Τακτικά Πολιτικά και Ποινικά Δικαστήρια

Τα Πολιτικά Δικαστήρια είναι τα δικαστήρια τα οποία είναι αρμόδια για την επίλυση ιδιωτικών διαφορών, για την εκδίκαση δηλαδή διαφορών μεταξύ ιδιωτών. Το δικαίωμα προσφυγής σε δικαστήριο για την επίλυση μιας ιδιωτικής διαφοράς ή για την ικανοποίηση ενός δικαιώματος ή μιας απαίτησης κατά άλλου ιδιώτη αποτελεί ατομικό δικαίωμα και αναγκαία συνέπεια της απαγόρευσης της αυτοδικίας, της απαγόρευσης δηλαδή να επιβάλλει κανείς τα δικαιώματά του σε βάρος τρίτων χωρίς τη μεσολάβηση οργάνων της πολιτείας.

Στην Ελλάδα τα πολιτικά δικαστήρια συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές. Σε χώρες όμως του αγγλοσαξονικού δικαίου (παλαιότεραστο Ηνωμένο Βασίλειο και σήμερα ακόμαστις ΗΠΑ) τα πολιτικά δικαστήρια συγκροτούνται (όπως και τα ποινικά) από ενόρκους, δηλαδή πολίτες που λειτουργούν ως δικαστές. Το αμερικανικό Σύνταγμα κατοχυρώνει μάλιστα στην 7η τροποποίηση (7th Amendment) το δικαίωμα ιδιωτικές διαφορές σε ομοσπονδιακό επίπεδο να εκδικάζονται από δικαστήρια ενόρκων.Στο ελληνικό δίκαιο η αρμοδιότητα των Πολιτικών Δικαστηρίων καθορίζεται κατά κανόνα από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, το ύψος της απαίτησης δηλαδή του ενάγοντος, και σε ορισμένες περιπτώσεις από τη φύση της διαφοράς. Διαφορές μικρότερης αξίας δικάζονται από μονομελή δικαστήρια, ενώ μεγαλύτερης αξίας από πολυμελή. Όλες οι δικαστικές αποφάσεις υπόκεινται κατά κανόνα σε ένδικα μέσα. Οι περισσότερες αποφάσεις εκτός από υποθέσεις πολύ μικρής αξίας υπόκεινται σε έφεση ενώπιον ανωτέρου δικαστηρίου, ενώ όλες ανεξαιρέτως οι αποφάσεις υπόκεινται σε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου.Η διαδικασία που ακολουθείται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων καθορίζεται από την Πολιτική Δικονομία.

Στις ιδιωτικές περιουσιακές υποθέσεις υπάρχει η δυνατότητα εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς με την υπαγωγή της σε διαιτησία.Τα μέρη μπορούν να αναθέσουν την εκδίκαση της υπόθεσης σε κάποιον τρίτο (όχι απαραίτητα τακτικό δικαστή), ο οποίος εκδίδει δεσμευτική για τα μέρη διαιτητική απόφαση. Ακόμα όμως κι αυτές οι αποφάσεις υπόκεινται σε κάποιας μορφής δικαστικό έλεγχο για την τήρηση στοιχειωδών κανόνωνδίκαιης δίκης (αμεροληψία του διαιτητή, ακρόαση όλων των μερών κλπ.).

Στην Ελλάδα τα πολιτικά Δικαστήρια είναι:

Το Ειρηνοδικείο είναι το κατώτερο πολιτικό δικαστήριο της Ελλάδος. Σε γενικές γραμμές, σε αυτό δικάζονται σε πρώτο βαθμό οι ιδιωτικές διαφορές που αφορούν ποσά μέχρι 20.000€. Στο Ειρηνοδικείο εκδικάζονται αστικές διαφορές με όλες τις υπάρχουσες διαδικασίες (ασφαλιστικά μέτρα, τακτική διαδικασία, εκούσια διαδικασία κλπ.) καθώς και με τη διαδικασία των μικροδιαφορών. Κατά κανόνα, οι αποφάσεις των Ειρηνοδικείων υπόκεινται σε έφεση που εκδικάζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο.

