Νομικό Σπουδαστήριο Α. Προυσανίδη

ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ*,ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ, Δημοσιευμένη στην ΕΔΔΔ 2007, σ.5

ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ*

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ

Αντιπρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου

Ι) Εισαγωγή

Όπως είναι γνωστό, το Συνταγματικό κείμενο, συμπυκνώνει πολύτιμη κοι¬νωνική συναίνεση και κάθε ά-καιρη ή αδικαιολόγητη μεταβολή του, ενέχει κινδύνους απορρύθμισης της Πολιτείας, με την ανατροπή ισορ-ροπιών που αποκτήθηκαν με κόπο. Ιδιαίτερα, ένα τυπικό και αυστηρό Σύνταγμα, όπως το ελλη¬νικό, που θε-σπίζει περιορισμούς ως προς την έκταση και τη διαδικασία της αναθεώρησής του, αποκλείει εξ ορισμού τις μεγάλες και συχνές μεταβολές. Η απόφαση για την αναθεώρηση, πρέπει να έχει διττό σκοπό, αφενός μεν την προ¬σαρμογή του θεμελιώδους νόμου στις μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες, αφ’ ετέρου δε τη διόρθωση δυσλειτουργιών του συστήματος. Έτσι δεν κρί¬νε¬ται ενδεδειγμένη η αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων, είτε προς αντιμετώπιση συγκυριακών προβλημάτων χωρίς θεσμική διάσταση, είτε για την ικανοποίηση θεωρητικών ανησυχιών χωρίς αντίκρισμα σε συγκεκριμένα πρακτικά προβλήματα, είτε για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων, σε θεσμούς με μακροχρό¬νια λειτουργία, που έχουν παγιωθεί στη συνείδηση των πολιτών και του νομικού κόσμου.

Με τα δεδομένα αυτά, στο πλαίσιο της συζήτησης για την αναθεώρηση του Συντάγματος που ξεκίνησε με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης, η αναθεώρη¬ση πρέπει να περιορισθεί στην αναζήτηση προτάσεων (που α-φορούν στο χώ¬ρο της Δικαιοσύνης και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ειδικότερα) και εντοπίζονται σε υπαρκτά λειτουργικά προβλήματά τους.

Προς την κατεύθυνση αυτή στοχεύει η παρούσα εισήγηση, ώστε να αποτελέσει αντικείμενο ενός γόνιμου διαλόγου, προκειμένου να θωρακιστεί θεσμικά το Ελεγκτικό Συνέδριο και ενισχυθεί ο ρόλος του στα πλαίσια του ευρωπαϊκού και διεθνούς περιβάλλοντος. Η εισήγηση αυτή αφορά δυο ενότητες: Η μια γενικά σε θέματα της Δικαιοσύνης αλλά, και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως ανώτατου δημοσιονομικού Δικαστηρίου, η δε άλλη αποκλειστικά του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

II) Γενικά περί δικαιοσύνης και Ελεγκτικού Συνεδρίου

1) Επιλογή προεδρείου Ανωτάτων Δικαστηρίων

Όταν το Σύνταγμα του 1911 ολοκλήρωσε τις εγγυήσεις της προσωπικής ανεξαρτησίας των Δικαστών, με την καθιέρωση του θεσμού του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, εξαίρεσε από την κρίση του τελευταίου την προαγωγή στις θέσεις του Προέδρου, Αντιπροέδρου και Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου (άρθρ. 90). Με το Σύνταγμα του 1975 γενικεύθηκε ο θεσμός του Ανώτατου Δι¬καστικού Συμβουλίου και στα τρία Ανώτατα Δικαστήρια, αλλά επαναλήφθη¬κε η διάταξη, που επιφυλάσσει στην Κυβέρνηση την επιλογή για τις θέσεις των Προέδρων, Εισαγγελέως και Αντιπροέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Η εξαιρετική αυτή ρύθμιση για το Προεδρείο των Ανωτάτων Δικαστηρίων, επιχει¬ρήθηκε να δικαιολογηθεί με διάφορα επιχειρήματα, τα οποία ξεκινούν απ’ την επίκληση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, που επιβάλλει να ελέγχεται τελικά από το λαό η άσκηση όλης της κρατικής εξουσίας και καταλήγουν στην επισήμανση των πρακτικών προβλημάτων ανάδειξης του Προεδρείου, από πρόσω¬πα που είναι και τα ίδια υποψήφιοι.

