Νομικό Σπουδαστήριο Α. Προυσανίδη

Ε. Καραθανασόπουλος, Καινοτομίες στο δικονομικό σύστημα του Ελεγκτικού Συνεδρίου - Σκέψεις και προτάσεις

ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, Τεύχος 6/2013, Ιούνιος     

 

Περιοδικό:  ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

(επιλέξτε έτος / τεύχος)   

Τεύχος:  6/2013, Ιούνιος

Ε. Καραθανασόπουλος, Καινοτομίες στο δικονομικό σύστημα του Ελεγκτικού Συνεδρίου - Σκέψεις και προτάσεις

Ευάγγελος Α. Καραθανασόπουλος,*,**, Αντεπίτροπος Επικρατείας

Περίληψη: Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατά το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Η δίκαιη δίκη και ο εύλογος χρόνος εκδίκασης των υποθέσεων ενώπιον του ΕλΣυν. Οι πρόσφατες αλλαγές που επήλθαν με τον Ν 4055/2012 στο δικονομικό σύστημα του Ελεγκτικού Συνεδρίου. [1] [2]

Εισαγωγή

Η παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, που εξασφαλίζει ορισμένη εθνική και διεθνής έννομη τάξη, αποτελεί κορυφαία εκδήλωση του κράτους δικαίου, δοθέντος ότι εξ ορισμού και από τη φύση της είναι προορισμένη να στηρίζει το οικοδόμημα της αρχής της νομιμότητας αποτελώντας αφενός ελεγκτικό κυρωτικό μηχανισμό, αφετέρου ανάχωμα κατά της κρατικής παρανομίας και αυθαιρεσίας [3] . Στην εποχή μας το δικαίωμα για παροχή δικαστικής έννομης προστασίας, με τις εγγυήσεις μιας δίκαιης δίκης, έχει παύσει πλέον να αποτελεί αποκλειστική υπόθεση της Πολιτείας και διαθέτει ερείσματα πέραν της εθνικής έννομης τάξης, έχοντας διεθνείς και κοινοτικές προεκτάσεις.

Α. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατά το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

α) Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατά το Σύνταγμα

Το θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα για παροχή δικαστικής προστασίας καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος του 1975, παρόλο δε που δεν περιέχει καμία αναφορά για το θέμα της αποτελεσματικότητας της προστασίας που παρέχουν τα δικαστήρια, εντούτοις, γίνεται δεκτό [4] ότι χωρίς το στοιχείο αυτό η προστασία της συνταγματικής διάταξης θα ήταν κενή περιεχομένου, πράγμα που δεν θέλησε ο συνταγματικός νομοθέτης. Στο πλαίσιο των εγγυήσεων, που παρέχει η διάταξη του άρθρου 20 του Συντάγματος, περιλαμβάνονται οι καθιερωμένες από τη θεωρία [5] τρεις μορφές παροχής έννομης προστασίας: α) η αξίωση του πολίτη για έκδοση απόφασης επί της ουσίας, β) η αξίωση για την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας και γ) η απαίτηση για την αναγκαστική εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, αλλά και κάθε άλλου προβλεπόμενου εκτελεστού τίτλου.

β) Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)

Με την αναγνώριση και προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου εξασφαλίζεται η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας κάθε μεμονωμένου ανθρώπου και υπηρετείται το κοινωνικό σύνολο, μέλος του οποίου είναι κάθε άνθρωπος [6] . Το κανονιστικό πλαίσιο για το δικαίωμα δικαστικής προστασίας στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) διαγράφεται από τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 αυτής. Η πρώτη από τις προαναφερόμενες διατάξεις διακηρύσσει το δικαίωμα σε δίκαιη ή χρηστή δίκη ενώ η δεύτερη καθιερώνει το δικαίωμα σε πραγματικό ένδικο βοήθημα και όχι σε τυπικές απλώς δικονομικές δυνατότητες και έχει συμπληρωματικό ρόλο σε σχέση με το άρθρο 6 παρ. 1. Ο συνδυασμός και των δύο διατάξεων εξασφαλίζει το θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα έναντι των κρατών-μελών για παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στον εθνικό χώρο. Με την προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [7] , η Χώρα μας ανέλαβε τη δέσμευση να τηρεί τις αρχές της διεθνούς αυτής σύμβασης και κατ’ επέκταση να συμμορφώνεται προς τους μηχανισμούς ελέγχου που καθιερώθηκαν με τη σύμβαση. Η δέσμευση ισχύει και για τον εθνικό δικαστή, ο οποίος υποχρεούται να ακολουθεί την ερμηνεία των διατάξεων της ΕΣΔΑ, την οποία υιοθέτησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), δηλαδή το όργανο, στο οποίο η διεθνής σύμβαση έχει αναθέσει την ερμηνεία και εφαρμογή της [8] . Μεταξύ των διαδικαστικών εγγυήσεων ή αρχών, τα οποία εξειδικεύουν το δικαίωμα για δίκαιη δίκη [9] , που κατοχυρώνεται στα άρθρα 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ περιλαμβάνονται: α) η αξίωση για αποτελεσματική ένδικη προστασία, ειδικότερη έκφανση της οποίας αποτελεί και η αξίωση για προσωρινή δικαστική προστασία καθώς και η αξίωση για εκτελεστότητα της απόφασης [10] και β) η αξίωση για εκδίκαση της υπόθεσης εντός λογικής προθεσμίας. Περαιτέρω, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η stricto sensu αντιμετώπιση των διατάξεων του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ θα άφηνε το σύνολο των δημοσιονομικών διαφορών (καθώς και τις διοικητικές διαφορές [11] ) που ανήκουν στη δικαιοδοσία τόσο του Ελεγκτικού Συνεδρίου όσο και της διοικητικής δικαιοσύνης, αντίστοιχα, εκτός του κανονιστικού πεδίου του εν λόγω άρθρου. Η αυτόνομη όμως ερμηνεία των όρων «αμφισβήτηση επί των δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων αστικής φύσεως» και «κατηγορία ποινικής φύσεως» έθεσε τον κύκλο των δικαιοδοσιών και αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου εντός της εμβέλειας του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ [12] . Σύμφωνα δε με τη νομολογία του Δικαστηρίου από τις αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως διαφορές «αστικής ή ποινικής φύσεως», υπάγονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ οι συνταξιοδοτικές διαφορές, οι διαφορές από τον έλεγχο των λογαριασμών, εφόσον αναζητείται η ευθύνη του υπολόγου, καθώς επίσης και οι διαφορές αστικής ευθύνης των δημοσίων υπαλλήλων [13] .

γ) Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Στο επίπεδο της Ένωσης, το Δικαστήριο ανέπτυξε πλούσια νομολογία όσον αφορά την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αρχικώς μέσω των γενικών αρχών του δικαίου που απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και στη συνέχεια αξιοποιώντας τα κείμενα του διεθνούς δικαίου και κυρίως της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Περαιτέρω, τα κράτη-μέλη αναγνώρισαν ότι ζητήματα όπως η προστασία του πολίτη απέναντι στο κράτος και το δικαίωμα της πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσα από την ερμηνευτική προσέγγιση των εθνικών κανόνων, όπως αυτή διατυπώθηκε πριν από δεκαετίες [14] . Ήδη, μετά τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, που κυρώθηκε με το Ν 3671/2008 (Α΄ 129), πηγή των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελούν τόσο η ΕΣΔΑ (άρθρο 6 παρ. 3 της ΣΛΕΕ) όσο και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 6 παρ. 1 της ΣΛΕΕ), που αποτελεί νομικά δεσμευτικό κείμενο και μάλιστα ισόκυρο προς το πρωτογενές δίκαιο [15] , προβλέπεται δε ότι κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες έχει δικαίωμα πραγματικής και αποτελεσματικής προσφυγής στα δικαστήρια που δικάζουν δημόσια και μέσα σε εύλογη προθεσμία.

Β. Οι συνταγματικές αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου - Τα ένδικα βοηθήματα και μέσα

Στο άρθρο 98 παρ. 1 του Συντάγματος απαριθμούνται οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου διακρινόμενες σε ελεγκτικές (περ. α΄, β΄ και γ΄), γνωμοδοτικές (περ. δ΄ και ε΄) και δικαιοδοτικές (περ. στ΄ και ζ΄) [16] . Ειδικότερα, στην περίπτωση στ΄ ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκει και «η εκδίκαση διαφορών σχετικά με την απονομή συντάξεων ...». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ανήκει αποκλειστικά στο Ελεγκτικό Συνέδριο η αρμοδιότητα εκδίκασης όλων των διαφορών που αφορούν το συνταξιοδοτικό δικαίωμα [17] της εν στενή εννοία δημόσιας διοίκησης, δηλαδή περιλαμβάνονται όχι μόνο εκείνες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που ανακύπτουν αμέσως από τον κανονισμό ή την αναπροσαρμογή της σύνταξης και είναι σχετικές με την ύπαρξη, έκταση, ύψος και χρονική διάρκεια της σύνταξης, αλλά και όσες ανακύπτουν κατά την εκτέλεση των συντάξεων (ειδική περίπτωση των εν στενή εννοία συνταξιοδοτικών διαφορών), όπως είναι οι διαφορές που δημιουργούνται από τη μη καταβολή επιδομάτων που συνοδεύουν τη σύνταξη, καθώς επίσης και οι διαφορές οι οποίες οριοθετούνται με βάση το κριτήριο της υποκείμενης σχέσης [18] (συνταξιοδοτικές διαφορές εν ευρεία εννοία), στις οποίες περιλαμβάνονται, ενδεικτικώς, η ευθεία αγωγή, η επιδίκαση αποζημίωσης λόγω παρανομίας των συνταξιοδοτικών οργάνων και η απόδοση του αδικαιολόγητου πλουτισμού του φορέα καταβολής της σύνταξης από τη μη καταβολή εν όλω ή εν μέρει της δικαιούμενης σύνταξης ή από την περικοπή της, εφόσον δεν υπάρχει ειδική, επικρατούσα ρύθμιση για την αποκατάσταση της αδικαιολόγητης περιουσιακής μετακίνησης ή δεν υπάρχει άλλο ένδικο βοήθημα που εκτοπίζει τον αδικαιολόγητο πλουτισμό [19] .

Περαιτέρω, ο όρος «ένδικα μέσα», εξεταζόμενος υπό το πρίσμα της προπαρατιθέμενης διάταξης του άρθρου 98 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα και συμφέροντά του, πρέπει να λαμβάνεται με την ευρύτερη αυτού έννοια, δηλαδή με την έννοια ότι στο Ελεγκτικό Συνέδριο ανήκει η εκδίκαση όλων των ενδίκων μέσων (εν στενή εννοία), αλλά και βοηθημάτων [20] που ο νομοθέτης προβλέπει ή θα θεσπίσει για την υλοποίηση της δικαιοδοσίας του αυτής [21] . Στο πλαίσιο αυτό, τα εν στενή εννοία επιτρεπόμενα κατά των αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου τακτικά και έκτακτα ένδικα μέσα, με τα οποία προσβάλλονται μόνο οι οριστικές αποφάσεις των Τμημάτων του και όχι [22] οι αποφάσεις της Ολομελείας αυτού (ΕλΣυν Ολ 375/2005, 973/2010) προβλέπονται στις διατάξεις του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΠΔ 774/1980 - Α΄ 189, άρθρα 52, 58 και 62) και στο εκτελεστικό αυτού διάταγμα (ΠΔ 1225/1981 - Α΄ 104, κεφ. ΙΒ΄, με τίτλο «Ένδικα μέσα», άρθρα 48 επ., 102 επ., 105 επ. και 109 επ.), ενώ από 28.2.2013, που άρχισε η ισχύς του Ν 4129/2013 «Κύρωση του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο» (Α΄ 52), προβλέπονται στο κεφ. Β΄ με τον τίτλο «Ένδικα βοηθήματα και μέσα» στα άρθρα 80, 86 και 89 του νόμου αυτού. Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι αν και στις δικονομικές διατάξεις που διέπουν το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν προβλέπεται ρητά το ένδικο βοήθημα της αγωγής [23] ή της ανακοπής κατά πράξης που εκδίδεται στο πλαίσιο της διοικητικής εκτέλεσης (άρθρο 217 του Ν 2717/1999) [24] , ωστόσο κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 123 του ΠΔ 1225/1981, η οποία μετά την αντικατάστασή της με την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του Ν 3472/2006 ορίζει ότι «Για κάθε θέμα, το οποίο δεν ρυθμίζεται από τις διατάξεις του παρόντος, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας», τα εν λόγω ένδικα βοηθήματα ασκούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της δικονομίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενώ για τα θέματα που δεν ρυθμίζονται από τη δικονομία αυτή εφαρμόζονται από 4.7.2006, αναλογικά, οι διατάξεις του ΚΔΔ, δηλαδή του Ν 2717/1999 (Α΄ 97).