Ο Ειρηνοδίκης είναι ο Δικαστής που εκδικάζει τις υποθέσεις στα Ειρηνοδικεία, και έχει τον κατώτερο βαθμό δικαστού. Ο Ειρηνοδίκης εκδικάζει και τις ποινικές υποθέσεις του πταισματοδικείου, καθόσον ο πταισματοδίκης είναι στην ουσία ο Ειρηνοδίκης όταν δικάζει υποθέσεις αρμοδιότητας πταισματοδικείου. Επίσης, μερικές φορές, ο Ειρηνοδίκης μπορεί να συμπληρώσει και τη σύνθεση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, όταν κωλύονται ή δεν υπάρχουν άλλοι πλημμελειοδίκες δικαστές.

Το Πρωτοδικείο είναι το βασικό πρωτοβάθμιο πολιτικό δικαστήριο της Ελλάδος. Σε γενικές γραμμές, σε αυτό δικάζονται σε πρώτο βαθμό οι ιδιωτικές διαφορές που αφορούν ποσά άνω των 20.000€. Το Πρωτοδικείο διακρίνεται σε Μονομελές Πρωτοδικείο όπου δικάζει ένας πρωτοδίκης δικαστής, και σε Πολυμελές Πρωτοδικείο όπου δικάζουν τρεις δικαστές, ένας Πρόεδρος Πρωτοδικών και δύο πρωτοδίκες. Όλες οι αποφάσεις των Πρωτοδικείων υπόκεινται σε έφεση που εκδικάζεται από το Εφετείο,εκτός των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, οι οποίες είναι ανέκκλητες, δηλαδή δεν υπόκεινται σε έφεση.

Ο Πρωτοδίκης είναι ο Δικαστής που εκδικάζει τις υποθέσεις στα Πρωτοδικεία. Πρόκειται για νέους Δικαστές, οι οποίοι έχουν αποφοιτήσει από την Εθνική Σχολή Δικαστών. Ο Πρωτοδίκης εκδικάζει και τις ποινικές υποθέσεις του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και συμμετέχει και στις συνθέσειςτου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου. Τα Πρωτοδικεία των Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά Διευθύνονται από Τριμελή Συμβούλια Διοίκησης, που εκλέγονται με κλήρωση μεταξύ των αρχαιότερων Δικαστών. Στα Πρωτοδικεία προΐσταται ο Πρόεδρος Πρωτοδικών που κατά κανόνα, ιδίως στα μικρά περιφερειακά Πρωτοδικεία, δικάζει τις υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων και Προεδρεύει στις υποθέσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Σε περίπτωση κωλύματος του Προέδρου Πρωτοδικών, των αναπληρώνει ο αρχαιότερος πρωτοδίκης. Τα σχετικά με τη λειτουργία των Πρωτοδικείων και την υπηρεσιακή κατάσταση των Δικαστών εν γένει, προβλέπονται στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.

Το Εφετείο είναι Πολιτικό Δικαστήριο στο οποίο εκδικάζονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων του μονομελούς ή πολυμελούς πρωτοδικείου. Η έφεση ασκείται ενώπιον του εφετείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το πρωτόδικο δικαστήριο. Στην Δικαστηριακή πρακτική, το Εφετείο είναι γνωστό και ως "Πολιτικό Εφετείο" για να διακρίνεται από τα ποινικά τμήματα του Εφετείου που αποτελούν ποινικά Δικαστήρια.Στη νομική ορολογία, ο διάδικος που ασκεί έφεση ονομάζεται ο εκκαλών, ενώ εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η έφεση, ο εφεσίβλητος. Οι Δικαστές που εργάζονται στα Εφετεία ονομάζονται Εφέτες, και προϊστάμενός τους είναι ο Πρόεδρος Εφετών.

Ο Άρειος Πάγος είναι το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης της Ελλάδος. Ο Άρειος Πάγος πήρε το όνομά του από το πρώτο δικαστήριο «ανδροφονιών» (εγκλημάτων φόνου) που ιδρύθηκε μεταξύ 1500 και 1300 π.Χ., κατά τους χρόνους της βασιλείας του Κέκροπα και του Θησέα, με έδρα τον βραχώδη λόφο του Θεού Άρεως που βρίσκεται βορειοδυτικά της Ακροπόλεως των Αθηνών.

Πάνω στo λόφο αυτό, κατά την παράδοση, έγινε η πρώτη «φονική δίκη», κατά την οποία οι δώδεκα Θεοί του Ολύμπου δίκασαν τον Άρη.