Ορθότερη ίσως είναι η άποψη, ότι η ρύθμιση λειτουργεί ως εγγύηση θεσμικής ισορροπίας μεταξύ των διαφόρων αμέσων πολιτικών οργάνων, τα οποία πρέπει, κατ’ αρχήν να υπόκεινται σε αμοιβαίο έλεγχο. Μια έρευνα της υπηρεσίας τεκμηρίωσης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων, που έγι¬νε το 1991, ως προς το καθεστώς των μελών των Ανωτάτων Δικαστηρίων στα κράτη - μέλη, κατέδειξε ότι κατά κανόνα, ο Πρόεδρος των Ανωτάτων Δικαστηρίων, διορίζεται από την εκτελεστική εξουσία, αλλά και όταν επιλέγεται ευθέως από τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή κατ’ άλλο τρόπο, η εκτελεστική εξουσία έχει συμπράξει στο διορισμό.

Με το Σύνταγμα του 2001 (άρθρ. 90 παρ. 5) παρέχεται η διακριτική ευχέρεια στην εκτελεστική εξουσία να επιλέγει τους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων, πλην όμως με την καθιέρωση θητείας όχι μεγαλύτερης των τεσσάρων ετών, τέθηκε φραγμός σε τυχόν προσπάθεια της εκάστοτε Κυβέρνησης, να εδραιώσει τις επιλογές της στην ηγεσία της Δικαιοσύνης, για μακρό χρονικό διάστημα. Παρόμοια συνταγματική πρόβλεψη, προτείνεται και για τους Αντιπροέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων, δηλαδή καθιέρωση θητείας, η οποία να μην υπερβαίνει την εξαετία. Ο βαθμός όμως του Αντιπροέδρου, λόγω της αύξησης του αριθμού των οργανικών τους θέσεων και στα τρία Ανώτατα Δικαστήρια, έπαψε να επιτελεί τη λειτουργία αναπλήρωσης του Προέδρου και αποτελεί πλέον έναν ενδιάμεσο βαθμό, στην ιεραρχία της δικαστικής λειτουργίας μεταξύ του Αρεοπαγίτη ή Συμβούλου και του Προέδρου. Η διαπίστωση αυτή είναι εμφανής, αν ληφθεί υπόψη ότι ο αριθμός των Αντιπροέδρων είναι τό¬σο μεγάλος, ώστε να είναι ίσος ή και να υπερβαίνει τον αριθμό όλων των Δικαστών των Ανωτάτων ή Συνταγματικών Δικαστηρίων σε πολλές δημοκρατικές χώρες. Τέλος θα πρέπει να επισημανθεί, ότι, αν η λύση αυτή εμπνέεται από την ιδέα να δοθεί η δυνατότητα σε περισσότερους να υπηρετήσουν στις κο¬ρυφαίες θέσεις της ιεραρχίας, ικανοποιώντας έτσι μια θεμιτή φιλοδοξία, δεν υπάρχει λόγος η λύση αυτή να μην ισχύσει και για τις θέσεις των Ανώτατων Δικαστών γενικά, τις οποίες θεμιτά επιθυμούν να καταλάβουν οι νεότεροι Δικαστές. Κατά συνέπεια η διατήρηση του ισχύοντος συστήματος, θα μπορούσε να προκριθεί ως η καλύτερη επί του παρόντος, προκειμένου να αντιμετωπισθεί στο μέλλον το ζήτημα της επιλογής των Προέδρων και Αντιπροέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων στις ευρύτερες διαστάσεις του.

2) Συνταγματικό Δικαστήριο

Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από τα Δικαστήρια, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο των μηχανισμών ελέγχου και ισορροπιών, που χαρακτηρίζουν τα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα. Όπως είναι γνωστό δυο είναι τα βασικά πρότυπα οργάνωσης του ελέγχου αυτού: το σύστημα του διάχυτου και το σύστημα του συγκεντρωτικού ελέγχου.

Το σύστημα του διάχυτου ελέγχου, εμφανίστηκε το δέκατο ένατο αιώνα και υπάρχει στις ΗΠΑ (1803), Ελλάδα (1871), Ελβετία (1874), Νορβηγία (1890), Δανία (1920), Σουηδία (1979), Ισλανδία, Ιαπωνία, μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο κ.ά. Το σύστημα του συγκεντρωτικού ελέγχου αποτελεί δημιούργημα του εικοστού αιώνα και εφαρμόζεται στην Αυστρία (1920), Γερμανία (1949), Ιταλία (1948), Γαλλία (1958), Κύπρο (1960), Τουρκία (1961), Πορτογαλία (1976), Ισπανία (1978), Βέλγιο (1980) κ.ά. Η υιοθέτηση από μια χώρα του ενός ή του άλλου συστήματος, εξηγείται κυρίως από ιστορικούς λόγους και από το γεγονός ότι κάθε χώρα προσαρμόζει τους δικαιοδοτικούς της θεσμούς στις δικές της ανάγκες και ιδιαιτερότητες. Το ελληνικό σύστημα δικαστι¬κού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, υπήρξε πρωτοποριακό στον ευρωπαϊκό χώρο: η ελληνική θεωρία και τα Δικαστήρια προηγήθηκαν στον το¬μέα αυτό έναντι των λοιπών ευρωπαϊκών χωρών. Η θεωρία ήδη από την ισχύ του Συντάγματος του 1844, είχε ταχθεί υπέρ της εξουσίας των Δικαστηρίων, να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων, βασιζόμενη στο χαρακτήρα του Συντάγματος, ως αυστηρού. Με τη 18/1871 απόφαση του Αρείου Πάγου και πα¬ρά τη σιωπή του Συντάγματος του 1864, έγινε δεκτό, ότι τα Δικαστήρια, δύνανται να θεωρήσουν ανίσχυρο νόμο, που διατελεί «εις πρόδηλον αντίθεσιν προς εναντίον ισχυροτέραν διάταξιν του Συντάγματος». Η νομολογία αυτή παγιώθηκε με την 23/1897 απόφαση του ΑΠ και την πρώτη απόφαση του Συμβου¬λίου της Επικρατείας (1/1929).

