Βασίλειος Π. Ανδρουλάκης: Η επίδραση της Ε.Σ.Δ.Α. στην οργάνωση της διοικητικής δικαιοσύνης στη Γαλλία

Η επίδραση της Ε.Σ.Δ.Α. στην οργάνωση της διοικητικής δικαιοσύνης στη Γαλλία

Βασίλειος Π. Ανδρουλάκης

Πάρεδρος ΣτΕ

Είναι γνωστό ότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), όπως αυτή ερμηνεύεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), λαμβάνεται υπΆ όψιν τόσο τον νομοθέτη όσο και τον δικαστή κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Η επιρροή αυτή εκτείνεται σε ζητήματα και ουσιαστικού αλλά και δικονομικού δικαίου. Έτσι, για παράδειγμα, η νομοθεσία για τους αντιρρησίες συνείδησης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις προηγηθείσες σχετικές καταδίκες της Χώρας μας. Εξ άλλου, η νομολογία, ακόμα και αν τούτο δεν αναφέρεται ρητά στις αποφάσεις, έχει ως οδηγό την Ε.Σ.Δ.Α. όταν σταδιακά αποστερεί το Δημόσιο από τα διάφορα δικονομικά και άλλα προνόμιά του. Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η επίδραση της Ε.Σ.Δ.Α. εκτείνεται και σε θέματα οργανώσεως των δικαστηρίων. Η παρούσα εισήγηση αναφέρεται στο ζήτημα αυτό, παίρνοντας αφορμή από δύο αποφάσεις του δικαστηρίου του Στρασβούργου και την επίδραση που είχαν στην οργάνωση της διοικητικής δικαιοσύνης στη Γαλλία. Μια αναγκαία διευκρίνιση: Η έννοια της οργάνωσης, εν προκειμένω, εκλαμβάνεται στενά, αναφέρεται στη δομή ενός θεσμού και όχι στην πρόβλεψη διαδικασιών. Στην τελευταία περίπτωση (και καθΆ όσον αφορά στη γαλλική διοικητική δικονομία) θα μπορούσαμε να επεκταθούμε πολύ και να μνημονεύσουμε, για παράδειγμα (σε σχέση με τις απαιτήσεις της Ε.Σ.Δ.Α.), την καθιέρωση διαφόρων τύπων ασφαλιστικών μέτρων με σκοπό την ταχύτερη ρύθμιση καταστάσεων που διέπονται από το διοικητικό δίκαιο , την δυνατότητα επιδικάσεως αποζημιώσεως λόγω καθυστερήσεως στην έκδοση δικαστικής αποφάσεως είτε, τέλος, την δυνατότητα όλων των διοικητικών δικαστηρίων να απευθύνουν επιτακτικές εντολές προς την διοίκηση και να επιβάλλουν χρηματικές κυρώσεις σε περίπτωση μη εκτελέσεως των αποφάσεων.

Στο πλαίσιο αυτό, θα εξετασθούν οι πρόσφατες εξελίξεις στην οργάνωση της διοικητικής δικαιοσύνης στη Γαλλία, που οφείλονται στην νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α (ΙΙ). ΚατΆ ανάγκην, όμως, θα προηγηθεί μια σύντομη περιγραφή της οργανώσεως της διοικητικής δικαιοσύνης στη Χώρα αυτή, στην οποία θα γίνει προσπάθεια να τονιστούν ορισμένα σημεία που ενδιαφέρουν το θέμα που μας απασχολεί (Ι).

Ι. Η οργάνωση της διοικητικής δικαιοσύνης στη Γαλλία.