Γ. Δίκαιη δίκη και εύλογος χρόνος εκδίκασης των υποθέσεων ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου

Η δικαστική προστασία εκπληρώνει το σκοπό της συνταγματικής επιταγής και βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με την αρχή του κράτους δικαίου, όταν είναι πλήρης και αποτελεσματική [25] . Η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης έχει μεγάλη σημασία διότι θίγει την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας του πολίτη, κλονίζει τη σχέση εμπιστοσύνης του προς το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και κατατείνει, σε περίπτωση υπέρβασης κάποιων ακραίων ορίων, σε καταστάσεις αρνησιδικίας. Την ορθότητα αυτής της εκτίμησης επιβεβαιώνει ο σχετικά μεγάλος αριθμός καταδικών της Χώρας μας για παράβαση της αρχής της δίκαιης δίκης, λόγω ακριβώς των υπερβολικών καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης. Πάντως, το ΕΔΔΑ, το οποίο εμμένει στην αυστηρή τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων για μια δίκαιη δίκη, δεν προσδιορίζει αντικειμενικά τον εύλογο χρόνο, που αποτελεί ουσιώδες συστατικό στοιχείο του ίδιου του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, αλλά προβαίνει στην εκτίμησή του με τη βοήθεια κριτηρίων που συναρτώνται με την ιδιαιτερότητα και την πολυπλοκότητα κάθε υπόθεσης, τις ουσιαστικές συνέπειες του επίμαχου μέτρου για τα συμφέροντα του προσφεύγοντος και τη γενικότερη στάση και συμπεριφορά των διαδίκων [26] . Εντελώς ενδεικτικά αναφέρονται ορισμένες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με τις οποίες καταδικάστηκε η χώρα μας: α) Παπάζογλου και λοιποί κατά Ελλάδος [27] , απόφαση της 13.11.2003, με την οποία το ΕΔΔΑ, αφού έλαβε υπόψη του ως αφετηρία το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (6.10.1995) έως την απόρριψη των αιτήσεων των προσφευγόντων ως αβασίμων με αποφάσεις της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (21.2.2001), έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του εύλογου χρόνου, καθώς η υπόθεση δεν παρουσίαζε ιδιαίτερη δυσκολία, β) Εξαμηλιώτη κατά Ελλάδας [28] , απόφαση της 4.12.2008, με την οποία το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ λόγω υπέρβασης του εύλογου χρόνου εκδίκασης της υπόθεσης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθόσον η υπόθεση παραπέμφθηκε πολλές φορές από τη μία σύνθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην άλλη και κατά την άσκηση της δεύτερης αίτησης αναίρεσης ενώπιον της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενώ αυτή είχε εξετάσει το πιο πολύπλοκο ζήτημα της συνταγματικότητας, απορρίφθηκε η δεύτερη αίτηση του αιτούντος μετά από διάστημα τριών ετών περίπου, που δεν θεωρήθηκε εύλογο, γ) Καρανικόλα κατά Ελλάδας [29] , απόφαση της 1.4.2010, με την οποία το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, λόγω του ότι η συνολική διάρκεια της επίδικης διαδικασίας ήταν υπερβολική, γεγονός που δεν συνάδει με την απαίτηση της λογικής προθεσμίας και δ) Μάγειρας κατά Ελλάδας [30] , απόφαση της 7.1.2010, Πετρίδη κατά Ελλάδας [31] και Τσουκαλά κατά Ελλάδας [32] , αποφάσεις της 22.7.2010, με τις οποίες το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση αφενός του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, λόγω της μακράς διάρκειας της διαδικασίας ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αφετέρου του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ, λόγω έλλειψης στην ελληνική έννομη τάξη αποτελεσματικής προσφυγής για τον έλεγχο της ανωτέρω αιτίασης.

Τα αίτια της υπέρβασης του εύλογου χρόνου εκδίκασης των υποθέσεων είναι πολλά και εντοπίζονται, ενδεικτικά, στην απουσία χρηστής διοίκησης, στη δαιδαλώδη πολυνομία, που αποτελεί μία πραγματική μηχανή παραγωγής διαφορών, στον εν πολλοίς περιπτωσιολογικό χαρακτήρα των κατά καιρούς νομοθετικών ρυθμίσεων, σε ζητήματα λειτουργικά και ζητήματα κατανομής των αρμοδιοτήτων, στην απαγγελία απαραδέκτων που θα μπορούσαν να αποφευχθούν στο πλαίσιο της χρηστής δίκης, στη μέχρι πρότινος έλλειψη ρυθμίσεων που θα αποθάρρυναν την άσκηση πολλών και προώρως ασκηθέντων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η απονομή της δικαιοσύνης από το Ελεγκτικό Συνέδριο, σε σχέση με την προσφυγή των πολιτών στη διοικητική ή στην πολιτική δικαιοσύνη, ήταν πιο προσιτή, αφού μόλις πρόσφατα με το άρθρο 73 παρ. 2 του Ν 4055/2012 επεκτάθηκε το μέτρο της υποχρεωτικής υπογραφής των δικογράφων από δικηγόρο και στα δικόγραφα των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, πέραν του δικογράφου του ενδίκου μέσου της αίτησης αναίρεσης [33] , καταργούμενης πλέον της ευχέρειας που είχε ο ιδιώτης να υπογράφει ο ίδιος το δικόγραφο [34] . Έτσι, από 2 Απριλίου 2012 (άρθρο 113 του Ν 4055/2012) τα δικόγραφα όλων των ασκούμενων ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενδίκων βοηθημάτων και μέσων πρέπει να υπογράφονται από δικηγόρο άλλως, σε περίπτωση που δικόγραφο υπογράφεται από τον αιτούντα ή εκκαλούντα, θεωρείται ότι το οικείο ένδικο βοήθημα ή μέσο ασκήθηκε νομίμως, εφόσον παρίσταται δικηγόρος κατά τη συζήτησή του ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ειδικότερη αναφορά πρέπει να γίνει για τη χορήγηση αναβολών της συζήτησης της υπόθεσης, σύμφωνα με το άρθρο 64 του ΠΔ 1225/1981, που ορίζει ότι η συζήτηση μπορεί να αναβληθεί συντρέχοντος αποχρώντος λόγου αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας και μόνο άπαξ μετά από αίτηση των διαδίκων. Συγκεκριμένα, έχει νομολογηθεί ότι, όταν εμφανισθεί ενώπιον του δικαστηρίου κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης ο φερόμενος ως πληρεξούσιος δικηγόρος, ο οποίος και υπογράφει το δικόγραφο, ύστερα από νόμιμη κλήτευση των διαδίκων και ζητήσει την αναβολή της συζήτησης για σπουδαίο λόγο, το δικαστήριο την χορηγεί εφάπαξ και ορίζει ρητή δικάσιμο χωρίς νέα κλήτευση των διαδίκων (άρθρο 64 παρ. 2 του ΠΔ 1225/1981). Κατά τη μετ’ αναβολή συζήτηση, αν δεν εμφανισθεί ούτε ο φερόμενος ως πληρεξούσιος, ούτε ο ασκήσας το ένδικο μέσο διάδικος, το δικαστήριο, ενόψει του κινδύνου να κηρυχθεί απαράδεκτο το ασκηθέν ένδικο μέσο λόγω ακυρότητας του δικογράφου, οφειλομένης στην έλλειψη νομιμοποίησης του υπογράφοντος αυτό δικηγόρου (άρθρο 21 παρ. 2 του ΠΔ 1225/1981) και για τη διασφάλιση του δικαιώματος του διαδίκου για δίκαιη δίκη κηρύσσει στην περίπτωση αυτή απαράδεκτη τη συζήτηση και ορίζει ρητή δικάσιμο κατά την οποία θα πρέπει να κλητευθούν οι διάδικοι. Έχει δε κριθεί ότι τούτο γίνεται προς αποτροπή του ενδεχόμενου, ο ασκήσας το ένδικο μέσο διάδικος να μην είχε ενημερωθεί για την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσής του από τον φερόμενο ως πληρεξούσιο δικηγόρο [35] . Ως ορθότερη φαίνεται η άποψη, η οποία υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να προβαίνει από μόνο του στην κήρυξη ως απαραδέκτου της συζήτησης και στον ορισμό νέας δικασίμου από τη στιγμή που ο διάδικος είχε κλητευθεί νόμιμα στην αρχική δικάσιμο, καθόσον, αποδεχόμενο το Δικαστήριο το αρχικό αίτημα της αναβολής που υποβλήθηκε από τον υπογράφοντα το δικόγραφο πληρεξούσιο δικηγόρο του εντολέα-διαδίκου, πρέπει να θεωρείται ότι λαμβάνει γνώση της ορισθείσας ρητής δικασίμου και ο απολειπόμενος πλην νομίμως κλητευθείς διάδικος, ως εκ τούτου δεν απαιτείται η εκ νέου κλήση του τελευταίου, η απουσία του οποίου θα έχει ως συνέπεια, σε περίπτωση έλλειψης έγγραφης πληρεξουσιότητας, την απόρριψη του ένδικου μέσου ως απαραδέκτου για έλλειψη νομιμοποίησης του υπογράφοντος το δικόγραφο αυτό πληρεξουσίου δικηγόρου [36] . Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται αφενός το ενδεχόμενο καταχρηστικής άσκησης του εν λόγω δικαιώματος από τον ιδιώτη διάδικο, αφετέρου η πιθανότητα απόδοσης ευθυνών στις εθνικές αρχές, λόγω υπέρβασης της εύλογης προθεσμίας που αποδίδεται στο Δικαστήριο και της συνακόλουθης προσβολής του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ευθύνες που μπορεί να γεννηθούν από τον προσδιορισμό και μόνο μίας μακρινής δικασίμου ή από την αναβολή της συζήτησης μίας υπόθεσης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Προς την κατεύθυνση της μείωσης του κινδύνου διαδικαστικών καθυστερήσεων από εσφαλμένες επιδόσεις και της περιστολής κήρυξης απαραδέκτου της συζήτησης της υπόθεσης, λόγω μη παράστασης του πληρεξουσίου δικηγόρου, τείνει και η ρύθμιση του άρθρου 73 παρ. 3 του Ν 4055/2012, σύμφωνα με την οποία οι δικαστικοί επιμελητές μπορούν πλέον να προβούν σε θυροκόλληση των επιδοτέων εγγράφων στον τόπο της επαγγελματικής εγκατάστασης του προσώπου στο οποίο αφορά η επίδοση σε περίπτωση απουσίας αυτού ή των συνεταίρων ή συνεργατών ή υπαλλήλων του, σε αντίθεση με την προηγούμενη ρύθμιση, που προέβλεπε ότι εάν κανείς από τα ανωτέρω πρόσωπα δεν βρισκόταν στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο η επίδοση γινόταν στην κατοικία του προσώπου που αφορούσε η επίδοση, η οποία (ρύθμιση), όμως, δεν εφαρμοζόταν παρά την επανειλημμένη αναζήτηση των προσώπων αυτών από τους δικαστικούς επιμελητές, οι οποίοι τελικώς προέβαιναν σε θυροκόλληση στην επαγγελματική εγκατάσταση του δικηγόρου ή του προσώπου που αφορούσε η επίδοση, με αποτέλεσμα να κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και να καθυστερεί η εξέλιξη της διαδικασίας.