Υπό το άρθρο 5 του Συντάγματος του 1927, τέθηκε σχετική ερμηνευτική δήλωση, ενώ για πρώτη φορά αναγνωρίσθηκε ρητώς ο διάχυτος συνταγματικός έλεγχος με το Σύνταγμα (1952). Κατά το μακρό αυτό χρονικό διάστημα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, δεν παρατηρήθηκαν αισθητές επεμβάσεις στο έργο της νομοθετικής εξουσίας από τα Δικαστήρια, με ιδεολογικοπολιτικό υπόβαθρο. Από την άλλη πλευρά, με το σύστημα αυτό έχουν εξοικειωθεί οι παράγοντες της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, ο νομικός κόσμος και οι πολίτες. Στους τελευταίους μάλιστα, έχει εμπεδωθεί το αίσθημα, ότι με το ισχύον σύστημα απολαμβάνουν άμεσης προστασίας. Κατά συνέπεια δεν ενδείκνυται τόσο για ιστορικούς, όσο και για ουσιαστικούς λόγους οποιαδήποτε μεταβολή, η οποία θα αναιρούσε τα βασικά χαρακτηριστικά του ισχύοντος συστήματος, με το οποίο θεσπίζεται ο διάχυτος, παρεμπίπτων και συγκεκριμένος έλεγχος από τα τακτικά Δικαστήρια.

III) Ελεγκτικό Συνέδριο

1) Αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου (άρθρο 98 του Συντάγματος)

α) Κατά τα τελευταία χρόνια εισρέουν στη χώρα μας σημαντικά κονδύλια από την Ευρωπαϊκή Ένωση, για τη χρηματοδότηση διαρθρωτικών ενεργειών (κοινοτικά πλαίσια στήριξης), καθώς και για την καταβολή ενισχύσεων στα πλαίσια εφαρμογής της κοινής αγροτικής πολιτικής. Αρμόδιο για τον έλεγχο των εισροών αυτών, ως κοινοτικών δαπανών, είναι το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, συνεργάζεται με τους ομόλογούς του ελεγκτικούς θεσμούς των κρατών - μελών, σύμφωνα, με το άρθρο 248 της συνθήκης ΕΚ. Ήδη δε, μεταξύ του Ευρωπαϊκού και του ελλη¬νικού Ελεγκτικού Συνεδρίου, έχει αναπτυχθεί ποικιλόμορφη συνεργασία, που περιλαμβάνει τη συνεργασία των συναφών ζητημάτων, στα πλαίσια της επιτρο¬πής επαφών, των Προέδρων των Ανωτάτων Ελεγκτικών Ιδρυμάτων των κρατών - μελών και του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, τη συμμετοχή αντιπρο¬σωπείας του Δικαστηρίου στις αποστολές ελέγχου του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου στην Ελλάδα, τη διενέργεια κοινών ελέγχων κ.ά. Η συνεργασία αυτή, έχει επιτρέψει στο Ελεγκτικό Συνέδριο, να αποκτήσει μια σφαιρική και σε βάθος αντίληψη της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας, που είναι συχνά πολύπλοκη και δυσερμήνευτη και διέπει τις διαφορές, οι οποίες ανακύπτουν από την αναζήτηση χρηματοδοτήσεων, επιδοτήσεων ή ενισχύσεων, που καταβλήθηκαν αχρεώστητα για την υλοποίηση της κοινοτικής πολιτικής. Επομένως, κρίνεται σκόπιμη η συνταγματική κατοχύρωση, της εκδίκασης των δια¬φορών αυτών από το Ελεγκτικό Συνέδριο.

