµιζα ότι θα δικαιολογούσε την  απόφαση, ο δε Πρόεδρος, που δεν φηµιζόταν για την σχολαστικότητά του, αµέσως την δηµοσίευσε. Με αυτά τα δεδοµένα, καταλαβαίνετε τι εντύπωση µου έκανε όταν, λίγο καιρό µετά, διάβασα µια πολυσέλιδη ανάλυση πανεπιστηµιακού στο «Σύνταγµα» για το τι ήθελε να πει το ΣτΕ στο άλφα σηµείο της απόφασης και τι στο βήτα…. Αν ήξερε, σκεφτόµουν, πώς γράφτηκε…… 

                            Ας έρθουµε τώρα στους κύριους πρωταγωνιστές της νοµολογίας, τους Συµβούλους της Επικρατείας που την διαµορφώνουν στις 7µελείς και 5λείς συνθέσεις των Τµηµάτων και στην Ολοµέλεια. 

                            Μια πρώτη παρατήρηση : ενώ εύλογα αποδίδεται από όλους ιδιαίτερη βαρύτητα στις αποφάσεις της Ολοµελείας αφού σε αυτήν εισάγονται  απευθείας απ’ τον Πρόεδρο ή κατόπιν παραποµπής από τα Τµήµατα τα σηµαντικότερα ζητήµατα, αυτή, µε τα τόσα µέλη της,-- παλιότερα πάνω από 30, σήµερα ευτυχώς κάπως λιγότερα-, είναι, ασφαλώς, ο χειρότερος σχηµατισµός του ΣτΕ. Γιατί, τι σοβαρός επιστηµονικός διάλογος µπορεί να γίνει σε συνθήκες συνελεύσεως πολυκατοικίας ; Αφήνω που, µερικές φορές, τα ζητήµατα είναι τόσο ειδικά που δύσκολα τα παρακολουθούν οι µη εξειδικευµένοι Σύµβουλοι των λοιπών Τµηµάτων. 

                     Αυτή η ανάλυση και ανταλλαγή απόψεων, αυτή η µαγεία, αν θέλετε, της διάσκεψης που περιέγραφε ποιητικά ο Στασινόπουλος και καταλήγει στην ωρίµανση των γνωµών, ενώ επιτυγχάνεται στο Τµήµα, είναι εντελώς ανέφικτη στην Ολοµέλεια λόγω του µεγάλου αριθµού των µελών της. Υπάρχουν, βέβαια, οι προικισµένοι µε το χάρισµα του λέγειν και της πειθούς. Υπάρχουν, όµως, και µερικοί που, µεθώντας από την ίδια την πολυλογία τους, χαρακτηρίζονται από  τις ιερεµιάδες τους. Οι περισσότεροι σιωπούν. Αποτελούν την «σιωπηλή πλειοψηφία» που σκέπτεται. 

                       Πώς διαµορφώνει, αλήθεια, ο δικαστής την κρίση του ; Συνήθως, βέβαια, όπως κάθε νοµικός, ακολουθώντας τους γνωστούς κανόνες της ερµηνείας. Συνήθως. Γιατί υπάρχουν περιπτώσεις που το συµπέρασµα στο οποίο κατέληξε δεν του φαίνεται λογικό, του φαίνεται παράλογο. Τί κάνει τότε;                         Τι εννοώ ; Παράδειγµα από τα παλιά  : κανονιστική υπουργική απόφαση επέβαλε φόρο πολυτελείας σε είδη χρυσοχοΐας και οι χρυσοχόοι (Ζολώτας, Λαλαούνης κλπ) προέβαλαν αντίθεσή της στο άρθρο 78 του Συντάγµατος, το οποίο για την επιβολή φόρου απαιτεί τυπικό νόµο. Ασφαλώς και είχαν δίκιο. Όµως, τί να πεις ; Ότι είναι αντισυνταγµατική η επιβολή φόρου πολυτελείας στα χρυσαφικά ; 

                         Σε µια τέτοια περίπτωση, πρόβληµα δεν έχουν, βέβαια, οι λιγοστοί οπαδοί της σχολής dura lex sed lex. To έχουν οι άλλοι, οι πολλοί. Και εκεί, παίζει ρόλο η προσωπικότητα ενός εκάστου.