Περαιτέρω, ως προς τα αίτια της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης, δεν πρέπει να υποβαθμίζεται το φαινόμενο της αλόγιστης άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων από το ίδιο το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, που επιδιώκουν την εξάντληση όλων των προβλεπόμενων στο νόμο ενδίκων μέσων κατά των δικαστικών αποφάσεων. Στην περίπτωση δε του Δημοσίου, μέχρι πρότινος, παρατηρείτο μια ανακολουθία όσον αφορά την άμεση συμμόρφωσή του προς τις αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ειδικότερα, με απόφαση (8.4.2004) της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε δεκτή αίτηση απόστρατου Υποστρατήγου της ΕΛΑΣ για αναπροσαρμογή της σύνταξής του, με βάση το μισθό που έφερε κατά την έξοδό του από την υπηρεσία, προσαυξημένο όμως με τα 2/3 της διαφοράς μεταξύ του μισθού του κατεχόμενου βαθμού και εκείνου του επόμενου βαθμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν 2838/2000. Μετά την έκδοση της απόφασης αυτής ακολούθησαν και άλλες αποφάσεις της Ολομέλειας αλλά και του ΙΙΙ Τμήματος που αντιμετωπίζουν πλέον κατ’ ομοιόμορφο τρόπο το ζήτημα της αναπροσαρμογής της σύνταξης των συνταξιούχων αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Παρόλα αυτά, τα αρμόδια συνταξιοδοτικά όργανα της Διοίκησης δεν ενήργησαν σύμφωνα με τα ανωτέρω, με αποτέλεσμα το Ελεγκτικό Συνέδριο και ειδικότερα το ΙΙΙ Τμήμα, το οποίο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των στρατιωτικών συντάξεων, να έχει κατακλυστεί από εφέσεις στρατιωτικών συνταξιούχων. Ως θετική εξέλιξη θεωρείται το γεγονός ότι, μετά την ισχύ του Ν 4055/2012, το Ελληνικό Δημόσιο έπαυσε να ασκεί αιτήσεις αναίρεσης, κατά των ως άνω αποφάσεων του ΙΙΙ Τμήματος, συμμορφούμενο, σύμφωνα με το Ν 3068/2002, στις τελεσίδικες αποφάσεις του Δικαστηρίου.

Δ. Οι καινοτομίες στο δικονομικό σύστημα του Ελεγκτικού Συνεδρίου

α) Η πρότυπη δίκη

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν 4055/2012, που φέρει τον τίτλο «Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής», οι επεμβάσεις του νομοθέτη στις δικονομικές διατάξεις που ισχύουν για το Ελεγκτικό Συνέδριο (ΠΔ 774/1980 και 1225/1981), ενόψει και της γενικότερης διαπίστωσης για την απονομή της δικαιοσύνης στη Χώρα μας που συνοψίζεται στο ότι «η σημερινή πραγματικότητα στην Ελλάδα δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές του έλληνα συνταγματικού νομοθέτη ούτε στις προσδοκίες του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού», σκοπεύουν στην επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου της Χώρας και στην επίτευξη σε σύντομο χρόνο ασφάλειας δικαίου, που επιτυγχάνεται με την εισαγωγή του θεσμού της πρότυπης δίκης. Όμως, ο νομοθέτης προβαίνει στη σχετική ρύθμιση δημιουργώντας, εξ αρχής, ερμηνευτικά ζητήματα, καθόσον στην αιτιολογική έκθεση γίνεται μεν λόγος για την εισαγωγή της πιλοτικής δίκης στο Ελεγκτικό Συνέδριο, πλην όμως το άρθρο 69 του Ν 4055/2012 φέρει τον τίτλο «Πρότυπη δίκη-προδικαστικό ερώτημα». Ωστόσο, όπως εύστοχα επισημαίνεται για τις ομοίου περιεχομένου ρυθμίσεις του

Ν 3900/2010, η πιλοτική δίκη είναι η άλλη εκδοχή της πρότυπης δίκης [37] . Επίσης, έχει υποστηριχθεί [38] ότι στην ουσία η πιλοτική δίκη είναι μία πρότυπη δίκη με πρωτοβουλία στην παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου του διαδίκου και στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου με προδικαστική απόφαση του δικάζοντος Δικαστηρίου [39] .

Ειδικότερα, με το άρθρο 69 του Ν 4055/2012, με το οποίο προστέθηκε μετά το άρθρο 108 του ΠΔ 1225/1981 το άρθρο 108Α, εισάγεται για πρώτη φορά στη δικονομία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ο θεσμός της πρότυπης δίκης, όταν πρόκειται για ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες σε ευρύτερο κύκλο προσώπων, προβλέπεται δε η προσφυγή στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου προκειμένου να επιτευχθεί μια ενιαία νομολογιακή γραμμή με την έγκαιρη επίλυση του αμφισβητούμενου ζητήματος και την ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου, αφού περιορίζεται ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Με τον τρόπο αυτό απαλλάσσονται από σημαντικό φόρτο και τα Τμήματα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τα οποία κατακλύζονται, συνήθως, από σωρεία ομοίου περιεχομένου ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων. Η πρότυπη δίκη προϋποθέτει την άσκηση οποιουδήποτε ένδικου βοηθήματος ή μέσου ενώπιον οποιουδήποτε Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Πάντως, η αδιάστικτη διατύπωση των παραγράφων 1 και 2 της διάταξης του άρθρου 69 του Ν 4055/2012 οδηγεί στη θέση ότι καταλαμβάνει, χωρίς εξαίρεση, κάθε ένδικο βοήθημα (αγωγή, ανακοπή του άρθρου 217 του ΚΔΔ, αίτηση αναστολής, που, όμως, ως εκ του παρεπόμενου χαρακτήρα της, θα πρέπει να εισαχθεί με το κύριο ένδικο βοήθημα ή μέσο) και κάθε ένδικο μέσο (έφεση [40] , αναθεώρηση), εκτός από την αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης Τμήματος, η οποία έχει εισαχθεί ενώπιον της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και εκδικάζεται σύμφωνα με τη δικονομία του. Ως εκ τούτου, πρέπει να μας προβληματίσει το γεγονός ότι, αν και στην αρχή της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, που προβλέπεται η πρότυπη δίκη σε Συμβούλιο, γίνεται λόγος για την ευρύτερη έννοια των εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στις οποίες τίθεται νομικό ζήτημα για το οποίο έχει ήδη αποφανθεί η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι οποίες επιτρέπεται να εισάγονται ενώπιον τριμελούς δικαστικού σχηματισμού, ο οποίος αποφαίνεται με ομόφωνη απόφαση που λαμβάνεται σε Συμβούλιο, στη συνέχεια, στην ίδια παράγραφο του ίδιου άρθρου και νόμου παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους να ζητήσουν τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο συμπληρώνοντας τις τυπικές ελλείψεις μόνο του δικογράφου της έφεσης, χωρίς την οποιαδήποτε αναφορά στα δικόγραφα άλλων ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό, μεταξύ άλλων, το ένδικο βοήθημα της αγωγής από την εφαρμογή του θεσμού της πρότυπης δίκης, παρά το γεγονός ότι η Ολομέλεια του Δικαστηρίου έχει επιλύσει συγκεκριμένα νομικά ζητήματα, τα οποία έχουν τεθεί με δικόγραφα αγωγής. Η ρύθμιση αυτή είναι μεν σύμφωνη με την αιτιολογική έκθεση, στην οποία αναφέρεται ότι επιδιώκεται με τη δίκη αυτή η αποσυμφόρηση του Δικαστηρίου από το μεγάλο όγκο των εκκρεμών εφέσεων επί συνταξιοδοτικών υποθέσεων σε νομικά ζητήματα τα οποία έχουν κριθεί παγίως από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου με σωρεία αποφάσεων καθώς και η εξοικονόμηση οικονομικών και ανθρώπινων πόρων που απαιτούνται για την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών, πλην όμως, εφόσον η διάταξη αναφέρεται γενικά σε «εκκρεμείς υποθέσεις», τότε αυτή καταλαμβάνει υποθέσεις που έχουν ανακύψει από κάθε ένδικο βοήθημα ή μέσο που έχει ασκηθεί ενώπιον των Τμημάτων. Περαιτέρω, από τη γραμματολογική [41] , συνδυαστική και τελολογική ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 69 του Ν 4055/2012 [42] δεν συνάγεται ότι ο νομοθέτης θέλησε την περιορισμένη εφαρμογή του θεσμού της πρότυπης δίκης, όπως, αντιθέτως, επιχειρείται με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού. Προς επίρρωση των ανωτέρω αναφέρουμε το υποβληθέν με το δικόγραφο της έφεσης-αγωγής αναγνωριστικό αίτημα πολιτικού συνταξιούχου για αποζημίωση λόγω της μη καταβολής, με αναπροσαρμογή της σύνταξής του, της ειδικής παροχής των 176 ευρώ, ήτοι του επιδόματος εξομάλυνσης υπέρ των χαμηλόμισθων υπαλλήλων, που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 14 του Ν 3016/2002, το οποίο απορρίφθηκε με απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου [43] . Για το ζήτημα αυτό και μόνο η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει κρίνει [44] ότι ορθά απορρίπτεται από το Τμήμα η ασκηθείσα αγωγή, καθόσον η εν λόγω παροχή δεν αποτελεί συντάξιμη παροχή και δεν λαμβάνεται υπόψη για τον κανονισμό ή αναπροσαρμογή της σύνταξης για οποιαδήποτε κατηγορία συνταξιούχων του Δημοσίου. Επίσης, στο ΙΙΙ Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχουν κατατεθεί εφέσεις-αγωγές στρατιωτικών συνταξιούχων και ειδικότερα συνταξιούχων αξιωματικών από το βαθμό του ταξιάρχου και άνω, με τις οποίες ζητείται να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να τους καταβάλλει ως αποζημίωση ποσό που αντιστοιχεί στη διαφορά του επιδόματος θέσης υψηλής ευθύνης, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 4 του Ν 3075/2002. Όπως, όμως, έχει κριθεί [45] η τμηματική καταβολή του εν λόγω επιδόματος στους συνταξιούχους αξιωματικούς από 1.1.2003 εντάσσεται στο πλαίσιο της ρυθμιστικής εξουσίας που διαθέτει ο νομοθέτης να διαμορφώνει ελεύθερα τόσο τη βάση υπολογισμού, όσο και το ύψος των συντάξιμων αποδοχών των στρατιωτικών, κατ’ εκτίμηση των εκάστοτε δημοσιονομικών δεδομένων, ως εκ τούτου δε οι σχετικές αγωγές απορρίπτονται ως αβάσιμες.

Ενόψει των ανωτέρω, στην έννοια των εκκρεμών υποθέσεων πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο, μεταξύ άλλων, και το ένδικο βοήθημα της αγωγής, εφόσον η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει επιλύσει συγκεκριμένο νομικό ζήτημα που τίθεται με το σχετικό δικόγραφο. Στην περίπτωση, όμως, που στο δικόγραφο αυτό τίθενται, παρεμπιπτόντως, και άλλα ζητήματα, τα οποία δεν έχουν επιλυθεί από την Ολομέλεια, εξυπακούεται ότι δεν θα εφαρμοστεί ο θεσμός της πρότυπης δίκης.