1. Η δημιουργία Διοικητικής Δικαιοσύνης φαίνεται να είναι απότοκος της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών, όπως γινόταν αντιληπτή κατά τη γαλλική επανάσταση. Ο σχετικός με την οργάνωση της δικαιοσύνης νόμος της 16-24 Αυγούστου 1790 (οι ορισμοί του οποίου επαναλήφθηκαν στο διάταγμα της 16ης fructidor του έτους III/2 Σεπτέμβριου 1795) όριζε ότι οι δικαστές δεν μπορούν να κρίνουν την νομιμότητα των διοικητικών πράξεων ή να παρεμποδίζουν την δραστηριότητα των διοικητικών αρχών. Την ίδια απαγόρευση περιελάμβανε και το Σύνταγμα της 3ης Σεπτεμβρίου 1791. Κριτής των διοικητικών πράξεων παραμένει η ίδια η διοίκηση. Η δυσπιστία απέναντι στα δικαστήρια έχει ως αιτία την αντίδραση που αυτά επέδειξαν σε μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα που είχαν αναληφθεί υπό το προηγούμενο, το προεπαναστατικό, καθεστώς. Η πραγματικότητα φαίνεται, πάντως, να είναι ότι στο σημείο αυτό οι πρωταγωνιστές της γαλλικής επανάστασης συνέχισαν μια παράδοση οι απαρχές της οποίας ανιχνεύονται ήδη στο προεπαναστατικό καθεστώς: Με το έδικτο του Αγ. Γερμανού του έτους 1641, επί Λουδοβίκου 13ου, απαγορευόταν στα δικαστήρια να δικάζουν υποθέσεις που αφορούσαν στο Κράτος.

Στις μέρες μας, το Συνταγματικό Συμβούλιο δέχεται ότι σύμφωνα με την γαλλική αντίληψη της διακρίσεως των εξουσιών, η δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων να ακυρώνουν ή να μεταρρυθμίζουν τις πράξεις της εκτελεστικής εξουσίας που έχουν εκδοθεί κατΆ ενάσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, συγκαταλέγεται μεταξύ των θεμελιωδών αρχών επί των οποίων εδράζεται η γαλλική Δημοκρατία. Μετά τις αποφάσεις αυτές του Συνταγματικού Συμβουλίου, η διοικητική δικαιοσύνη απέκτησε και συνταγματικό έρεισμα.

2. Το 1799 ιδρύεται, από τον Ναπολέοντα, το Συμβούλιο της Επικρατείας (Conseil dΆ Etat), με σκοπό να αποτελέσει τον σύμβουλο της κεντρικής διοικήσεως, αφού γνωμοδοτεί επί όλων των σχεδίων νόμων και κανονιστικών αποφάσεων, αλλά και τον δικαστή της διοικητικής δράσεως. Αρμοδιότητα, όμως, οριστικής κρίσεως της διαφοράς είχε ο επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, προς τον οποίο το Συμβούλιο γνωμοδοτούσε. Πρόκειται για το σύστημα της «παραφυλασσομένης» (υπέρ του αρχηγού του Κράτους) δικαιοσύνης. Σε τοπικό επίπεδο, παρά τω Νομάρχη, ιδρύονται τα «Νομαρχιακά Δικαστήρια», με αρμοδιότητες, επίσης, συμβουλευτικές και δικαιοδοτικές. Την περίοδο αυτή λοιπόν τίθενται οι βάσεις της σύγχρονης διοικητικής δικαιοσύνης. Η λογική, πάντως, που διατρέχει τους θεσμούς αυτούς είναι ότι διάκριση μεταξύ των οργάνων που ασκούν ενεργό διοίκηση και εκείνων που κρίνουν τις ενέργειες των πρώτων υφίσταται στο πλαίσιο της διοικήσεως.

Το 1872 αποτελεί, χρονολογικά, τον δεύτερο σημαντικό σταθμό στη λειτουργία της διοικητικής δικαιοσύνης. Με νόμο της 24ης Μαΐου 1872 αναγνωρίστηκε υπέρ του Συμβουλίου της Επικρατείας η «παραχωρούμενη» δικαιοσύνη. Τούτο σημαίνει ότι πλέον το Συμβούλιο αποφαίνεται κυριαρχικά επί των υποθέσεων που άγονται ενώπιόν του και δεν περιορίζεται να προτείνει την απόφαση στον αρχηγό του Κράτους.