Το ανώτατο αυτό δικαστήριο της αρχαιότητας συγκροτείτο από ισόβια μέλη: τους Αρεοπαγίτες, είχε όλες τις εξουσίες και ονομαζόταν «η εξ Αρείου Πάγου Βουλή».

To 462 π.X. μέγα μέρος των διοικητικών και δικαστικών εξουσιών του περιήλθε στην «Ηλιαία» (που την αποτελούσαν 6.000 αιρετοί δικαστές), τη «Βουλή» και την «Εκκλησία του Δήμου».

Μέχρι τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους το κύρος τoυ Αρείου Πάγου παρέμεινε αμείωτο. Ο Απόστολος Παύλος πάνω από το βραχώδη λόφο του Άρεως, κήρυξε προς τους Αρεοπαγίτες τη διδασκαλία του Χριστού, με τον περίφημο λόγο του «περί αγνώστου Θεού». Και από αυτούς πρώτοι επίστεψαν οι Διονύσιος και Ιερόθεος, που ακολούθως έγιναν επίσκοποι των Αθηνών και μετά θάνατον ανακηρύχθηκαν άγιοι της Εκκλησίας.

«....Σταθείς δε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου Πάγου, έφη: Άνδρες Αθηναίοι... διερχόμενος γαρ και αναθεωρών τα σεβάσματα υμών εύρον και βωμόν εν ω επεγέγραπτο, αγνώστω Θεώ. Ον ουν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλλω υμίν... τίνες δε άνδρες κολληθέντες αυτώ επίστευσαν, εν οις και Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης...»
(Πράξεις των Αποστόλων κεφ. ΙΖ 22-34)

Στις 16 Οκτωβρίου 1834 δημοσιεύθηκε το βασιλικό διάταγμα, με το οποίο ιδρύθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους, που ονομάστηκε επισήμως Άρειος Πάγος από το ομώνυμο αρχαίο δικαστήριο.

Ο διορισμός των πρώτων δικαστών αυτού έγινε με το από 1/13 Ιανουαρίου 1835 βασιλικό διάταγμα. Ο πρώτος Πρόεδρος του Αρείου Πάγου ήταν ο Χριστόδουλος Κλωνάρης (1788-1849), δικηγόρος στην πόλη του Ναυπλίου και Υπουργός της Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση του Ιωάννου Καποδίστρια και ο πρώτος Εισαγγελέας αυτού ο Ανδρόνικος Πάικος, μέχρι τότε Πρόεδρος του προσωρινού δικαστηρίου Μεσολογγίου.

Μεταξύ των Αρεοπαγιτών ήταν και ο Αναστάσιος Πολυζωΐδης, μέχρι τότε Πρόεδρος του προσωρινού δικαστηρίου Ναυπλίου (ο ιστορικός δικαστής που μειοψηφήσας αρνήθηκε να υπογράψει την καταδικαστική απόφαση του ήρωα της Ελληνικής Επαναστάσεως Θεοδώρου Κολοκοτρώνη). Η πρώτη απόφαση του Αρείου Πάγου (1/1835) κρίθηκε και αποφασίσθηκε στις 30 Απριλίου 1835 και δημοσιεύθηκε την 1η Μαΐου 1835.

Τα Ποινικά Δικαστήρια είναι τα δικαστήρια εκείνα τα οποία δικάζουν εγκλήματα (ποινικά αδικήματα) επιβάλλοντας στους δράστες τους τις προβλεπόμενες από το νόμο ποινές. Αποτελούν τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας για την τιμωρία των δραστών για πράξεις οι οποίες από τον νόμο έχουν χαρακτηριστεί ως άδικες και τιμωρητέες. Κατά το Σύνταγμα, άρθρο 96 παράγραφος 1:

«Στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων».

Η ύπαρξη ποινικών δικαστηρίων αποτελεί δημοκρατική κατάκτηση των τελευταίων αιώνων και θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα του κάθε κατηγορουμένου. Παλαιότερα οι ποινές επιβάλλονταν από τον απόλυτο μονάρχη χωρίς δίκη, κατά βούλησιν. Σήμερα ισχύει η αρχή nulla poena sine processu, δεν μπορεί να επιβληθεί δηλαδή καμία ποινή χωρίς να προηγηθεί δίκαιη δίκη από ανεξάρτητο δικαστήριο, στο οποίο ο κατηγορούμενος θα έχει τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του.