β) Η έναρξη της πρότυπης δίκης

Η δίκη μπορεί να εκκινήσει, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 69 του Ν 4055/2012: α) ύστερα από αίτημα οιουδήποτε από τους διαδίκους ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικράτειας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, όταν ανακύπτει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες σε ευρύτερο κύκλο προσώπων, και β) με την υποβολή σχετικού προδικαστικού ερωτήματος του Τμήματος που επιλαμβάνεται [46] της υπόθεσης, εφόσον, εκτός της ανωτέρω περίπτωσης, ήθελε κριθεί ότι διάταξη τυπικού νόμου αντίκειται σε διάταξη υπέρτερης τυπικής ισχύος (όπως είναι διεθνής σύμβαση του άρθρου 28 του Σ/τος), χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι η έκδοση προδικαστικής απόφασης δεν είναι υποχρεωτική για το Τμήμα, ούτε υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο, πλην όμως η υποβολή του προδικαστικού ερωτήματος προφανώς δεσμεύει την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου να αποφανθεί, ενόψει και της οικονομίας της ρύθμισης, που στοχεύει στην επιτάχυνση της δίκης. Περαιτέρω, ορθότερη φαίνεται η άποψη που έχει διατυπωθεί για τις ομοίου περιεχομένου ρυθμίσεις του Ν 3900/2010 ότι η υποβολή του αιτήματος για την έναρξη της πρότυπης δίκης, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 του ανωτέρω άρθρου, που δεν προϋποθέτει την καταβολή παραβόλου, αποτελεί μια απλή διαδικαστική αίτηση [47] , όπως είναι η αίτηση προτίμησης δικασίμου, που πρέπει να υποβληθεί μέχρι την ημέρα συζήτησης της υπόθεσης στο Τμήμα, στο οποίο ήδη εκκρεμεί το ένδικο βοήθημα ή μέσο. Το αίτημα τούτο κρίνεται από Τριμελή Επιτροπή, ειδικής σύνθεσης, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο ή το νόμιμο Αναπληρωτή του, όταν η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του Τμήματος στο οποίο προεδρεύει, και τον Πρόεδρο του Τμήματος στο οποίο εκκρεμεί το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που κρίνει κυριαρχικά ότι το παραδεκτώς ασκηθέν ένδικο βοήθημα ή μέσο έχει γενικότερο ενδιαφέρον με συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, οπότε και εκδίδει σχετική πράξη.

γ) Οι δικονομικές συνέπειες της έναρξης της πρότυπης δίκης

Με την αποδοχή του αιτήματος και την έκδοση θετικής πράξης από την Τριμελή Επιτροπή ή με την έκδοση προδικαστικής απόφασης από το Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση, εισάγεται στο σύνολό της η υπόθεση προς εκδίκαση στην Ολομέλεια, εφαρμοζόμενων ως προς τα διαδικαστικά θέματα των πάγιων διατάξεων της δικονομίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Μετά την επίλυση του γενικότερου ζητήματος [48] , η Ολομέλεια μπορεί ή να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει στην ουσία ή να την παραπέμψει στο αρμόδιο Τμήμα, για περαιτέρω εξέταση. Εξάλλου, η πράξη της Επιτροπής ή η παραπεμπτική απόφαση του Τμήματος δημοσιεύεται σε δύο εφημερίδες των Αθηνών, προκειμένου να γίνει ευρύτερα γνωστό το θέμα που ανέκυψε [49] . Μετά τη δημοσίευση αναστέλλεται η εκδίκαση των εκκρεμών υποθέσεων στα Τμήματα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα, μέχρι τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα έκδοσης αντίθετων αποφάσεων για το γενικότερο ενδιαφέροντος ζήτημα, που έχει συνέπειες σε ευρύτερο κύκλο προσώπων. Βέβαια, η διαδικασία αναστολής δεν εξειδικεύεται, όμως, οι δικαστές με τη βοήθεια των γραμματειών των οικείων Τμημάτων, πρέπει να ενημερώνονται για τι υποθέσεις που εκκρεμούν στην Ολομέλεια, προκειμένου να εντοπίζουν έγκαιρα τα κρίσιμα νομικά ζητήματα των υποθέσεων που ενδέχεται να συνέχονται με τις υποθέσεις που οι ίδιοι έχουν χρεωθεί. Σε κάθε περίπτωση, με την αναστολή αυτή ενισχύεται η αποτελεσματικότητα του θεσμού, χωρίς την αποδυνάμωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των διαδίκων, αφού δεν αναστέλλεται η προσωρινή δικαστική προστασία [50] . Περαιτέρω, κάθε τρίτο πρόσωπο που τυγχάνει να είναι διάδικος σε άλλη εκκρεμή δίκη, που τίθεται το ίδιο ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος μπορεί να παρέμβει και να προβάλλει τους νομικούς ισχυρισμούς του κατά τη συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η απόφαση της Ολομέλειας δεσμεύει τους διαδίκους αλλά και τους ενώπιόν της παρεμβάντες. Στην περίπτωση της προδικαστικής παραπομπής, η απόφαση της Ολομέλειας είναι υποχρεωτική για το Τμήμα που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει για το θέμα αυτό και τους παρεμβάντες. Εξάλλου, η απόφαση της Ολομέλειας δεν προσβάλλεται με κανένα ένδικο μέσο [51] .

Υποστηρίζεται [52] ότι η μεγαλύτερη συνέπεια που παράγει η πιλοτική απόφαση, πέραν του ενοποιητικού-κατευθυντήριου αποτελέσματός της, δεν είναι η δεσμευτικότητά της αλλά το γεγονός ότι πολλοί ενδιαφερόμενοι με συναφείς υποθέσεις που δεν κατέστησαν διάδικοι στην πιλοτική δίκη, βλέπουν σε σύντομο χρόνο ποια είναι η νομολογιακή θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του σοβαρού νομικού ζητήματος και αναλόγως πράττουν, δηλαδή είτε παραιτούνται από τα τυχόν ασκηθέντα ένδικα βοηθήματα ή μέσα είτε τα ασκούν εφόσον έχουν προθεσμία ή τα συνεχίζουν με διαυγέστερη εικόνα για την έκβασή τους. Πάντως, μέχρι σήμερα έχει υποβληθεί μία αίτηση (1.4.2013) από διάδικο που απευθύνεται προς τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ζητεί την εφαρμογή του άρθρου 69 του Ν 4055/2012, ενώ δεν έχει υποβληθεί αίτηση από το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή προδικαστικό ερώτημα ενώπιον της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 69 παρ. 1 και 2 του Ν 4055/2012.

δ) Πρότυπη δίκη σε Συμβούλιο

Η παράγραφος 3 του άρθρο 69 του Ν 4055/2012 θεσπίζει το πεδίο εφαρμογής του νόμου, όπως προαναφέρθηκε, στις ήδη εκκρεμείς υποθέσεις [53] ενώπιον των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στις οποίες τίθεται νομικό ζήτημα για το οποίο έχει ήδη αποφανθεί η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι οποίες εισάγονται σε τριμελή δικαστικό σχηματισμό, ο οποίος απαρτίζεται από τον Πρόεδρο του Τμήματος αυτού, τον αρχαιότερο Σύμβουλο και έναν Σύμβουλο αυτού, ως εισηγητή. Η απόφαση του Συμβουλίου πρέπει να είναι ομόφωνη. Ήδη, το ΙΙΙ Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν από τη νομοθεσία των στρατιωτικών συντάξεων, που, όπως προελέχθη, έχει κατακλυστεί από εφέσεις στρατιωτικών συνταξιούχων, έχει εισαγάγει προς συζήτηση σε τριμελή δικαστικό σχηματισμό, από την έναρξη ισχύος του Ν 4055/2012 (2.4.2012) αρκετές υποθέσεις που εκκρεμούν από το έτος 2006, από το σύνολο των 11.882 εκκρεμουσών υποθέσεων του ίδιου έτους. Έτσι εκδόθηκαν 562 αποφάσεις [54] το 2012 (από 15.6.2012 έως 31.12.2012), 531 αποφάσεις το 2013 (από 1.1.2013 έως 16.4.2013), ήτοι συνολικά 1093 αποφάσεις. Επισημαίνεται ότι μέχρι σήμερα δεν έχει κατατεθεί αίτηση εντός τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης που εκδόθηκε σε Συμβούλιο, από διάδικο, που να ζητεί την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης. Το ίδιο χρονικό διάστημα, μετά την εκδίκαση υποθέσεων του ίδιου Τμήματος με την τακτική διαδικασία, δημοσιεύτηκαν 307 αποφάσεις το έτος 2012 και 216 αποφάσεις το έτος 2013, ήτοι συνολικά 523 αποφάσεις. Διευκρινίζεται ότι το τεθέν με τις ανωτέρω εφέσεις νομικό ζήτημα είχε κριθεί με σειρά αποφάσεων της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία είχε αποφανθεί ότι η συντελούμενη αύξηση του βασικού μισθού των εν ενεργεία υπαξιωματικών και αξιωματικών με το καθιερούμενο κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του Ν 2838/2000 σύστημα μισθολογικών προαγωγών αποτελεί μέρος των συντάξιμων αποδοχών και λαμβάνεται υπόψη για τον κανονισμό της σύνταξής τους, καθώς και για την αναπροσαρμογή (αύξηση) της σύνταξης αυτών που αποχώρησαν από την υπηρεσία πριν από την έναρξη ισχύος των διατάξεων αυτών με τις ίδιες προϋποθέσεις που χορηγούνται οι ως άνω μισθολογικές προαγωγές στους εν ενεργεία ομοιόβαθμούς τους. Επίσης, το ΙΙ Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν από τη νομοθεσία για την απονομή των πολιτικών συντάξεων εξέδωσε, πρόσφατα, σαράντα (40) αποφάσεις με τη διαδικασία σε Συμβούλιο σε υποθέσεις που εκκρεμούσαν από το έτος 2008 [55] . Έτσι, παρά το γεγονός ότι η προσέγγιση του ζητήματος της επιτάχυνσης στην εκδίκαση των εκκρεμών υποθέσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, βάσει συγκριτικών στοιχείων, δεν μας επιτρέπει να έχουμε, τη δεδομένη στιγμή, μία ολοκληρωμένη εικόνα του βαθμού αποτελεσματικότητας της παρεχόμενης έννομης προστασίας, λόγω του μικρού χρονικού διαστήματος εφαρμογής του θεσμού της πρότυπης δίκης σε Συμβούλιο, αφού ο νόμος αυτός άρχισε να ισχύει από 2.4.2012, εντούτοις φαίνεται ότι ο στόχος της αποσυμφόρησης του Δικαστηρίου από μαζικές εφέσεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου με κοινό νομικό ζήτημα μέσω της ενεργοποίησης του θεσμού της πρότυπης δίκης θα μπορούσε να επιτευχθεί, καθόσον οι μέχρι τώρα εισαχθείσες υποθέσεις σε Συμβούλιο και οι εκδοθείσες αποφάσεις κατά τη διαδικασία αυτή, η οποία είναι πιο εύκαμπτη και συνεπώς ταχύτερη, είναι πολύ περισσότερες σε σχέση με αυτές που εξετάζονται και δημοσιεύονται κατά την τακτική διαδικασία, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Στα θετικά στοιχεία από την εφαρμογή του νόμου συγκαταλέγεται και το γεγονός ότι οι διάδικοι δεν προβαίνουν στην υποβολή αίτησης για την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσής τους, δυνατότητα που τους παρέχει ο νομοθέτης. Εξυπακούεται δε ότι επαφίεται στην κρίση του Προέδρου κάθε Τμήματος [56] να επιλέξει ανάμεσα στην εισαγωγή των εκκρεμών υποθέσεων με την τακτική διαδικασία ή με τη διαδικασία σε Συμβούλιο. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση επίλυσης νομικού ζητήματος από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τις υποθέσεις των οποίων είχε ανασταλεί η εκδίκαση, καθώς δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση [57] για την υποχρεωτική εισαγωγή τους προς κρίση σε συμβούλιο.