β) Ως προς τη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για την εκδίκαση υποθέσεων αστικής ευθύνης (άρθρο 98 παρ. 1 εδαφ. ζ΄), πρέπει να διευκρινισθεί ότι, στη δικαιοδοσία αυτή υπάγονται οι σχετικές υποθέ-σεις όλων των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, κ.λ.π. Με την προσθήκη αυτή στην ως άνω διάταξη και των λειτουργών του Δημοσίου, θα περιληφθούν σ’ αυτήν διάφορες κατηγορίες, οι οποίες εξαιρούνται, όπως Νομάρχες, ιατροί του ΕΣΥ, κύριο προσωπικό του Ν.Σ.Κ. και θα υπάρχει ενιαία ρύθμιση.

γ) Τα ελεγκτικά ιδρύματα, έχουν ανά τον κόσμο, μεταξύ των άλλων, ως αποστολή τους, να ενημερώνουν τη Βουλή για τη χρησιμοποίηση του πλούτου που εμπιστεύθηκε αυτή κατά το παρελθόν έτος στην Κυβέρνηση, για την εκπλήρωση των στόχων της. Αυτή η αρμοδιότητά τους, προσδίδει στα ελεγκτικά ιδρύματα το χαρακτήρα ως οργάνων που εντάσσονται στο πλαίσιο της νομοθετικής λειτουργίας, επικουρώντας ή συμπράττοντας με τη Βουλή στην άσκηση της αρμοδιότητάς της να εγκρίνει τον απολογισμό και ισολογισμό του Κράτους. Τα ελεγκτικά ιδρύματα σε χώρες με μακρά δημοκρατική παράδοση, όπως ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, υπάγονται στη λειτουργία του Κοινοβουλίου, το έργο τους δε, σαν να πρόκειται για μια σύνθετη κοινοβουλευτική διαδικασία, εντάσσεται στο πλαίσιο της άσκησης των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων της Βουλής. Το γαλλικό Ελεγκτικό Συνέδριο, στο πρότυπο του οποίου ιδρύθηκε το ελληνικό και έχει την ίδια οργάνωση και ελεγκτικές και δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια μια στενή συνεργασία με την Εθνοσυνέλευση. Στην ετήσια έκθεσή του, έχει εισαγάγει παρατηρήσεις, χρηστής δη¬μοσιονομικής διαχείρισης και έχει οργανώσει ad hoc ελέγχους με αυτό το αντικείμενο. Οι έλεγχοι αυτοί διεξάγονται με δικαστική συνείδηση και ενδικοφανή διαδικασία, γεγονός πού τους προσδίδει υψηλό κύρος και μεγάλη απήχηση στην κοινή γνώμη. Αξίζει όμως να σημειωθεί, ότι οι έλεγχοι αυτοί όχι μό¬νο από το γαλλικό Ελεγκτικό Συνέδριο, αλλά και από τα άλλα ελεγκτικά ιδρύματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφορούν στη δημοσιονομική διαχείριση σύμφωνα με το άρθρο 248 παρ. 2 της συνθ. ΕΚ και δεν περιορίζονται σε λογιστικό και απλό έλεγχο της νομιμότητας και κανονικότητας, περιλαμβάνουν δε επί πλέον την αξιολόγηση της οικονομικότητας, της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας των προγραμμάτων διαχείρισης του δημοσίου χρήματος. Ο έλεγχος δηλ. περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις ότι η δημόσια υπηρεσία διεξάγεται με τα πλέον οικονομικά μέσα, ότι τα μέσα αυτά είναι αποτελεσματικά για να επιτύχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και τέλος ότι το αποτέλεσμα επιτεύχθηκε. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι έλεγχος αναλογικότητας, στον οποίο πρόσφατα περιλήφθηκε και η διακρίβωση της διαφάνειας των διαδικασιών. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, θα μπορούσε κανείς να προτείνει, μια στε-νότερη συνεργασία του Ελεγκτικού Συνεδρίου με το Κοινοβούλιο, αξιοποιώντας και τη διεθνή εμπειρία, αφού και με το ισχύον Σύνταγμα το Ελεγκτικό Συνέδριο συμπράττει με τη Βουλή στη διαδικασία παραγωγής νόμων, με τη γνωμοδότησή του για την έγκριση του απολογισμού και ισολογισμού του Κράτους καθώς και επί των συνταξιοδοτικών νομοσχεδίων. Έτσι η ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου προς τη Βουλή, για τον ισολογισμό και απολογισμό του Κράτους, θα πρέπει να υπόκειται σε διεξοδικό κοινοβουλευτικό διάλογο, μέσα σε σύντομο χρόνο, ώστε να είναι επίκαιρος, γιατί η κατάθεση και μόνο της σχετικής έκθεσης χωρίς συζήτηση, δεν εκπληρώνει το σκοπό, για τον οποίο ο συνταγματικός νομοθέτης (άρθρο 79 παρ. 7) θέσπισε τη σχετική διαδικασία, που είναι η ενημέρωση του λαού μέσω των αντιπροσώπων του σχετικά με τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος.