Σύμφωνα με την αρχή της «ενιαίας δικαιοδοσίας», η οποία ισχύει σε πολλά κράτη, όπως και στην Ελλάδα, τα ποινικά δικαστήρια δε συγκροτούνται από ειδικούς ποινικούς δικαστές, αλλά από τους ίδιους δικαστές που συγκροτούν και τα Πολιτικά Δικαστήρια, προκειμένου να αποφευχθεί η σκλήρυνση και η επαγγελματική διαστροφή των δικαστών. Υπάρχει ο φόβος ότι, αν ένας δικαστής δικάζει εγκλήματα επί πολλά χρόνια καθημερινά, στο τέλος θα αντιμετωπίζει κάθε υπόθεση σαν ρουτίνα και θα ρέπει προς γενικεύσεις, ενώ ο νόμος απαιτεί η κάθε υπόθεση να δικάζεται ως ξεχωριστό γεγονός και η τιμωρία του δράστη να είναι ανάλογη με την προσωπικότητά του.

Τα λιγότερο σημαντικά εγκλήματα (πταίσματα και ελαφρά πλημμελήματα) δικάζονται από μονομελή δικαστήρια, ώστε να επιτυγχάνεται ταχεία απόδοση δικαιοσύνης. Τα βαρύτερα όμως (βαρύτερα πλημμελήματα και κακουργήματα) δικάζονται από πολυμελή δικαστήρια, ώστε να εξασφαλίζεται σε βάθος διαλεύκανση της υπόθεσης και ορθότερη απονομή δικαιοσύνης. Τα ποινικά δικαστήρια συγκροτούνται στην πλειοψηφία τους αποκλειστικά από τακτικούς δικαστές, εκτός από αυτά που δικάζουν τα σοβαρότερα εγκλήματα, τα κακουργήματα, τα οποία συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους (Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια).Οι ένορκοι παρουσιάζουν το πλεονέκτημα ότι γι' αυτούς η συγκεκριμένη δίκη είναι ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός, οπότε την αντιμετωπίζουν ενδεχομένως με μεγαλύτερη προσοχή και περίσκεψη από τους τακτικούς δικαστές. Επίσης η καταδίκη του κατηγορουμένου από ενόρκους (λαϊκούς δικαστές) τού δείχνει ότι η πράξη του δεν αποδοκιμάζεται μόνο από τακτικούς δικαστές, από ανθρώπους δηλαδή που «έχουν ως επάγγελμά τους την αποδοκιμασία και την τιμώρηση», αλλά και από απλούς καθημερινούς συνανθρώπους του σαν κι αυτόν.

Ειδικά για την ποινική δίκη το άρθρο 2 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου κατοχυρώνει το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε ένδικα μέσα, το δικαίωμά του δηλαδή να ζητήσει επανάκριση της υπόθεσής του από ανώτερο δικαστήριο. Όλες οι αποφάσεις των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων προσβάλλονται με ένδικα μέσα.

Ανώτατο δικαστήριο στην ποινική δικαιοσύνη, όπως και στην πολιτική δικαιοσύνη, είναι ο Άρειος Πάγος. Ο Άρειος Πάγος δεν εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά μιας υπόθεσης, παρά μόνο αν τα κατώτερα δικαστήρια (δικαστήρια ουσίας) εφάρμοσαν σωστά το νόμο ή αν υπέπεσαν σε νομικό σφάλμα. Αν συμβαίνει το τελευταίο, ο Άρειος Πάγος αναιρεί την απόφαση και αναπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο για να επανεκδικαστεί.

Εκτός από τα τακτικά ποινικά δικαστήρια υπάρχουν και ειδικά ποινικά δικαστήρια για πρόσωπα ειδικής δωσιδικίας. Τέτοια είναι τα Στρατιωτικά Ποινικά Δικαστήρια (Στρατοδικείο, Ναυτοδικείο, Αεροδικείο, Αναθεωρητικό Δικαστήριο), τα οποία δικάζουν κατά κανόνα όλα τα εγκλήματα που τελέστηκαν από στρατιωτικούς, και το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 του Συντάγματος, που δικάζει εγκλήματα του Προέδρου της Δημοκρατίας και των μελών της Κυβέρνησης και Υφυπουργών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

 

Εκτύπωση