Ακολουθεί, το έτος 1953, βαθιά τομή στην οργάνωση της διοικητικής δικαιοσύνης, που εν πολλοίς οφείλεται στο ότι, λόγω του υπέρογκου φόρτου, το Συμβούλιο της Επικρατείας ουσιαστικά αδυνατεί να ανταποκριθεί στα δικαιοδοτικά καθήκοντά του . Τα «Νομαρχιακά Δικαστήρια» μετονομάζονται σε «Διοικητικά Δικαστήρια» και αποκτούν ένα είδος τεκμηρίου αρμοδιότητας σχετικά με τις διοικητικές διαφορές. Το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι έκτοτε αρμόδιο, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, για ορισμένες κατηγορίες διαφορών που απαριθμεί ο νόμος και επίσης δικάζει ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων. Πρέπει να διευκρινισθεί ότι στη Γαλλία, πλην των διοικητικών δικαστηρίων γενικής αρμοδιότητας, υπάρχουν πολλά «ειδικά» διοικητικά δικαστήρια, οι αποφάσεις των οποίων προσβάλλονται με αίτηση αναιρέσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

To έτος 1962 το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε νομοθετικό διάταγμα με το οποίο ιδρυόταν στρατοδικείο με σκοπό την εκδίκαση εγκλημάτων που συνδέονταν με τα γεγονότα της Αλγερίας. Η απόφαση αυτή δημιούργησε μεγάλη κρίση στις σχέσεις της εκτελεστικής εξουσίας με το Δικαστήριο. Θεωρήθηκε ότι το τελευταίο υπερέβη τα καθήκοντά του και αναγγέλθηκε μια ριζική αναμόρφωση του θεσμού, με σκοπό να αντιμετωπιστεί, όπως δηλώθηκε, η επικίνδυνη τάση το Συμβούλιο της Επικρατείας να αγνοεί την πραγματικότητα και τις αναγκαιότητές της και να περιορίζεται σε μια πολύ νομική, «νομικίστικη», θεώρηση των πραγμάτων. Η μεταρρύθμιση που προέκυψε από τα διατάγματα της 30ης Ιουλίου 1963, εν όψει των αντιδράσεων του πολιτικού κόσμου και του τύπου, ήταν λιγότερο τολμηρή απΆ όσο θα επιθυμούσε, και επεχείρησε, η τότε εκτελεστική εξουσία. Ωστόσο, ο βασικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστράφηκαν οι μεταρρυθμίσεις ήταν να συνδεθεί περισσότερο το Δικαστήριο με την ενεργό διοίκηση. Θα πρέπει να επισημάνουμε την αρχή της διπλής τοποθετήσεως, σύμφωνα με την οποία τα περισσότερα τακτικά μέλη του Σ.τ.Ε. τοποθετούνται υποχρεωτικά τόσο σε κάποιο από τα διοικητικά όσο και στο δικαιοδοτικό τμήμα, έτσι ώστε να έρχονται σε επαφή με τα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζει η διοίκηση και να τα λαμβάνουν υπΆ όψιν όταν δικαιοδοτούν.

Τέλος, με νόμο της 31ης-12-1987 ιδρύθηκαν τα διοικητικά εφετεία, με σκοπό να ανακουφιστεί το Σ.τ.Ε. από την αρμοδιότητά του ως δικαστήριο που δικάζει εφέσεις κατά των αποφάσεων των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων. Πλέον το Σ.τ.Ε. δεν ενεργεί ως δευτεροβάθμιος δικαστής παρά μόνον σε λίγες κατηγορίες διαφορών.