Να προβλεφθεί η διενέργεια ελέγχων από το Ελεγκτικό Συνέδριο ύστερα από πρόταση της Βουλής, την οποία θα προσυπογράφουν τα δύο πέμπτα των μελών της, ώστε να έχει τη δυνατότητα η Βουλή για άσκηση ίδιας πρωτοβουλίας σε θέματα ελέγχου της διαχείρισης του δημοσίου χρήματος.

Ο έλεγχος από το Ελεγκτικό Συνέδριο να εναρμονισθεί με τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα και με το άρθρο 248 παρ. 2 της συνθ. ΕΚ, ώστε να περιλαμβάνει, όχι μόνο τη νομιμότητα και κανονικότητα των εσόδων και εξόδων, αλλά και να εξακριβώνει τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση. Στα ίδια πλαίσια, της στενότερης δηλαδή συνεργασίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου με το Κοινοβούλιο, θα μπορούσε να ενταχθεί και η δημοσιονομική του αυτοτέλεια, σε θέματα που αφορούν στις ελεγκτικές του αρμοδιότητες. Οι αρμοδιότητες αυτές πολλές φορές δεν ολοκληρώνονται, όταν τα σχετικά κονδύλια του Υπουργείου Δικαιοσύνης είναι ανεπαρκή ή περικόπτονται, με αποτέλεσμα το Ελεγκτικό Συνέδριο να στερείται τα αναγκαία υλικά μέσα, να τις υλοποιήσει. Επομένως, θα ήταν σκόπιμο, στο άρθρο 72 του Σ. να προστεθεί παράγραφος, στην οποία να ορίζεται, ότι, μαζί με τον προϋπολογισμό και απολογισμό του Κράτους ψηφίζεται από την ολομέλεια της Βουλής και ο υποβαλόμενος από το Ελεγκτικό Συνέδριο προϋπολογισμός και απολογισμός των εξόδων του, για την εκτέλεση των ελεγκτικών του αρμοδιοτήτων.

Επίσης ενδείκνυται, στο άρθρο 98 παρ. 2 του Σ. να ορισθεί ότι οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθορίζονται και ασκούνται όπως ειδικός νόμος ορίζει, ώστε να αποφεύγονται ευκαιριακές ρυθμίσεις με τη μορφή τροπολογιών σε θέματα που αφορούν στη λειτουργία ή στις αρμοδιότητές του. Έτσι θα αποφευχθούν πρόχειρες και εμβαλωματικές ρυθμίσεις σε άσχετα νομοσχέδια, που κατά κανόνα δεν οδηγούν σε θετικά αποτελέσματα για την ορθολογική λειτουργία ενός Ανώτατου Δικαστηρίου.

2) Έλεγχος των οικονομικών των κομμάτων των βουλευτών κ.λ.π.

Στην ελληνική κοινωνία έχει γίνει επιτακτικό το αίτημα για ουσιαστικό έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων, όσον αφορά τις λειτουργικές και εκλογικές τους δαπάνες, των αντίστοιχων δαπανών των Βουλευτών και των υποψήφιων Βουλευτών και του πόθεν έσχες αυτών, γιατί το σημερινό σύστημα ελέγχου, από την ίδια τη Βουλή, προκαλεί πολλά ερωτηματικά, λόγω της σύμπτωσης σ’ αυτήν της ιδιότητας του ελέγχοντος και ελεγχομένου. Για την ενίσχυση της διαφάνειας στο δημόσιο βίο και για την αποκατάσταση σχέσης αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης ανάμεσα στον πολίτη και την πολιτική, επιβάλλεται η ελεγκτική αυτή αρμοδιότητα να περιέλθει στο Ελεγκτικό Συνέδριο, που είναι το κατ’ εξοχήν αρμόδιο Δικαστήριο, με τις αντίστοιχες εγγυήσεις. Επομένως, θα μπορούσε να τροποποιηθεί το άρθρο 29 παρ. 2 του Συντάγματος, ώστε στο Ελεγκτικό Συνέδριο να υπάγεται με τις ειδικότερες ρυθμίσεις, που θα ορίζει ο νόμος:

α) ο έλεγχος της διαφάνειας των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και ειδικότερα των λειτουργικών και εκλογικών τους δαπανών,

β) ο έλεγχος των προεκλογικών και εκλογικών δαπανών των Βουλευτών και

γ) ο ετήσιος έλεγχος του πόθεν έσχες των Βουλευτών και των μελών της Κυβέρνησης, καθώς και η επιβολή των σχετικών κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης των σχετικών διατάξεων.