                         Θέλετε κι’ άλλο παράδειγµα ; Θα θυµόσαστε ίσως ότι προ 20ετίας, κατά την εισαγωγή στα ΑΕΙ ίσχυε το σύστηµα της κατοχύρωσης των βαθµών. Μπορούσε, δηλαδή, ο υποψήφιος να κρατήσει ορισµένους βαθµούς, και την επόµενη χρονιά, σε αντίθεση µε τους άλλους που έδιναν εξετάσεις σε όλα τα µαθήµατα, αυτός εξεταζόταν µόνο στα υπόλοιπα. Αναρωτήθηκα κατά πόσο το σύστηµα αυτό ήταν σύµφωνο µε την αρχή της ισότητας και το θέµα ήρθε στην Ολοµέλεια. Έχω την αίσθηση ότι οι περισσότεροι συνάδελφοι συµφωνούσαν ότι είναι αντισυνταγµατικό. Πώς, όµως, να ανατρέψεις στα καλά-καθούµενα τα αποτελέσµατα των πανελληνίων εξετάσεων που είχαν ήδη διεξαχθεί και αφορούσαν χιλιάδες υποψηφίων ; Όπως είπε ο Πρόεδρος, αλλιώς

θα ήταν αν το θέµα µας είχε τεθεί κατά την επεξεργασία σχεδίου διατάγµατος, και αλλιώς τώρα, εκ των υστέρων. Να, λοιπόν, που η δύναµη των τετελεσµένων επηρεάζει διαφορετικά τον κάθε Σύµβουλο. 

                       Σας ανέφερα την συνήθη διεργασία στο µυαλό του δικαστή  που ξεκινάει απ’ τον νόµο αλλά, µερικές φορές, όταν φτάνει στο «δια ταύτα», διστάζει. Υπάρχουν, πάντως, και ορισµένες περιπτώσεις που ξεκινάει ανάποδα, από το «δια ταύτα». 

                      Πότε ; Δεν βρίσκεσαι, βέβαια, στο µυαλό του καθενός για να ξέρεις τι ακριβώς σκέπτεται, «ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει». Και δεν υπάρχει  αµφιβολία ότι αυτή η µέθοδος µπορεί να οφείλεται σε κίνητρα απολύτως καταδικαστέα. Για παράδειγµα, όταν ρώτησα κάποτε φίλο απορώντας για την ψήφο του,  εισέπραξα εν ψυχρώ την απάντηση ότι αυτό του είχε ζητήσει γνωστός πολιτικός. Μην απορήσετε, βέβαια, αν σας πω ότι αργότερα αυτός έγινε Πρόεδρος του ΣτΕ…...

                    Αλλά, απ’ την άλλη, µην νοµίσετε ότι οι δικαστές που ξεκινούν από το «δια ταύτα» έχουν πάντα τέτοια κίνητρα. 

                     Συνήθως, κάτι άλλο συµβαίνει. Καθώς ο δικαστής, και µάλιστα στο ανώτατο δικαστήριο από πολύ νωρίς αντιλαµβάνεται την µεγάλη αλήθεια ότι δίκαιο δεν είναι αυτό ακριβώς που ορίζουν οι νόµοι, αλλά αυτό που λέει αυτός ότι ορίζουν οι νόµοι, έχει τον πειρασµό, υπό το πρόσχηµα της ερµηνείας, ουσιαστικά να νοµοθετήσει. Διακηρύσσει, λοιπόν, ως κείµενο δίκαιο αυτό που, κατά την άποψή του, θα έπρεπε να πει ο νοµοθέτης, κάνει µια διορθωτική, µια «δηµιουργική» ερµηνεία, όπως µιλάµε για «δηµιουργική λογιστική». Στην περίπτωση που είναι αυτής της σχολής,  κατ’ εξοχήν τα βιώµατα που λέγαµε τον επηρεάζουν. Έτσι, για παράδειγµα, οι φίλοι του περιβάλλοντος βλέπουν τα θέµατα υπό δεδοµένο πρίσµα. Όπως οι φίλοι του Ολυµπιακού, ή του ΠΑΟ. Είτε των στρατιωτικών κλπ. 

                         Όταν, εν πάση περιπτώσει, ο δικαστής καταλήξει στην γνώµη του, το επόµενο σηµείο που αξίζει, νοµίζω, να προσεχθεί είναι το πώς θα αντιµετωπίσει τυχόν  αντίθετη νοµολογία. Αν, βέβαια, δεν υπάρχει, δεν έχει πρόβληµα. Αν, όµως, υπάρχει ; 

                         Ίσως, τους περισσότερους το ζήτηµα να αφήνει παγερά αδιάφορους. Αυτά έλεγαν οι πριν, σου λένε, εγώ τώρα λέω άλλα.