ε) Απόφαση σε Συμβούλιο για απόρριψη αίτησης αναίρεσης προδήλως απαράδεκτης ή αβάσιμης

Με το άρθρο 71 του Ν 4055/2012 εισάγεται για πρώτη φορά ο θεσμός της εν Συμβουλίω απόρριψης αιτήσεων αναίρεσης (μαζί με την αντίστοιχη αίτηση αναστολής), εφόσον αυτές κρίνονται ως προδήλως απαράδεκτες ή αβάσιμες ή όταν με αυτές προβάλλονται λόγοι που κατά πάγια νομολογία της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι αβάσιμοι. Η τελευταία περίπτωση εντάσσεται και αυτή προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης του προβλήματος της υπερφόρτωσης του Δικαστηρίου με όγκο υποθέσεων και τη σημαντική επιτάχυνση της δίκης επ’ ωφελεία του Έλληνα πολίτη. Εντούτοις το γεγονός της ιδιαίτερης σημασίας που αποδίδεται στην πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου θα μπορούσε να εκληφθεί ότι οδηγεί σε μία ακινησία της νομολογίας. Όμως, ο κίνδυνος αυτός εκλείπει με την προβλεπόμενη στο ίδιο άρθρο δυνατότητα του διαδίκου να συζητηθεί η υπόθεσή του στο ακροατήριο, εφόσον το επιθυμεί, οπότε και παρέχεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο για βελτίωση ή μεταβολή της νομολογίας του, στην περίπτωση που συντρέχει ανάγκη νέας ερμηνευτικής προσέγγισης των σχετικών διατάξεων, λόγω της μεταβολής και των κοινωνικών συνθηκών [58] ή λόγω προσαρμογής στα νεότερα δεδομένα, όπως, ενδεχομένως, είναι μία απόφαση Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση δε που ο διάδικος επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεσή του στο ακροατήριο η απόφαση που εκδίδεται σε συμβούλιο παύει να ισχύει και η υπόθεση εισάγεται για συζήτηση στην Ολομέλεια. Εάν και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο η αίτηση αναίρεσης απορριφθεί, ο διάδικος που την προκάλεσε μπορεί, κατ’ εκτίμηση του Δικαστηρίου, να καταδικαστεί να καταβάλει στο νικήσαντα διάδικο έως το τριπλάσιο της δικαστικής δαπάνης. Με τον τρόπο αυτό, η πρόθεση των συντακτών της ρύθμισης, που συνίσταται στην ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης και την αποψίλωσή της από προδήλως αβάσιμες ή απαράδεκτες αιτήσεις αναίρεσης, φαίνεται ότι είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, καθόσον, ο διάδικος δεν στερείται τη δυνατότητα να συζητηθεί η υπόθεσή του στο ακροατήριο, εφόσον το επιθυμεί. Μέχρι σήμερα δεν έχουν απορριφθεί αιτήσεις αναίρεσης, που εκκρεμούν ενώπιον της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με αποφάσεις που ελήφθησαν σε Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 71 του Ν 4055/2012.

στ) Πρότυπη διαδικασία επί ενστάσεων

Η πρότυπη διαδικασία προβλέπεται και επί ενστάσεων ενώπιον του Κλιμακίου κατά πράξης ή παράλειψης του Υπουργού Οικονομικών κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του για εκτέλεση των πράξεων ή αποφάσεων κανονισμού σύνταξης σε βάρος του Δημοσίου ή της πληρωμής των συντάξεων εν γένει, συμπεριλαμβανομένων και όσων αφορούν καταλογισμό αχρεωστήτως ληφθείσας σύνταξης [59] . Πρόκειται για τον ίδιο θεσμό και ισχύουν τα όσα ελέγχθηκαν ανωτέρω τόσο για την εισαγωγή του τεθέντος, με την εκκρεμούσα ένσταση, ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων για εξέταση στη Διοικητική Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με πράξη Τριμελούς Επιτροπής, όσο και για την κρίση του Κλιμακίου σε ένσταση, με συνοπτικά αιτιολογημένη πράξη, εφόσον πρόκειται για υπόθεση που αφορά νομικό ζήτημα που έχει ήδη επιλυθεί με απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Για πρώτη φορά δε προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 72 του Ν 4055/2012 ότι με πράξη του Προέδρου του Κλιμακίου επιτρέπεται η ενιαία εξέταση με την ίδια πράξη περισσότερων ενστάσεων, εφόσον τίθενται όμοια ζητήματα με αυτές.

Ε. Οι νέες προθεσμίες άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων - Συνεκδίκαση επί ομοίων υποθέσεων ή επί ομοδικίας - Επανάληψη της διαδικασίας

Περαιτέρω, ο νομοθέτης προέβη σε μεταρρυθμιστικές κινήσεις που αποβλέπουν στην επιτάχυνση της αποδιδόμενης δικαιοσύνης και στον εκσυγχρονισμό του δικονομικού συστήματος. Ειδικότερα, με το άρθρο 68 του Ν 4055/2012 υιοθετήθηκε η προθεσμία των εξήντα ημερών για την άσκηση αίτησης αναίρεσης σε όλες τις αποφάσεις των Τμημάτων που θα εκδοθούν από 16.9.2012 [60] . Δεν τίθεται δε καμία εξαίρεση, ούτε για την αναίρεση κατά αποφάσεων των Τμημάτων συνταξιοδοτικού χαρακτήρα, που η προθεσμία ήταν ετήσια. Η προθεσμία αυτή, που αρχίζει για τον ιδιώτη από την επίδοση ή την καθ’ οιονδήποτε τρόπο περιέλευση της απόφασης σ’αυτόν ή την αποδεδειγμένη πλήρη γνώση αυτής, για το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, το Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΙΔ που χρηματοδοτούνται από εθνικούς ή κοινοτικούς πόρους, από την περιέλευση και μόνο της απόφασης σε αυτούς, τέθηκε προκειμένου να μην καθυστερεί η κρίση της Ολομέλειας επί νομικών ζητημάτων, όπως συνέβαινε εξαιτίας της δικονομικής ευχέρειας που παρείχετο στην άσκηση αίτησης αναίρεσης εντός ενός έτους από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης στον ιδιώτη διάδικο ή στο Γενικό Επίτροπο από την έκδοση της απόφασης ή στο Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ από την περιέλευση της απόφασης στην αρμόδια υπηρεσία [61] . Επίσης, η προθεσμία άσκησης της έφεσης κατά καταλογιστικών πράξεων [62] και κατά συνταξιοδοτικών πράξεων [63] , που θα εκδοθούν μετά τις 16.9.2012, ορίστηκε σε εξήντα ημέρες, μόνο δε εάν ο έχων έννομο συμφέρον ιδιώτης διαμένει στην αλλοδαπή η προθεσμία παρεκτείνεται σε ενενήντα ημέρες. Ομοίως, η προθεσμία για την άσκηση ένστασης ενώπιον του Κλιμακίου κατά πράξης ή παράλειψης του Υπουργού Οικονομικών κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του για εκτέλεση των πράξεων ή αποφάσεων κανονισμού σύνταξης σε βάρος του Δημοσίου ή της πληρωμής των συντάξεων εν γένει, συμπεριλαμβανομένων και όσων αφορούν καταλογισμό αχρεωστήτως ληφθείσας σύνταξης [64] , ορίστηκε στις εξήντα ημέρες από την επίδοση ή την καθ’οιονδήποτε τρόπο περιέλευση ή την αποδεδειγμένη πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης πράξης. Σε περίπτωση δε παράλειψης η ως άνω προθεσμία αρχίζει μετά την πάροδο διμήνου από την ημέρα κατά την οποία δημιουργήθηκε η υποχρέωση προς έκδοση της παραληφθείσας πράξης. Με την αλλαγή των προθεσμιών, ο νομοθέτης δρα ενοποιητικά, εξομοιώνοντας τις προθεσμίες των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων του Ελεγκτικού Συνεδρίου τόσο μεταξύ τους όσο και με τις αντίστοιχες προθεσμίες των ενδίκων βοηθημάτων της ακυρωτικής και διοικητικής δικονομίας, ενισχύοντας την ασφάλεια του δικαίου.

Εξάλλου, με την παρ. 1 του άρθρου 73 του Ν 4055/2012, με το οποίο αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 13 του ΠΔ 1225/1981, που φέρει τον τίτλο «Συνεκδίκασις ή χωρισμός», παρασχέθηκε η δυνατότητα στον Προέδρο του Δικαστηρίου να διατάσσει, με πράξη του, τη συνεκδίκαση περισσότερων ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων ή αιτήσεων καταλογισμού, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ομοδικίας ή τίθενται όμοια ζητήματα. Η ρύθμιση αυτή έγινε με σκοπό την ταχύτερη και ασφαλέστερη εκδίκαση των υποθέσεων, στις οποίες συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ομοδικίας ή τίθενται όμοια ζητήματα.

Τέλος, με το άρθρο 75 του Ν 4055/2012 εισάγεται για πρώτη φορά η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, ως το ειδικό ένδικο βοήθημα, κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου, με το οποίο επιτυγχάνεται η συμμόρφωση με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Υποστηρίζεται, σε σχέση με την αντίστοιχη ομοίου περιεχομένου ρύθμιση του Ν 3900/2010, ότι η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας οδηγεί σε ανατροπή του παραχθέντος δεδικασμένου μεταξύ των διαδίκων, προκειμένου να κριθεί εκ νέου η συγκεκριμένη διαφορά υπό το φως των νομολογηθέντων από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και ότι με τη ρύθμιση αυτή θεραπεύεται ένα υφιστάμενο θεσμικό κενό, έστω και αν επιμηκύνεται ο χρόνος αμετάκλητης επίλυσης της διαφοράς [65] . Προϋπόθεση δε για την άσκηση του ένδικου αυτού μέσου είναι η διαφοροποίηση της απόφασης όχι μόνο των Τμημάτων αλλά και της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου από την κρίση του ΕΔΔΑ, το οποίο έκρινε ότι η συγκεκριμένη απόφαση εκδόθηκε κατά παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της Σύμβασης.

ΣΤ. Έκταση των νομοθετικών παρεμβάσεων

Στην αντιμετώπιση της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης, η οποία ναρκοθετεί το κράτος δικαίου [66] και αποδυναμώνει στην πράξη σειρά συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών, αποβλέπουν και οι εξής ρυθμίσεις:

α) Παράβολο

Με σκοπό τον εξορθολογισμό των διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης και την αποφυγή της άσκησης προδήλως αβάσιμων ενδίκων βοηθημάτων προβλέπεται για πρώτη φορά [67] η καταβολή παραβόλου είκοσι (20) ευρώ με την κατάθεση της ένστασης ενώπιον του Κλιμακίου κατά πράξης ή παράλειψης του Υπουργού Οικονομικών κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του για εκτέλεση των πράξεων ή αποφάσεων κανονισμού σύνταξης σε βάρος του Δημοσίου ή της πληρωμής των συντάξεων εν γένει, συμπεριλαμβανομένων και όσων αφορούν καταλογισμό αχρεωστήτως ληφθείσας σύνταξης (άρθρο 63 του ΠΔ 774/1980). Επίσης, προβλέπεται, από τις 2.4.2012, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης αναστολής ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η καταβολή παραβόλου είκοσι (20) ευρώ μέχρι τη συζήτηση της αίτησης. Αν δεν καταβληθεί το παράβολο η αίτηση αναστολής απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Αν, όμως, η αίτηση αυτή γίνει δεκτή εν μέρει ή στο σύνολό της, το παράβολο επιστρέφεται στον αιτούντα. Όπως έχει δε νομολογηθεί, η υποχρέωση καταβολής παραβόλου θα κριθεί με βάση το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο κατάθεσης του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου (ΕλΣυν Ολ 187/2011).

β) Ηλεκτρονικές διαδικασίες

Για την επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, πέραν της αξιοποίησης των δικονομικών δυνατοτήτων της πρότυπης δίκης, επιχειρείται μέσω της εξοικονόμησης ανθρώπινων και οικονομικών πόρων ο εκσυγχρονισμός των γραμματειών του Δικαστηρίου και η προσαρμογή τους στα τρέχοντα ηλεκτρονικά δεδομένα. Εισάγεται για πρώτη φορά η δυνατότητα άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης με ηλεκτρονικό μέσο, εφόσον φέρει ηλεκτρονική υπογραφή του αποστέλλοντος αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ΠΔ 150/2001 (Α΄ 125). Περαιτέρω, η έφεση θεωρείται ότι κατατέθηκε, εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του εγγράφου από το Δικαστήριο ηλεκτρονική απόδειξη που φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή και περιέχει και την έκθεση κατάθεσης. Εξάλλου, προβλέπεται η δυνατότητα τήρησης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου και ηλεκτρονικού αρχείου εφέσεων και η επίδοση της κλήσης προς συζήτηση στους διαδίκους και με ηλεκτρονικά μέσα [68] . Προϋπόθεση, όμως, εκκίνησης στην πράξη της διαδικασίας της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφου είναι η έκδοση προεδρικού διατάγματος με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με το οποίο θα καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, οι τεχνικές λεπτομέρειες, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 74 του Ν 4055/2012.