3. Το Συμβούλιο της Επικρατείας ασκεί τις δικαιοδοτικές αρμοδιότητές του στο πλαίσιο του δικαιοδοτικού/δικαστικού τμήματος, τις δε διοικητικές/γνωμοδοτικές αρμοδιότητές του ασκεί δια των διοικητικών τμημάτων του: Γνωμοδοτεί, υποχρεωτικώς, επί των σχεδίων νόμων, νομοθετικών διαταγμάτων, διαταγμάτων και επί ορισμένων ατομικών πράξεων· σΆ αυτό μπορεί να απευθυνθεί η κυβέρνηση και να του ζητήσει να γνωμοδοτήσει σχετικά με ένα κρίσιμο ζήτημα στην επίλυση του οποίου συναντά δυσκολίες · το Τμήμα Εκθέσεων και Μελετών του δικαστηρίου συντάσσει κατΆ έτος έκθεση στην οποία, εκτός από αναλυτικό απολογισμό των εργασιών του προηγουμένου έτους, επισημαίνονται οι μεταρρυθμίσεις που προτείνει να υιοθετηθούν από τις δημόσιες αρχές για να αντιμετωπισθούν σοβαρά και επίκαιρα ζητήματα. Διοικητικές αρμοδιότητες, σε μικρότερο βαθμό, έχουν και τα διοικητικά δικαστήρια: Κυρίως, γνωμοδοτούν μετά από αίτημα του οικείου Νομάρχη επί ζητημάτων που απασχολούν την δημόσια υπηρεσία. Εξ άλλου, σημαντικός αριθμός δικαστών, κυρίως του Συμβουλίου της Επικρατείας, ασκεί διοικητικά καθήκοντα είτε παράλληλα με τα κύρια καθήκοντά του (π.χ. μέλη ή πρόεδροι διαφόρων ανεξαρτήτων διοικητικών αρχών, των διοικητικών συμβουλίων ν.π.δ.δ., νομοπαρασκευαστικών επιτροπών κ.λπ.), είτε αποκλειστικά. Τα μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας ασκούν ακόμα και πολιτικά καθήκοντα ως Υπουργοί ή βουλευτές ή γενικοί γραμματείς της κυβερνήσεως κλπ. Το ένα τρίτο περίπου των δικαστών ασκεί διάφορα καθήκοντα εκτός του Συμβουλίου, γεγονός που αποτελεί αντικείμενο κριτικής, υπό την έννοια ότι με τον τρόπο αυτό οι δικαστές έρχονται σε υπερβολική συνάφεια προς την διοίκηση και την πολιτική εξουσία, με ενδεχόμενη συνέπεια, όπως υποστηρίζεται, η δραστηριότητα αυτή να επηρεάσει αργότερα την κρίση τους.

4. Μετά από τα παραπάνω μπορούμε να συνοψίσουμε τα χαρακτηριστικά του γαλλικού συστήματος διοικητικής δικαιοσύνης ως εξής: α) πρόκειται για δικαιοδοτικό κλάδο διακριτό από τα κοινά - πολιτικά δικαστήρια, β) συνδέεται στενά με την διοίκηση: i. Οι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας και των διοικητικών δικαστηρίων διέπονται τις διατάξεις του κώδικα διοικητικής δικαιοσύνης και συμπληρωματικά, από εκείνες που διέπουν το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων ˙ ii. Ως διοικητικοί δικαστές διορίζονται, κατΆ αρχήν, οι απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και όχι της Σχολής Δικαστών. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας στον βαθμό του παρέδρου και του συμβούλου τοποθετείται, εκτός των προαγόμενων στους βαθμούς αυτούς μελών του Συμβουλίου και διοικητικών δικαστών, και ορισμένος αριθμός ανωτέρων υπαλλήλων που έχουν τουλάχιστον δέκα χρόνια δημόσιας υπηρεσίας ˙ το ίδιο, όμως, συμβαίνει και στα διοικητικά πρωτοδικεία και εφετεία, τοποθετούνται, δηλαδή, σε θέσεις πρωτοδικών και εφετών δημόσιοι υπάλληλοι, που έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος. Ειδικώς στο Συμβούλιο της Επικρατείας είναι δυνατόν να τοποθετηθούν, στον βαθμό του Συμβούλου, για θητεία τεσσάρων ετών, προσωπικότητες που έχουν διακριθεί σε διάφορους τομείς τις δημόσιας ζωής (conseillers en service extraordinaire). Οι σύμβουλοι αυτοί, πάντως, δεν μετέχουν στο δικαιοδοτικό τμήμα.