3) Προτάσεις για τις αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου

Οι τρεις κατηγορίες αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου ελεγκτικές, δικαιοδοτικές και γνωμοδοτικές για νομοτεχνικούς λόγους, πρέπει να επαναδιατυπωθούν σε τρεις ξεχωριστές παραγράφους ως εξής: Παράγραφος 1: Το Ελεγκτικό Συνέδριο συνεργάζεται με τη Βουλή για το έλεγχο της διαχείρισης των οικονομικών των δημοσίων υπηρεσιών και των οργανισμών, που διοικούνται ή χρηματοδοτούνται κατά κύριο λόγο από το Κράτος από ΝΠΔΔ. Επίσης διενεργεί ελέγχους ύστερα από πρόταση την οποία θα προσυπογράφουν τα δύο πέμπτα των μελών της.

Στις ελεγκτικές αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως α) ο έλεγχος της νομιμότητας και κανονικότητας της πραγματοποίησης των δημόσιων εσόδων και εξόδων και η εξακρίβωση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, β) ο έλεγχος των δαπανών του Κράτους, καθώς και των ΟΤΑ ή άλ¬λων νομικών προσώπων που υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου στο καθεστώς αυτό. γ) Ο έλεγχος συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας, στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο, που εξομοιώνεται με το Δημόσιο από την άποψη αυτή όπως νόμος ορίζει. δ) Ο έλεγχος των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων και των ΟΤΑ ή άλλων νομικών προσώπων που υπάγονται στον προβλεπόμενο από το εδάφιο β έλεγχο. ε) Ο έλεγχος των οικονομικών των κομμάτων, των προεκλογικών και εκλογικών δαπανών των Βουλευτών και ο ετήσιος έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες) των Βουλευτών και των μελών της Κυβέρνησης στ) Η σύνταξη και υποβολή έκθεσης προς τη Βουλή για τον απολογισμό και ισολογισμό του Κράτους. Με την προτεινόμενη αναμόρφωση για τις ελεγκτικές αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου επιδιώκεται η συνεργασία του με τη Βουλή, συνδέεται το ελεγκτικό έργο του με τον κοινοβουλευτικό έλεγχο της δημόσιας διαχείρισης, προσδιορίζεται, σε εναρμόνιση με τη ρύθμιση της Συνθ. ΕΚ 248 παρ. 1 και 2, ότι ο έλεγχος δεν περιορίζεται στο Κράτος και τα ΝΠΔΔ αλλά αφορά κάθε οργανισμό που διοικείται ή χρηματοδοτείται κατά κύριο λόγο από το Κράτος ή από ΝΠΔΔ, ούτε μόνο στη νομιμότητα και κανονικότητα, αλλά επεκτείνεται κατά τα κρατούντα διεθνώς και στη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση.

Η παράγραφος 2 θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: Στις δικαιοδοτικές αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: α) Η εκδίκαση των διαφορών που προκαλούνται από την άσκηση των ελεγκτικών του αρμοδιοτήτων. β) Η εκδίκαση των διαφορών που είναι σχετικές με την απονομή συντάξεων καθώς και με τον έλεγχο των λογαριασμών του παραπάνω εδαφίου δ΄. γ) Η εκδίκαση των υποθέσεων που αναφέρονται στην ευθύνη των πολιτικών ή στρατιωτικών δημοσίων υπαλλήλων ή των λειτουργών του Κράτους, καθώς και των υπαλλήλων των ΟΤΑ και άλλων ΝΠΔΔ για κάθε ζημία που από δόλο ή αμέλεια προκλήθηκε στο Κράτος, τους ΟΤΑ ή σε άλλα ΝΠΔΔ. δ) Η εκδίκαση των υποθέσεων που είναι σχετικές με την αναζήτηση χρηματικών ποσών, που καταβλήθηκαν αχρεώστητα για την υλοποίηση χρηματοδοτούμενων δραστηριοτήτων με κοινοτικούς πόρους. Με την προτεινόμενη αναδιατύπωση καλύπτονται με δικαστική προστασία όλες οι διαφορές, που προκαλούνται από την άσκηση των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων του και καθιερώνεται για τις αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου η θεωρία της υποκείμενης σχέσης, που εφαρμόζει το ΑΕΔ, κατά τη διάκριση ιδιωτικών και διοικητικών διαφορών. Επίσης επεκτείνεται η αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου η σχετική με την εκδίκαση υποθέσεων αστικής ευθύνης σε όλους τους υπαλλήλους και λειτουργούς του Κράτους και των ΝΠΔΔ και υπάρχει για όλους μια ενιαία διαδικασία.

Η παράγραφος 3 διατυπώνεται ως εξής: Στη γνωμοδοτική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανή-κουν α) ή γνωμοδότηση για τα νομοσχέδια που αφορούν συντάξεις ή αναγνώριση υπηρεσίας για την παροχή δικαιώματος σύνταξης και β) κάθε άλλο θέμα που ορίζει ο νόμος. Η παράγραφος 2 που ισχύει σήμερα πρέπει να αναριθμηθεί σε 4 και αναδιατυπωθεί ως εξής: Οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται και ασκούνται όπως ειδικός νόμος ορίζει. Τέλος η παράγραφος 3 πρέπει να αναριθμηθεί σε παράγραφο 5 και διατυπωθεί όπως έχει σήμερα.