γ) Μείζων και Ελάσσων Ολομέλεια

Με τις διατάξεις του άρθρου 76 του Ν 4055/2012 εισάγεται η δυνατότητα να δημιουργηθεί ελάσσων και μείζων σχηματισμός της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την καλύτερη λειτουργία των εργασιών της. Ειδικότερα, η δημιουργία των δύο αυτών σχηματισμών θα οδηγήσει, ενόψει της μεγαλύτερης ευελιξίας αυτών, στην αποτελεσματικότερη και ταχύτερη επίλυση των αναφυόμενων ζητημάτων και διαφορών, προς όφελος των ενδιαφερόμενων μερών. Τεκμήριο αρμοδιότητας εισάγεται υπέρ της ελάσσονος Ολομέλειας, η οποία καθίσταται αρμόδια για κάθε υπόθεση, διοικητική ή δικαστική, εκτός από αυτές που υπάγονται στην αρμοδιότητα της μείζονος Ολομέλειας [69] . Ήδη, η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου προέβη στη συγκρότηση των οικείων σχηματισμών αυτής και όρισε τις αρμοδιότητές τους, τη σύνθεση και γενικά τον τρόπο λειτουργίας τους. Στη μείζονα Διοικητική Ολομέλεια θα υπάγονται: α) οι γνωμοδοτήσεις επί συνταξιοδοτικών νομοσχεδίων (άρθρο 15 παρ. 9 του ΠΔ 774/1980), β) οι υποθέσεις που παραπέμπονται σε αυτήν από την ελάσσονα Ολομέλεια ή απευθείας από τον Πρόεδρο, λόγω μείζονος σπουδαιότητας, γ) οι υποθέσεις που παραπέμπονται σε αυτήν από το αρμόδιο κλιμάκιο προληπτικού ελέγχου ή το αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, λόγω της μείζονος σπουδαιότητας του προκύψαντος θέματος ή της γενικότερης σημασίας αυτού και δ) οι υποθέσεις στις οποίες η Ολομέλεια αποφαίνεται σε Συμβούλιο. Στη μείζονα Δικαστική Ολομέλεια θα υπάγονται: α) αιτήσεις αναίρεσης υπέρ του νόμου, β) αιτήσεις αναίρεσης που παραπέμπονται σε αυτήν για εκδίκαση από την ελάσσονα Ολομέλεια ή απευθείας από τον Πρόεδρο, λόγω μείζονος σπουδαιότητας, γ) υποθέσεις πρότυπης δίκης και δ) προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλονται από τα Τμήματα.

Ζ. Ρυθμίσεις που άπτονται των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου

α) Εκθέσεις διαφωνίας και αμφιβολίες Επιτρόπων ενώπιον του αρμόδιου Κλιμακίου και αίτηση ανάκλησης κατά πράξεων του Κλιμακίου ενώπιον του Τμήματος.

Με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 77 του νεοπαγούς Ν 4055/2012 και τη διάταξη της παρ. 4 του ίδιου άρθρου του νόμου αυτού η αρμοδιότητα άρσης των διαφωνιών και η γνωμοδότηση σε αμφιβολίες Επιτρόπων ως προς τη θεώρηση ή μη χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής στο πλαίσιο του προληπτικού ελέγχου των δαπανών [70] μεταφέρεται πλέον από το επίπεδο του Τμήματος στο δικαστικό σχηματισμό του Κλιμακίου [71] , ενώ τις αιτήσεις ανάκλησης των πράξεων ή πρακτικών αυτού (Κλιμακίου) που ασκούνται μόνο σε περίπτωση πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο από αυτόν που έχει έννομο συμφέρον μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της πράξης ή του πρακτικού του Κλιμακίου στον οικείο φορέα, χωρίς να απαιτείται η καταβολή παραβόλου, εξετάζει σε συμβούλιο το αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου [72] . Για πρώτη φορά θεσμοθετείται η αίτηση ανάκλησης στον προληπτικό έλεγχο των χρηματικών ενταλμάτων, η οποία έχει καθιερωθεί κατά την πάγια νομολογία των αρμόδιων Τμημάτων. Σε αντίθεση δε με την έως τώρα νομολογιακή θέση, κατά την οποία δεν υπήρχε κανένας περιορισμός στην άσκηση αιτήσεων ανάκλησης, με τις νέες ρυθμίσεις δεύτερη αίτηση ανάκλησης κατά της ίδιας πράξης δεν επιτρέπεται. Ενόψει των ανωτέρω αυξήθηκαν τα υπάρχοντα Κλιμάκια με την προσθήκη πέντε (5) ακόμη σε αντιστοίχηση με τα Τμήματα του Ελεγκτικού Συνεδρίου στα οποία υπαγόταν μέχρι τώρα η σχετική ελεγκτική αρμοδιότητα ήτοι:

α) Κλιμάκιο προληπτικού ελέγχου δαπανών στο Ι Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου,

β) Κλιμάκιο προληπτικού ελέγχου δαπανών στο ΙV Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου,

γ) Κλιμάκιο προληπτικού ελέγχου δαπανών στο V Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου,

δ) Κλιμάκιο προληπτικού ελέγχου δαπανών στο VΙ Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου,

ε) Κλιμάκιο προληπτικού ελέγχου δαπανών στο VΙΙ Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Επίσης, τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε η ΦΓ8/16805/1999 (Β΄ 1970) καθώς και η ΦΓ8/15686/8.7.2002, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, με τις ΦΓ8/22431/2004 (Β΄ 1620) και ΦΓ8/52557/2006 (Β΄ 62) αποφάσεις της Ολομέλειας και καθορίσθηκε η αρμοδιότητα των ιδρυομένων Κλιμακίων κατά μεταφορά αυτής εκ των Τμημάτων. Ως αρμόδιο δε Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την εξέταση αιτήσεων ανάκλησης των πράξεων ή πρακτικών των ιδρυομένων Κλιμακίων προληπτικού ελέγχου δαπανών ορίσθηκε εκείνο που είναι αντίστοιχο και στο πεδίο του οποίου εντάσσεται (I, IV, V, VI, VII) το Κλιμάκιο που εξέδωσε την πληττόμενη πράξη ή πρακτικά [73] . Με τις ρυθμίσεις αυτές εξοικονομούνται ανθρώπινοι πόροι, επιχειρείται εξορθολογισμός της διαδικασίας διενέργειας του προληπτικού ελέγχου, ώστε να αποτρέπεται η μέχρι τώρα δυνατότητα οι ίδιοι δικαστές να αποφαίνονται σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, ενώ συμβάλλουν στην ταχεία εξέταση των υποθέσεων στο πλαίσιο του προληπτικού ελέγχου των δαπανών.

β) Κατασταλτικός έλεγχος

Με τη διάταξη του άρθρου 22 του ΠΔ 774/1980 «Οργανισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου», όπως αυτή είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 9 παρ. 9 του Ν 1160/1981 (Α΄ 147) και οι παράγραφοι 1 και 2 αυτής αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 79 του Ν 4055/2012 (Α΄ 51), από 2.4.2012 (βλ. άρθρο 113 Ν 4055/2012, με εξαίρεση τις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον του Κλιμακίου - άρθρο 110 παρ. 19 Ν 4055/2012) οι αρμοδιότητες του Κλιμακίου σχετικά με την εκδίκαση των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων και των απολογισμών των νπδδ, των οτα α΄ και β΄ βαθμού και των ειδικών λογαριασμών μεταβιβάζονται στους Επιτρόπους των αρμόδιων κεντρικών ή περιφερειακών Υπηρεσιών Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Έτσι οι Επίτροποι των κεντρικών και περιφερειακών Υπηρεσιών του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι πλέον αρμόδιοι για την επεξεργασία και τον έλεγχο των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων και των απολογισμών των νπδδ, των οτα α΄ και β΄ βαθμού και των ειδικών λογαριασμών [74] . Κατά των πράξεων που εκδίδονται από τους ανωτέρω Επιτρόπους ασκούνται όλα τα ένδικα μέσα που προβλέπονται κατά των πράξεων των Κλιμακίων. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, ο εξορθολογισμός της διαδικασίας, αφού η κήρυξη των λογαριασμών ή απολογισμών ως ορθώς εχόντων ή ο καταλογισμός των τυχόν διαπιστωθέντων ελλειμμάτων διενεργείται από τους υπαλλήλους που τους έχουν επεξεργασθεί και, περαιτέρω, εξασφαλίζεται ομοιογένεια στην άσκηση του ελέγχου.

Επίλογος

Η καταδίκη της Χώρας για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων λόγω της αδικαιολόγητης βραδύτητας απονομής της δικαιοσύνης είναι γεγονός, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα. Ωστόσο, η νέα διαδικασία που θεσπίστηκε με τον πρόσφατο νόμο συνιστά αναμφίβολα μία πρωτοποριακή δικονομική διαδικασία που εξυπηρετεί την ασφάλεια δικαίου και, ως εκ τούτου, φαίνεται να διασφαλίζει, με βάση τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και τις επιταγές του ευρωπαϊκού και κοινοτικού δικαίου, την αποτελεσματική εφαρμογή του θεμελιώδους δικαιώματος του πολίτη σε έννομη προστασία. Βέβαια, η αποτελεσματικότητα των μέτρων θα εκτιμηθεί, πλήρως, με βάση στατιστικά δεδομένα που θα συγκεντρωθούν από το Δικαστήριο. Δεν πρέπει, όμως, να μας διαφεύγει ότι η αποτελεσματικότητα της παρεχόμενης έννομης προστασίας και η αντιμετώπιση με δραστικό τρόπο των σωρευμένων προβλημάτων στην απονομή της δικαιοσύνης, ιδιαίτερα στα συνταξιοδοτικά Τμήματα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εξαρτάται και από τη δραστική μείωση του αριθμού των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιόν του. Ενόψει, όμως, της αναπροσαρμογής των μηνιαίων συντάξεων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των περ. 31 και 32 της υποπ. Γ1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του Ν 4093/2012 (Α΄ 222) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 34 του ΠΔ 169/2007, ενδέχεται να ανοίξει νέος κύκλος δικών, λόγω της άσκησης εφέσεων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με αποτέλεσμα ο στόχος της αύξησης του αριθμού των εκδικαζόμενων υποθέσεων προς όφελος των πολιτών και η επίλυση των διαφορών εντός ευλόγου χρόνου να μην διασφαλίζεται πλήρως. Σε κάθε περίπτωση, οι σχετικές δικονομικές ρυθμίσεις, ενόψει του υπαρκτού ζητήματος της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης, πρέπει να εξετάζονται, αφού ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι η καθυστέρηση αυτή δεν προσβάλλει μόνο το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη αλλά αποδυναμώνει και το δημοκρατικό μας πολίτευμα, αφού αποστερεί ουσιαστικά τους πολίτες της δικαστικής προστασίας που δικαιούνται κατά τις ισχύουσες συνταγματικές διατάξεις [75] .

--------------------------------------------------------------------------------

[ 1 ]*.Η παρούσα μελέτη ανακοινώθηκε στο κατάστημα του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργανώθηκε από την Εταιρεία Διοικητικών Μελετών, στις 24.4.2013. Σε αυτήν προσετέθησαν βιβλιογραφικές παραπομπές και έγιναν χρήσιμες προσθήκες στο τέλος αυτής.

[ 2 ]**.Πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ήδη επιλεγείς από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο για την πλήρωση μίας κενής θέσης Αντεπιτρόπου Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

[ 3 ]. Δ. Γ. Ράϊκος, «Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του πολίτη απέναντι στη Δημόσια Διοίκηση», εκδ. Σάκκουλα , σελ. 6.

[ 4 ]. Α. Γέροντας, «Ελλείμματα δικαστικής προστασίας», ΔιΔικ 1996, σελ. 547, Π. Δαγτόγλου, Γνωμοδότηση «Η συνταγματικότητα του νομοθετικού αποκλεισμού της αναστολής ή αναβολής πλειστηριασμού», Δ 22 σελ. 78, Β. Σκουρής, Γνωμοδότηση «Η θέση των εφ’ άπαξ εκδιδομένων νόμων στο σύνταγμα του 1975 και η αντισυνταγματικότητα του αποκλεισμού της ανακοπής εκτελέσεως», ΕλλΔνη 30, σελ. 945 επ.

[ 5 ]. Χ. Π. Δετσαρίδης, «Το δικαίωμα παροχής προσωρινής έννομης προστασίας στις φορολογικές διαφορές, Κριτική των διατάξεων του Ν 3900/2010», ΔΦΝ τ. 65, σελ. 1349.