5. Μπορεί να προξενήσει εντύπωση ότι οι εγγυήσεις που αναγνωρίζονται υπέρ των δικαστών του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι εν μέρει διέπονται από το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων (όπως και οι δικαστές των διοικητικών δικαστηρίων), αλλά δεν τους αναγνωρίζεται το αμετάθετο (inamovibilité) όπως, αντιθέτως, συμβαίνει με τους τακτικούς δικαστές ή τους δικαστές των διοικητικών δικαστηρίων, στους οποίους η εγγύηση αυτή αναγνωρίστηκε με νόμο του 1986. Δεν προβλέπεται ούτε Δικαστικό Συμβούλιο, όπως για τις άλλες δύο κατηγορίες δικαστικών λειτουργών (τακτικούς και διοικητικούς). Η πράξη, ωστόσο, έχει αποδείξει ότι, ανεξάρτητα από την έλλειψη καθεστώτος εγγυήσεων προσωπικής ανεξαρτησίας, η τελευταία δεν αμφισβητείται από κανέναν, η πρακτική δε που ακολουθείται κατά τις υπηρεσιακές μεταβολές δεν εγείρει παρόμοια ζητήματα, πέραν των ανωμάλων περιόδων, όπου, όμως, η ύπαρξη προστατευτικών διατάξεων δεν θα είχε και μεγάλη σημασία, όπως έχει δείξει και η δική μας ιστορία.

6. Για να διασκεδασθούν, πάντως, οι όποιες εντυπώσεις από την παραπάνω παρουσίαση ας ληφθεί υπΆ όψιν ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στην υπόθεση Kress c. France (σκ. 69), στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω, έκρινε ότι «… η δημιουργία και η ύπαρξη καθ' εαυτήν της διοικητικής δικαιοσύνης μπορούν να χαιρετιστούν ως μια από τις σημαντικότερες κατακτήσεις ενός Κράτους δικαίου, ιδίως διότι η αρμοδιότητα αυτής της δικαιοδοσίας να κρίνει τις πράξεις τις διοικήσεως δεν έγινε αποδεκτή χωρίς συγκρούσεις». Σε άλλες δε αποφάσεις του το Ε.Δ.Α.Δ. εξέτασε ειδικώς τον τρόπο οργανώσεως και λειτουργίας του Συμβουλίου της Επικρατείας και έκρινε ότι η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δεν μπορούν να αμφισβητηθούν.

7. Ιδιαιτερότητα του συστήματος απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης (τόσο στο Συμβούλιο της Επικρατείας όσο και στα διοικητικά δικαστήρια) αποτελεί ο θεσμός του «Κυβερνητικού Επιτρόπου» (commissaire du gouvernement). Ο θεσμός αυτός ανάγεται στο έτος 1831, όταν οι συνεδριάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας κατέστησαν δημόσιες. Πρόκειται για δικαστή (συνήθως πάρεδρο καθΆ όσον αφορά στο Συμβούλιο της Επικρατείας) ο οποίος θεωρείται τρίτος ως προς τους διαδίκους, είναι ανεξάρτητος σε σχέση με αυτούς και σε σχέση με τους συναδέλφους του, παρακολουθεί την προδικασία, μελετά την υπόθεση και λαμβάνει τον λόγο στο τέλος της δημόσιας συνεδρίασης για να αναγνώσει την εισήγησή του, στην οποία εκθέτει το σύνολο των πραγματικών και νομικών δεδομένων της υποθέσεως και προτείνει την λύση που, κατά την άποψή του, επιβάλλεται στην συγκεκριμένη περίπτωση. Ο δικαστής αυτός παρίσταται, στην διάσκεψη, για να παράσχει εξηγήσεις εάν ερωτηθεί σχετικά με την άποψη που υποστήριξε, στερείται, όμως, του δικαιώματος ψήφου, και τούτο διότι, κατά την κρατούσα στην Γαλλία αντίληψη, εφΆ όσον διατύπωσε την άποψή του η συμμετοχή του στην ψηφοφορία θα παραβίαζε την μυστικότητα της διασκέψεως. Αναπτύχθηκε δε η πρακτική, πρώτον, να γνωστοποιείται στους διαδίκους το αποτέλεσμα της εισηγήσεώς του και όχι το πλήρες κείμενό της και, δεύτερον, εάν κάποιος από τους διαδίκους επιθυμεί να αντικρούσει την διατυπωθείσα άποψη να καταθέτει σημείωμα το οποίο τίθεται υπΆ όψιν των δικαστών κατά την διάσκεψη, εάν δε το υπόμνημα περιέχει επιχειρήματα σχετικά με κάποιο λόγο που είχε προβληθεί ικανά να κλονίσουν την σύνθεση, τότε το υπόμνημα κοινοποιείται στην άλλη πλευρά και ενδέχεται η προδικασία και η συζήτηση να επαναληφθούν. Ο κυβερνητικός επίτροπος δεν πρέπει να συγχέεται με τον εισηγητή δικαστή, ο οποίος ετοιμάζει (πριν την διάσκεψη) το σχέδιο της αποφάσεως (το οποίο δεν κοινοποιείται στους διαδίκους) και συντάσσει σύντομο σημείωμα στο οποίο αναπτύσσει την θέση του και το οποίο διανέμεται στα μέλη της συνθέσεως.