                        Εµένα, πάντως, το οµολογώ, το ζήτηµα µε απασχόλησε πλείστες όσες φορές. Μόλις έγινα Σύµβουλος, ο Πρόεδρος  µε απ’ ευθείας εισαγωγή υπόθεσης στην Ολοµέλεια έφερε ένα θέµα που αυτή είχε επιλύσει κατόπιν παραπεµπτικής απόφασης Τµήµατος πριν από µόλις 3-4 χρόνια, κρίνοντας συνταγµατικό ένα όριο ηλικίας. Παρόλο που πίστευα ότι το µέτρο είναι αντισυνταγµατικό, ψήφισα το αντίθετο. Γιατί πίστευα ότι προέχει η ασφάλεια του δικαίου και ο σεβασµός του ρόλου του ΣτΕ ως ανωτάτου δικαστηρίου που χαράσσει την νοµολογία. Δεν µπορούµε να λέµε και να ξελέµε χωρίς λόγο τόσο γρήγορα, αφού τότε, όλοι θα σκέπτονται ότι  αυτά που λέµε σήµερα, αύριο µπορούν να  ανατραπούν.  

                         Ακόµη περισσότερο ταλαιπωρήθηκα ένα καλοκαίρι, µε σχέδιο πολεοδοµικού ΠΔ. Η Ολοµέλεια του Α’ Τµήµατος Διακοπών έκρινε συνταγµατική την εξουσιοδοτική του διάταξη και το ίδιο επανέλαβε η

Ολοµέλεια του Β’ Τµήµατος Διακοπών, που επελήφθη λόγω καθυστέρησης. Το ΠΔ δηµοσιεύτηκε. Αλλά η Διοίκηση, ανακαλύπτοντας µιαν αβλεψία, έστειλε νέο σχέδιο για την αντικατάσταση µιας γραµµής του που εισήχθη στην Ολοµέλεια του Γ’ Τµήµατος Διακοπών,  στο οποίο υπηρετούσα. Παρόλο που πίστευα ότι η εξουσιοδοτική διάταξη ήταν αντισυνταγµατική, δεν συµφώνησα µε τους συναδέλφους µου ότι είναι δυνατόν το ΣτΕ, το οποίο ως σώµα, είχε συστήσει στον Πρόεδρο της Δηµοκρατίας να υπογράψει το  ΠΔ, να του λέει λίγες µέρες µετά τα ακριβώς αντίθετα µόνο και µόνο γιατί είχε αλλάξει η σύνθεσή του.

                            Ας έρθω τώρα στην ειδικότερη επίδραση του Προέδρου και των Αντιπροέδρων στην νοµολογία. Οι οποίοι, ας µην το ξεχνάµε, σε αντίθεση µε τους λοιπούς συναδέλφους τους που δεν χρωστούν την θέση τους στους πολιτικούς, έχουν το κοινό χαρακτηριστικό µε τους δικαστές του Supreme Court ότι έγιναν αυτό που είναι χάρις στην πολιτική ηγεσία. Επί τη ευκαιρία, επιτρέψτε µου δυο λόγια επ’ αυτού.

                            Και στις ΗΠΑ, και σε µας η πολιτική ηγεσία στοχεύει πάντα στην επιλογή φιλικών προς αυτήν προσώπων. Βρίσκω, όµως, το αµερικανικό σύστηµα ειλικρινέστερο. Η επιλογή γίνεται µε απροκάλυπτα πολιτικά κριτήρια και το αυτό ισχύει για την επικύρωσή της από την Γερουσία. 

                           Ενώ σε µας, βασιλεύει η υποκρισία. Υποτίθεται ότι η επιλογή του προεδρείου γίνεται ανάµεσα στους υπηρετούντες ανώτατους δικαστές µε υπηρεσιακά κριτήρια. Και, άλλωστε, το ίδιο το Σύνταγµα απαγορεύει στους δικαστές να εκδηλώνουν τα πολιτικά τους φρονήµατα. Αλλά πώς είναι δυνατή µια επιλογή µε υπηρεσιακά κριτήρια όταν ούτε υπηρεσιακές εκθέσεις για τους κρινόµενους υπάρχουν, ούτε οι κριτές, τα µέλη του Υπουργικού Συµβουλίου, είναι κατ’ ανάγκη νοµικοί ; Μοιραία, εποµένως, η επιλογή γίνεται µε βάση  άλλα κριτήρια. Μήπως, άραγε, αυτό σηµαίνει ότι το Υπουργικό Συµβούλιο µελετάει τις  γνώµες που κατά καιρούς έχουν εκφράσει οι υποψήφιοι για να αντιληφθεί τους πολιτικά συγγενέστερους ; 

                     Ελάτε, τώρα, ξέρουµε πώς γίνονται δα αυτά στην Ελλάδα. Βασιλεύει, όπως παντού, σε κάθε τοµέα, ο νόµος «ο γνωστός του γνωστού». Με αποτέλεσµα να επιλέγονται εκείνοι, για τους οποίους υπάρχουν πληροφορίες ότι είναι «ηµέτεροι». Το αν οι πληροφορίες αυτές ήσαν ακριβείς και, κυρίως, το κατά πόσον οι επιλεγέντες θα είναι ευγνώµονες αποδεικνύεται, όπως και στην Αµερική, εκ των υστέρων.