[ 6 ]. Κίνηση Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία, Πρακτικός Οδηγός, Η προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην Ευρώπη, Επιμέλεια Στέφανου Ματθία, Λουκίας Σταυρίτη, εκδ. Αντ. Ν Σάκκουλα, 2005, σελ. 21.

[ 7 ]. Η ΕΣΔΑ κυρώθηκε από την Ελλάδα αρχικά με το Ν 2329/1953 (Α΄ 68) και για δεύτερη φορά μετά την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος με το ΝΔ 53/1974 (Α΄ 256).

[ 8 ]. Κ. Μενουδάκος, Εισήγηση στη συζήτηση που διοργάνωσε η Κίνηση Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία με θέμα «Τα ελληνικά Δικαστήρια και η νομολογία του ΕΔΔΑ», 2011, σελ. 35.

[ 9 ]. Α. Λιγωμένου, «Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Άρθρο 6 παρ. 1)», ΕΔΔΔΔ 1999, σελ. 9, Κίνηση Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία, Πρακτικός Οδηγός, ό.π. σελ. 50, «Η έννοια δίκαιη δίκη δεν αναφέρεται στην ορθότητα της απόφασης αλλά στην έγκαιρη, ουσιαστική και αδιάβλητη, υπό διαδικαστικές (δικονομικές) εγγυήσεις, διεξαγωγή της δίκης, ώστε να είναι δυνατή η αντικειμενική αναζήτηση της αλήθειας και η έγκαιρη και αποτελεσματική προστασία του διαδίκου».

[ 10 ]. Ο Ι. Καραβοκύρης, Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, «Η συμμόρφωση της Διοίκησης στις αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σύμφωνα με την ΕΣΔΑ», Χαριστήριο εις Λουκά Θεοχαρόπουλο και Δήμητρα Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, τόμος ΙΙΙ, σελ. 327, διατυπώνει την άποψη ότι η αντίδραση της νομολογίας των Ελληνικών Δικαστηρίων κάτω από την πίεση της υπερεθνικής έννομης τάξης της Ευρώπης και την ανάγκη εκσυγχρονισμού και προσαρμογής με τις κατακτήσεις της θεωρίας και της νομολογίας των έννομων τάξεων της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης ήταν άμεση. Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου αντέδρασε πρώτη με μία πρωτοποριακή απόφαση (πρακτικά ΕλΣυν Ολ της 14ης Συνεδρίασης της 25.5.1998), με την οποία δέχθηκε ότι το δικαίωμα δικαστικής προστασίας είναι τότε μόνο πλήρες και αποτελεσματικό, σύμφωνα με το άρθρο 20 του Συντ., όταν η δεσμευτική διάγνωση του δικαιώματος από το Δικαστήριο μπορεί να επιβληθεί με την αναγκαστική εκτέλεση της δικαστικής απόφασης και ότι η αναγκαστική εκτέλεση συγκαταλέγεται στα αναπόσπαστα στοιχεία της δίκαιης δίκης κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.

[ 11 ]. Ι. Πετρόγλου, «Εφαρμογή άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και επί των διοικητικών υποθέσεων», ΕΔΚΑ ΛΔ΄ (1992), σελ. 613 επ.

[ 12 ]. Ν. Αλ. Μηλιώνης, «Ο Δημοσιονομικός Δικαστής ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», ΕΕΕυρΔ 2: 2003, σελ. 393.

[ 13 ]. Ι. Σαρμάς, Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Επιτροπής, εκδ. Αντ. Ν Σάκκουλα 1998, σελ. 169.

[ 14 ]. Χ. Δετσαρίδης, «Ο εθνικός δικαστής ως εγγυητής της κοινοτικής νομιμότητας», ΔιΔικ 2009, σελ. 834.

[ 15 ]. Ε. Β. Πρεβεδούρου, «Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: σχέση ανταγωνισμού ή αλληλοσυμπλήρωσης», ΕφημΔΔ 2/2011, σελ. 299. Ο Μ. Βηλαράς στην εισήγησή του στη συζήτηση που διοργάνωσε η Κίνηση Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία με θέμα «Τα ελληνικά Δικαστήρια και η νομολογία του ΕΔΔΑ», 2011, αναφέρεται στη «συνταγματοποίηση» του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, σελ. 42.

[ 16 ]. Πρακτικά 16ης Γεν. Συν. ΕλΣυν Ολ 19.9.2012.

[ 17 ]. Με την 2274/1997 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΔΚΑ 1998, σελ. 323) κρίθηκε ότι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα του δημοσίου υπαλλήλου και των μελών της οικογένειάς του αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα και προστατεύεται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ). Παρόμοια νομολογία: απόφ. ΑΠ Ολ 40/1998, με σχολιασμό αυτής από τον Γ. Κασιμάτη, ΝοΒ 1999, σελ. 705 επ., καθώς και απόφ. 542/1999 ΣτΕ Ολ με σχολιασμό Επ. Σπηλιωτόπουλου, ΕΔΚΑ 1999, σελ. 339 επ. Εξάλλου, η Α. Λιγωμένου, Η νομική φύση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος των δημοσίων υπαλλήλων, ΕΔΚΑ ΜΑ΄ (1999), σελ. 909 επ., υποστηρίζει ότι με τις άνω αποφάσεις επήλθε εναρμόνιση της νομολογίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Χώρας μας με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το οποίο στην υπόθεση Gaygusuz, απόφαση της 16.9.1996, (ΕΔΚΑ 1997, σελ. 12), αποφάνθηκε ρητά ότι οι παροχές κοινωνικής ασφάλισης αποτελούν ιδιοκτησία και προστατεύονται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ενώ, περαιτέρω, διατυπώνει την άποψη ότι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα είναι κοινωνικό δικαίωμα.

[ 18 ]. ΑΕΔ 4/2001 ΕΔΚΑ, ΜΓ΄ (2001), σελ. 300. ΙΙ Τμ. ΕλΣυν 2/2003, «Οι διαφορές που γεννώνται κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που επιδικάζουν συνταξιοδοτικές παροχές, είναι διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφόσον η υποκείμενη σχέση στην οποία στηρίζεται ο εκτελεστός τίτλος είναι σχέση δημοσίου δικαίου, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου».

[ 19 ]. Ε. Καραθανασόπουλος, «Η αγωγή στο Ελεγκτικό Συνέδριο», ΕΔΔΔΔ 2008, σελ. 27 επ.

[ 20 ]. Ο Γ. Παπαγιαννόπουλος, Τα ένδικα βοηθήματα της «προσφυγής» της «αγωγής» και της «ανακοπής» (του ΚΕΔΕ), ΔιΔικ Ε΄ (1994), τ. 6, σελ. 1274, υποστηρίζει ότι σύμφωνα με τη γενόμενη πια σχεδόν γενικώς αποδεκτή διάκριση ανάμεσα στα ένδικα βοηθήματα και τα ένδικα μέσα, νοούνται, ως ένδικα μέσα, μόνον εκείνα που στρέφονται κατά δικαστικών αποφάσεων, ενώ, ως ένδικα βοηθήματα, όλες οι λοιπές μορφές αιτήσεων παροχής ένδικης προστασίας.

[ 21 ]. ΙΙ Τμ. ΕλΣυν 711/2000.

[ 22 ]. Ολ ΕλΣυν 973/2010 «ένδικο μέσο στρεφόμενο κατ’ αποφάσεως της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο οποιεσδήποτε και αν είναι οι πλημμέλειες που αποδίδονται σ’ αυτήν (Ολ ΕλΣυν 99/2002, 1317/2001, 1223, 1500, 1506/1999) και συνεπώς παρέπεται ότι είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη και η απευθυνόμενη στο Δικαστήριο τούτο αίτηση για αναίρεση αποφάσεως αυτής».

[ 23 ]. ΙΙΙ Τμ. ΕλΣυν 1339/2009.

[ 24 ]. V Τμ. ΕλΣυν 3043/2011.

[ 25 ]. Χ. Π. Δετσαρίδης, «Η συμμόρφωση της διοίκησης στις αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου που αφορούν συνταξιοδοτικά ζητήματα» ΘΠΔΔ τ. 12/2010, σελ. 1260.

[ 26 ]. Κ. Ρέμελης, «Το δικαίωμα εύλογης διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» Χαριστήριο εις Λουκά Θεοχαρόπουλο και Δήμητρα Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, τόμος ΙΙΙ, σελ. 522.

[ 27 ]. Προσφυγή αριθ. 73840/01

[ 28 ]. Προσφυγή αριθ. 44132/06.

[ 29 ]. Προσφυγή αριθ. 12879/08.

[ 30 ]. Προσφυγή αριθ. 9893/08.

[ 31 ]. Προσφυγή αριθ. 53351/07.

[ 32 ]. Προσφυγή αριθ. 12286/08.

[ 33 ]. Άρθρο 57 παρ. 2 του Ν 3659/2008. Με την 506/2013 απόφαση του I Τμ. ΕλΣυν κρίθηκε ότι «Στην έννοια των ενδίκων βοηθημάτων πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει και η αίτηση αναστολής, ως ένδικο βοήθημα προσωρινής προστασίας και τούτο διότι από τη διατύπωση της προεκτεθείσας διάταξης, η οποία είναι γενική, προκύπτει ότι καταλαμβάνει όλα ανεξαιρέτως τα ένδικα βοηθήματα και μέσα, που ασκούνται ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, παρά το γεγονός ότι στην αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω νόμου αναφέρεται ότι «Επεκτείνεται το μέτρο της υποχρεωτικής υπογραφής των δικογράφων από δικηγόρο και στα δικόγραφα των εφέσεων, προκειμένου να αποφευχθεί η προδήλως αβάσιμη ή απαράδεκτη άσκησή τους», δεδομένου αφενός ότι η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση έχει ενταχθεί στο άρθρο 16 του ΠΔ/τος 1225/1981, που εφαρμόζεται γενικά σε όλα τα ένδικα βοηθήματα και μέσα, που ασκούνται ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, συνεπώς και στην αίτηση αναστολής και αφετέρου είναι πρόδηλο ότι η αναφορά στην αιτιολογική έκθεση μόνο της έφεσης δεν αντανακλά τον πραγματικό σκοπό του νομοθέτη, ο οποίος είναι η επέκταση της ανωτέρω ρύθμισης, που αρχικά ίσχυε μόνο για την αίτηση αναιρέσεως, και στα λοιπά ασκούμενα ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου ένδικα βοηθήματα και μέσα», ενώ η άποψη της μειοψηφίας είναι ότι «στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 16 παρ. 2 του ΠΔ 1225/1981, όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 73 παρ. 2 Ν 4055/2012, υπάγονται, κατά τη βούληση του νομοθέτη, μόνο τα ένδικα βοηθήματα και μέσα οριστικής δικαστικής προστασίας».

[ 34 ]. Άρθρα 16 και 31 του ΠΔ 1225/1981.

[ 35 ]. Ολ ΕλΣυν 899/2005.

[ 36 ]. Ολ ΕλΣυν 2281/2009.

[ 37 ]. Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, «Η “πρότυπη” ή “πιλοτική” δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 21.

[ 38 ]. Τ. Προυσανίδης, «Ο Νόμος 3900/2010. Οι θεσμικές αλλαγές στη δικονομία του Συμβουλίου της Επικρατείας» ΕΔΔΔΔ 4/2011, σελ. 902, υποσ. 12.

[ 39 ]. Αφορά το άρθρο 1 του Ν 3900/2010, που έχει σχεδόν την ίδια ορολογία με αυτή του άρθρου 69 του Ν 4055/2012.

[ 40 ]. Η Ε. Λυκεσά, «Το ένδικο βοήθημα της έφεσης κατά των πράξεων καταλογισμού», ΘΠΔΔ 8-9/2012, σελ. 678, υποστηρίζει ότι «Η έφεση, παρά την ονομασία της αυτή από το νομοθέτη, αποτελεί στην πραγματικότητα «προσφυγή» ουσίας, αφού μέσω αυτής άγεται η διαφορά σε πρωτόδικη δικαστική κρίση, ελέγχεται δηλαδή μία διοικητική καταλογιστική πράξη και όχι μία δικαστική απόφαση, και ως εκ τούτου συνιστά ένδικο βοήθημα και όχι ένδικο μέσο».