IV) Προσυμβατικός έλεγχος δημοσίων συμβάσεων

Με το Σύνταγμα του 2001 ο συνταγματικός νομοθέτης ανέθεσε στο Ελεγκτικό Συνέδριο μία από τις πιο σημαντικές ελεγκτικές του αρμοδιότητες, τον προληπτικό έλεγχο, των δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, μεγάλου οικονομικού αντικειμένου, πριν την υπογραφή τους. Ο έλεγχος αυτός υπαγορεύθηκε από την ανάγκη διαφάνειας στις συμβάσεις αυτές που αισθανόταν η κοινή γνώμη, για την οποία ο συνταγματικός νομοθέτης έκρινε ότι έπρεπε να αντιμετωπίσει, αναθέτοντας τον έλεγχο στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Η ρύθμιση αυτή αποτέλεσε για το Ελεγκτικό Συνέδριο επιβράβευση του τρόπου με τον οποίο μέχρι τότε άσκησε την αρμοδιότητα αυτή, με βάση το νόμο 2741/1999.

Με την έκδοση της 20/2005 απόφασης του ΑΕΔ οριοθετήθηκε το πεδίο της δικαιοδοσίας των δύο Ανώτατων Δικαστηρίων, δηλαδή του Συμβουλίου Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως προς τον έλεγχο νομιμότητας της διαδικασίας, που προηγείται της κατάρτισης δημοσίων συμβάσεων. Έτσι το Ελεγκτικό Συνέδριο θα εγγυάται την εξασφάλιση των δημοσιονομικών συμφερόντων του Κράτους και των δημοσίων φορέων με τον έλεγχο νομιμότητας της διαδικασίας, που προηγείται της κατάρτισης των δημοσίων συμβάσεων, χωρίς να θίγεται η δικαιοδοσία του ΣτΕ τόσο στο πλαίσιο της προσωρινής δικαστικής προστασίας (ασφαλιστικά μέτρα) του ν. 2522 του 1997 όσο και στο πλαίσιο της αμιγώς ακυρωτικής διαδικασίας.

Όσον αφορά στην πρόταση της σύστασης ειδικού τμήματος στο Ελεγκτικό Συνέδριο, με αποκλειστικό έλεγχο των σχετικών συμβάσεων, γιατί τα κλιμάκια του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν διασφαλίζουν επαρκώς ενιαία κριτήρια προσυμβατικού ελέγχου, χωρίς να υπάρχει στάδιο περαιτέρω ελέγχου, παρά μό¬νο η παραπομπή στην Ολομέλεια, πρέπει να επισημανθούν τα εξής: Κατ’ αρχήν η ίδρυση ενός νέου τμήματος στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή σε οποιοδήποτε Δικαστήριο με σκοπό να εκδικάζει αποκλειστικά τις υποθέσεις του προσυμβατικού ελέγχου, μπορεί να γίνει με τροποποίηση του Οργανισμού του Δικαστηρίου και με απλή διάταξη νόμου και δεν είναι ανάγκη να καταστεί αντικείμενο της αναθεωρητικής διαδικασίας. Ανεξάρτητα όμως απ’ αυτό, υπάρχουν πολλές επιφυλάξεις για την ανάγκη σύστασης ενός ειδικού τμήματος, αφού τα κλιμάκια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που κρίνουν σε πρώτο βαθμό τον προσυμβατικό έλεγχο των συμβάσεων είναι τρία, η διαίρεσή τους δε έγινε με κριτήριο την ενασχόλησή τους, του μεν πέμπτου με τις συμβάσεις έργων, του έκτου με τις συμβάσεις προμηθειών, του δε εβδόμου με τις συμβάσεις εκτέλεσης υπηρεσιών και με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία του Δικαστηρίου. Στην επταετή και πλέον λειτουργία των κλιμακίων δεν διαπιστώθηκαν προβλήματα δυσλειτουργίας των κλιμακίων όσον αφορά στη διασφάλιση ενιαίων κριτηρίων προσυμβατικού ελέγχου και οι οποιεσδήποτε τυχόν διαφορές μπορούν να λυθούν επιτυχώς από το έκτο τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο λειτουργεί ως δευτεροβάθμιος δικαστικός σχηματισμός με αυξημένη σύνθεση δικαστών και στο οποίο εισάγονται μετά από αίτηση ανάκλησης όλες οι πράξεις των τριών κλιμακίων. Το ίδιο τμήμα εκδικάζει και την άρση της αμφισβήτησης για την έννοια των διατάξεων τυπικού νόμου αν εκδόθηκαν γι’ αυτές αντίθετες πρά¬ξεις κλιμακίων ή υπάρχει αμφιβολία για την αληθινή έννοιά τους, η οποία φέρεται ενώπιόν του κατά το άρθρο 2 του νόμου 3060/2002. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν δεν κρίνεται σκόπιμο να αναθεωρηθεί η σχετική διάταξη δεδομένου, ότι τόσο ο κοινός νομοθέτης όσο και η νομολογία των Δικαστηρίων έχουν την ευχέρεια στο πλαίσιο του ισχύοντος Συντάγματος να διαμορφώσουν σχετικούς κανόνες στην περίπτωση, που δημιουργηθεί κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ ΣτΕ και Ελεγκτικού Συνεδρίου από την παράλληλη αρμοδιότητα ή τη διασφάλιση ενιαίων κριτηρίων του ελέγχου μεταξύ των κλιμακίων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