                       Παλαιότερα είχα την απορία γιατί γίνεται τόσος ντόρος για το ποιος θα γίνει Πρόεδρος και ποιος Αντιπρόεδρος, αφού κι’ αυτοί, όπως και οι Σύµβουλοι, µια ψήφο  διαθέτουν. Αν λένε κάτι εύστοχο στην διάσκεψη, αν η πειθώ τους είναι µεγάλη, τι σηµασία έχει ο βαθµός τους ; 

                     Αλλά δεν είναι έτσι. Πρώτα απ’ όλα, η θεώρηση των σχεδίων  αποφάσεων που, ως προεδρεύοντες, τους ανήκει, έχει τεράστια σηµασία για την νοµολογία. Αλλά και εκτός της αιθούσης των διασκέψεων υπάρχουν µηχανισµοί που επιτρέπουν στον Πρόεδρο, κυρίως, του Δικαστηρίου να επηρεάσει, αν θέλει. Όπως µε τον ορισµό του εισηγητή. Ή τον ορισµό της δικασίµου, καθώς γνωρίζει την σύνθεσή της. Ή µε την συγκρότηση της ΕΑ. Ή µε την εισαγωγή υπόθεσης απ’ ευθείας στην Ολοµέλεια. Σας διηγήθηκα ήδη περίπτωση επαναφοράς ζητήµατος στην Ολοµέλεια µε αποτέλεσµα, µάλιστα, την αλλαγή της νοµολογίας. 

                    Αλλά και οι Αντιπρόεδροι, που προεδρεύουν των Τµηµάτων, κρατώντας σηµαντικές υποθέσεις στο υπό τον έλεγχό τους Τµήµα και µη στέλνοντάς τες στην Ολοµέλεια µέχρις ότου παγιωθεί µια νοµολογία σε βαθµό µη αναστρέψιµο, µπορούν να την επηρεάσουν ιδιαιτέρως. Οπότε, όπως βλέπετε, και αυτών η προσωπικότητα  και το πώς ασκούν τα καθήκοντά τους παίζει ρόλο.

                      Παρά ταύτα, έχω την εντύπωση ότι, εκτός, ίσως, του Μιχαήλ  Δεκλερή στα πλαίσια του Ε΄Τµήµατος, κανείς Πρόεδρος στο ΣτΕ  δεν χάραξε νοµολογία που να χαρακτήρισε µιαν εποχή. Γιατί ; Κυρίως γιατί πρόκειται για πολυπρόσωπο δικαστήριο µε αέναη ροή δικαστών, λόγω του ορίου της ηλικίας, αλλά και του περιορισµού της θητείας των Προέδρων. Δεν νοµίζω, λοιπόν, ότι µπορούµε να µιλάµε για το Συµβούλιο του Τάδε ή του Δείνα.

                      Άσε που τέτοιες προσωποποιήσεις, παρόλο που αρέσουν στην εποχή µας, οδηγούν συχνά σε λάθη. Θυµάµαι, κάποτε, στην Ολοµέλεια, ο Πρόεδρος ήταν κάθετα αντίθετος σε εισήγησή µου, θεωρώντας την τερατώδες λάθος. Όταν διαπίστωσε από τις τοποθετήσεις, πού έγερνε η παλάντζα, διέκοψε για µισή ώρα την διάσκεψη και µε παρακάλεσε να προτείνω έστω µια µέση λύση. Αρνήθηκα, επιµένοντας, και, τελικά, η απόφαση βγήκε κατά την εισήγηση. Μετά µερικά χρόνια, όταν αποχώρησε, στην καθιερωµένη εκδήλωση, τον λόγο πήρε ο καθηγητής Σπηλιωτόπουλος, ο οποίος, αρχίζοντας την laudatio του απερχοµένου, ξεκίνησε την απαρίθµηση των σπουδαίων αποφάσεων που βγήκαν υπό την εµπνευσµένη προεδρία του µε πρώτη ακριβώς αυτήν. 

                   Επιχείρησα, κατ’ ανάγκη µέσα από την δική µου προσωπική οπτική, να ρίξω φως σε ορισµένες όχι και τόσο γνωστές πτυχές της ζωής του ΣτΕ που επιτρέπουν να αναδειχθεί η επίδραση της προσωπικότητας των δικαστών του στην νοµολογία του. Ελπίζω να µην σας κούρασα.

                                                     

Εκτύπωση