[ 41 ]. Ο Φ. Αρναούτογλου, ό.π. σελ. 109, διευκρινίζει ότι δεν είναι οπαδός της ερμηνείας που υποτάσσει το γράμμα μίας διάταξης στον κατά την άποψη του ερμηνευτή σκοπό της.

[ 42 ]. Ο Α. Γέροντας «Η πρόσφατη μεταρρύθμιση της διοικητικής δικαιοσύνης (Ν 3900/2010)», ΕφημΔΔ 3/2011, σελ. 371 υποσ. 10, υποστηρίζει ότι «Ο θεσμός της δικής-πρότυπο εισήχθη στη γερμανική διοικητική δικαιοσύνη και έχει αποδειχθεί απολύτως επιτυχής και έχει συμβάλει αποτελεσματικά στην ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων, ενώ γνωστή είναι και η πιλοτική δίκη του ΕΔΔΑ». Επίσης, ο Α. Β. Τσιρωνάς, «Η δικονομική μεταρρύθμιση του Ν 3900/2010 και ο νέος ρόλος του Συμβουλίου της Επικρατείας» ΕφημΔΔ 3/2011, σελ. 424, υποσ. (2), αναφέρει ότι «Τον όρο «πρότυπη δίκη», δανεισμένο από τη γερμανική δικονομική τάξη, εισήγαγε η Αιτιολογική Έκθεση του Ν 3659/2008». Αντιθέτως, ο Φ. Αρναούτογλου, ό.π. σελ. 17, υποστηρίζει ότι η ανάλογη ρύθμιση του άρθρο 1 του Ν 3900/2010 δεν είναι εμπνευσμένη από τη γερμανική διοικητική δικονομία και δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με τις πιλοτικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ.

[ 43 ]. ΙΙ Τμ. ΕλΣυν 2139/2007, 489, 1861/2008, 860/2009, 2834, 2835/2011, 1246, 1247, 1248/2012.

[ 44 ]. Ολ ΕλΣυν 1723/2010.

[ 45 ]. Ολ ΕλΣυν 3105/2010, ΙΙΙ Τμ. ΕλΣυν 1586/2009, 1339/2009.

[ 46 ]. Κατά τον Φ. Αρναούτογλου, ό.π. σελ. 172, προϋπόθεση της ρύθμισης της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Ν 3900/2010, που έχει ανάλογη ορολογία με την παρ. 2 του άρθρου 69 του Ν 4055/2012, «για να επιληφθεί υπόθεσης το διοικητικό δικαστήριο, πρέπει να την έχει συζητήσει, να έχει ήδη συζητήσει το σχετικό ένδικο βοήθημα ή μέσο. Δεν είναι, συνεπώς, δυνατή η διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος από τον πρόεδρο με μόνη την κατάθεση του ένδικου βοηθήματος ή μέσου, σε χρόνο που αυτό απλώς εκκρεμεί».

[ 47 ]. Τ. Προυσανίδης, «Ο Νόμος 3900/2010. Οι θεσμικές αλλαγές στη δικονομία του Συμβουλίου της Επικρατείας» ΕΔΔΔΔ 4/2011, σελ. 905 και Φ. Αρναούτογλου, ό.π., σελ. 67.

[ 48 ]. Α. Γέροντας, ό. π. σελ. 372, υποσ. 13, επισημαίνει για το αντίστοιχο άρθρο 1 του Ν 3900/2010 ότι «Με τις διατάξεις αυτές ανατρέπεται ο διάχυτος έλεγχος και καθιερώνεται χωρίς συνταγματική αναθεώρηση ο συγκεντρωτικός έλεγχος όχι μόνο της συνταγματικότητας αλλά και της νομιμότητας στο ανώτατο διοικητικό δικαστήριο». Ο Φ. Αρναούτογλου, ό. π., σελ. 73, υποστηρίζει για το θέμα αυτό ότι «το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος, που ορίζει ότι τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα», δεν κατοχυρώνει τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες κάθε δικαστηρίου σε δεδομένη στιγμή, ούτε έχει θεωρηθεί ποτέ ότι εμποδίζει την ανακατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαστηρίων». Εξάλλου, το άρθρο 98 παρ. 2 του Συντ. ορίζει ότι «Οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται και ασκούνται, όπως νόμος ορίζει».

[ 49 ]. Ο Φ. Αρναούτογλου, ό.π. σελ. 74 και 139, υποστηρίζει ότι η δημοσίευση της Πράξης, κατ’ εφαρμογή των αντίστοιχων ρυθμίσεων του Ν 3900/2010, δημιουργεί τεκμήριο γνώσης για καθένα που θέλει να παρέμβει, ενώ η δικαστική απόφαση και χωρίς τη δημοσίευση υπάρχει αφού δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση.

[ 50 ]. Α. Γέροντας, ό. π. σελ. 372, για τις ομοίου περιεχομένου ρυθμίσεις του Ν 3900/2010.

[ 51 ]. Ολ ΕλΣυν 973/2010.

[ 52 ]. Τ. Προυσανίδης, «Ο Νόμος 3900/2010. Οι θεσμικές αλλαγές στη δικονομία του Συμβουλίου της Επικρατείας» ΕΔΔΔΔ 4/2011, σελ. 907.

[ 53 ]. Κατά τον Γ. Ι. Κούρτη, «Διαδικασία και δικονομικά προβλήματα ενώπιον του Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου», Διοικητική Δίκη 2001, σελ. 846, «Η έννοια της υπόθεσης είναι υπερκείμενη της έννοιας της διαφοράς, αφού ως υπόθεση νοείται κάθε εκδήλωση έννομου βίου, για την οποία έχει δικαιοδοσία το Ελεγκτικό Συνέδριο, ενώ ως διαφορά νοείται η από διαγωγή ή κατάσταση του Κράτους ή προσώπου ή από άλλο λόγο προκύπτουσα διατάραξη κάποιας έννομης σχέσης, ώστε για άρση της διατάραξης να είναι αναγκαία η παροχή πρόσφορης ένδικης προστασίας».

[ 54 ]. Ενδεικτικά: ΙΙΙ Τμ. ΕλΣυν 1993, 2138, 2566, 2644, 2662, 2784, 2900/2012.

[ 55 ]. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις ΙΙ Τμ. ΕλΣυν από 782 έως 799/2013 και από 962 έως 983/2013.

[ 56 ]. Απόφαση 3/2012 Ολομέλειας σε Συμβούλιο και ΦΓ10/52244/ 25.9.2012 και ΦΓ10/52398/27.9.2012 αποφάσεις Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τη συγκρότηση Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου για το δικαστικό έτος 2012-2013.

[ 57 ]. Βλ. αντιθέτως, άρθρο 40 παρ. 3 του Ν 4055/2012.

[ 58 ]. Ο Ι. Γ. Μαθιουδάκης, «Μετασχηματισμοί του ταμειακού συμφέροντος του Δημοσίου σε περίοδο έντονης οικονομικής κρίσης - Με αφορμή τις πρόσφατες αποφάσεις 693/2011 (κατά μειοψ.) και 1620/2011 (κατά πλειοψ.) του ΣΤ΄ Τμ. του ΣτΕ, ΕφημΔΔ 4/2011, σελ. 486, επισημαίνει ότι «Η μεθοδολογία του δικαίου αναγνωρίζει περιπτώσεις, στις οποίες μεταβάλλονται σε τέτοιο βαθμό οι βιοτικές συνθήκες από το χρονικό σημείο θέσεως σε ισχύ ορισμένου νομικού κειμένου, μέχρι την ημερομηνία εφαρμογής του, ώστε να δημιουργούνται τα λεγόμενα επιγενόμενα ή δευτερεύοντα κενά δικαίου. Εάν η μεταβολή είναι τόσο ριζική, υποστηρίζεται, μάλιστα ότι κατά το δεύτερο χρονικό σημείο δεν υφίσταται καν νόμος, διότι τα γεγονότα αυτά ο νομοθέτης ούτε τα προέβλεψε, ούτε, βέβαια, τα αξιολόγησε».

[ 59 ]. Άρθρο 72 του Ν 4055/2012.

[ 60 ]. Άρθρο 110 παρ. 16 του Ν 4055/2012.

[ 61 ]. Άρθρο 58 του ΠΔ 774/1980 σε συνδυασμό με το άρθρο 114 παρ. 1 του ΠΔ 1225/1981.

[ 62 ]. Άρθρο 30 του ΠΔ 774/1980. Με τη διάταξη του άρθρου 68 του Ν 4055/2012 έχουμε επιμήκυνση της εξαιρετικά σύντομης τριακονθήμερης προθεσμίας του άρθρου 67 παρ. 8 του Ν 3842/2010, ρύθμιση που καταργείται, με το άρθρο 109 παρ. 3 του Ν 4055/2012, αναδρομικά από τότε που ίσχυσε.

[ 63 ]. Άρθρο 53 του ΠΔ 774/1980.

[ 64 ]. Άρθρο 63 του ΠΔ 774/1980.

[ 65 ]. Χ. Χρυσανθάκης, «Οι νέες ρυθμίσεις για τη διοικητική δίκη: Ο Ν 3900/2010. Μία «ανοιχτή» επιστολή προς την Πολιτεία», ΘΠΔΔ 12/2010, σελ. 1325.

[ 66 ]. Α. Λιγωμένου, Η αρχή του κράτους δικαίου, ΔιΔικ 1993, σελ. 50 επ.

[ 67 ]. Άρθρο 83 του Ν 4055/2012.

[ 68 ]. Άρθρο 74 του Ν 4055/2012.

[ 69 ]. Πρακτικά 15ης Γεν. Συν. ΕλΣυν Ολ /27.6.2012.

[ 70 ]. Ο Ν. Α. Μηλιώνης, «Ο θεσμικός ρόλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου», εκδ. Αντ. Ν Σάκκουλα, β΄ έκδ., σελ. 271, υποστηρίζει ότι «ο προληπτικός έλεγχος που διενεργεί το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει ως αντικείμενο τους διατάκτες των δημόσιων δαπανών, πλην όμως, το εύρος αυτού δεν επεκτείνεται στο σύνολο του δημόσιου χρήματος που εκταμιεύεται από το δημόσιο ταμείο, αλλά επί σαφώς καθορισμένων δαπανών».

[ 71 ]. Με το άρθρο 6 Ν 4129/2013 (Α΄ 52) ορίζεται ότι «κάθε Κλιμάκιο αποτελείται από έναν Σύμβουλο, ως Πρόεδρο και δύο Παρέδρους. Τον έναν από τους Παρέδρους μπορεί να αναπληρώνει Εισηγητής ή Δόκιμος Εισηγητής».

[ 72 ]. Με το άρθρο 5 του Ν 4129/2013 ορίζεται ότι «κάθε Τμήμα αποτελείται από έναν Αντιπρόεδρο ή το νόμιμο αναπληρωτή του, ως πρόεδρο, δύο Συμβούλους και δύο Παρέδρους. Ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορεί να προεδρεύει και σε οποιοδήποτε Τμήμα. Οι Πάρεδροι μετέχουν στα Τμήματα με γνώμη συμβουλευτική».

[ 73 ]. Πρακτικά 9ης Γεν. Συν. ΕλΣυν Ολ /4.4.2012.

[ 74 ]. Πρακτικά 5ης Γεν. Συν. ΕλΣυν Ολ /6.3.2013.

[ 75 ]. Δ.Γ. Καλδή, «Το οξύ πρόβλημα της υπερβολικής βραδύτητας απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης», ΔΦΝ τ. 51, σελ. 1669.

loading

Εκτύπωση

Χάρτης

Που θα μας βρείτε

Σόλωνος και Σίνα 26, Αθήνα,

στο νεοκλασσικό κτίριο

έναντι της Νομικής Σχολής. 

Τηλ. 210- 3800702-703, 3627-332

Καθημερινά 11π.μ έως 9.30 μ.μ ,

πλην Σαββάτου και Κυριακής.


Copyright © 2015  avalon

istanbul escort taksim escort istanbul escort kartal escort pendik escort tuzla escort