V) Απαγόρευση αναδρομικής επέκτασης παροχών σε εργαζομένους

Από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών προτάθηκε η απαγόρευση της αναδρομικής ε-πέκτασης των παροχών, που λαμβάνει μια κατηγορία εργαζομένων προς άλλη κατηγορία, κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισότητας, αν με αυτόν τον τρόπο ανατρέπεται ο προϋπολογισμός του Κράτους. Η πρό¬ταση όμως αυτή, έρχεται σε ευθεία αντίθεση τόσο με υπερεθνικές διατάξεις, που έχει κυρώσει η χώρα μας, όπως τα άρ-θρα 1 και επ. του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, 4 παρ. 3 του ευρωπαϊκού κοινωνικού χάρτη (ν. 1426/1984), του συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα (ν. 1532/1985) όσο και του ισχύοντος Συντάγματος (άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1). Το Σύνταγμα δεν μπορεί να ανέχεται να μένουν χωρίς δικαστική προστασία απλοί εργαζόμενοι ή συνταξιούχοι, όταν θεωρούν ότι αδικούνται μισθολογικά. Η δικαίωσή τους από τα Δικαστήρια, όπως η περίπτωση ΛΑΥΚΑ, το οικογενειακό επίδομα κ.λπ. δεν οφείλεται σε επιθυμία άσκησης οικονομικής πολιτικής από τα Δικαστήρια, αλλά στην αποσπασματική και χωρίς κριτήρια μισθολογική νομοθεσία.

VI) Επίλογος

Όπως προαναφέρθηκε οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου διακρί¬νονται σε ελεγκτικές, δικαιοδοτικές και γνωμοδοτικές. Οι πρώτες έχουν κα¬θορισθεί σε νομοθετήματα κυρίως προπολεμικά, ασκούνται δε χωρίς ουσιαστική μεταβολή εδώ και πολλές δεκαετίες. Στο χώρο όμως αυτό παρατηρήθηκε διεθνώς μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο κοσμογονία, αφού οι έλεγχοι λογαρια¬σμών των υπολόγων αντικαταστάθηκαν με οργανωτικούς και θεματικούς ελέγχους με επιστημονική προεργασία, οι δε κυρώσεις με καταλογιστικές πράξεις υποχωρούν μπροστά στις κυρώσεις με τη δημόσια κατακραυγή, που συνεπάγεται η απλή δημοσίευση των εκθέσεων. Τα ελεγκτικά ιδρύματα κυρίως στις χώρες της ΕΕ έπαψαν να είναι οι αυστηροί ελεγκτές λογαριασμών, που περιορίζονται σε επαληθεύσεις αλλά με τους εποικοδομητικούς τους ελέγχους και τις επιστημονικές αξιολογήσεις προγραμμάτων μεταβλήθηκαν σε θεσμούς που προάγουν την ευνομία, προωθούν τις μεταρρυθμίσεις και συντελούν στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης προς το Κράτος.

Με την επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος, παρέχεται η ευκαιρία, για την προσαρμογή του Ελε-γκτικού Συνεδρίου, που είναι ο μακροβιότερος θεσμός στη χώρα, αφού έχει αδιάκοπη λειτουργία από το 1833, σε νέες μορφές άσκησης κρατικών δραστηριοτήτων, σε εναρμόνισή του προς τις πρακτικές των διεθνών ελεγκτικών κέντρων και την αναβάθμισή του εν όψει της ανάγκης για ενίσχυση της διαφάνειας και της διασφάλισης της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης.

Εκτύπωση

Χάρτης

Που θα μας βρείτε

Σόλωνος και Σίνα 26, Αθήνα,

στο νεοκλασσικό κτίριο

έναντι της Νομικής Σχολής. 

Τηλ. 210- 3800702-703, 3627-332

Καθημερινά 11π.μ έως 9.30 μ.μ ,

πλην Σαββάτου και Κυριακής.


Copyright © 2015  avalon

istanbul escort taksim escort istanbul escort kartal escort pendik escort tuzla escort