ΙΙ. Οι πρόσφατες οργανωτικές μεταρρυθμίσεις

Δύο κατά βάσιν είναι οι αποφάσεις του δικαστηρίου του Στασβούργου οι οποίες αφορούν το ζήτημα που μας απασχολεί. Και στις δύο χρησιμοποιήθηκε η διάταξη περί δίκαιης δίκης (άρθρο …) με τις ειδικότερες εκφάνσεις της, της αμεροληψίας του δικαστηρίου, της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων και της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως.

Α. Ε.Δ.Δ.Α. και διπλή φύση του Conseil d' Etat: Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα στο στόχαστρο ;

1. Με αφορμή το Συμβούλιο της Επικρατείας του Λουξεμβούργου το δικαστήριο του Στασβούργου έκρινε (υπόθεση Procola c. Luxembourg, 28-9-1995) ότι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη παραβιάστηκε από το γεγονός ότι τέσσερα από τα πέντε μέλη που έκριναν της υπόθεση της εταιρείας Procola, είχαν προηγουμένως μετάσχει σε σχηματισμό του Συμβουλίου της Επικρατείας του Μεγάλου Δουκάτου που γνωμοδότησε επί της νομιμότητας σχεδίου νόμου ο οποίος ετύγχανε εφαρμογής και στην υπό κρίση περίπτωση. Το σκεπτικό της αποφάσεως είναι το εξής: «Το Δικαστήριο σημειώνει ότι τέσσερα μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας άσκησαν γνωμοδοτικά καθήκοντα στην ίδια υπόθεση. Στο πλαίσιο ενός θεσμού, όπως είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας του Λουξεμβούργου το γεγονός και μόνο ότι κάποια μέλη του άσκησαν διαδοχικά το δύο αυτά είδη καθηκόντων σε σχέση προς την ίδια πράξη, είναι ικανό να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς την οργανική (δομική) αμεροληψία του θεσμού. Στην παρούσα υπόθεση [η αιτούσα] είχε βάσιμους λόγους να φοβάται ότι τα μέλη του δικαστικού σχηματισμού αισθάνονταν δεσμευμένα από τη γνώμη που είχαν προηγουμένως δώσει. Αυτή η αμφιβολία καθΆ εαυτή, όσο λίγο και αν είναι δικαιολογημένη, είναι αρκετή για να νοθεύσει την αμεροληψία του εν λόγω δικαστηρίου». Το πρόβλημα που κατΆ αρχάς τίθεται είναι αυτό της εμβέλειας της αποφάσεως: Μια περιοριστική ανάγνωσή της θα δεχόταν ότι η αμεροληψία δεν θίγεται από την στιγμή που τα μέλη του δικαστικού σχηματισμού δεν μετείχαν στον γνωμοδοτικό. Αντιθέτως, μια μαξιμαλιστική ανάγνωση θα δεχόταν (εν όψει της αναφοράς του Ε.Δ.Δ.Α. στην δομική ανεξαρτησία του Συμβουλίου της Επικρατείας) ότι καταδικάζεται η διπλή φύση του θεσμού ως δικαστηρίου και ως γνωμοδοτικού οργάνου ταυτόχρονα. Όπως είναι φυσικό, η απόφαση αυτή, και ιδίως η μαξιμαλιστική ανάγνωσή της, δεν έγινε δεκτή με ιδιαίτερο ενθουσιασμό από την γαλλική πλευρά.

Μερικά χρόνια αργότερα το δικαστήριο του Στασβούργου κλήθηκε να απαντήσει σε παρόμοια παράπονα που εστρέφοντο κατά του Ολλανδικού Συμβουλίου της Επικρατείας το οποίο ασκεί, επίσης, τόσο γνωμοδοτικά όσο και δικαστικά καθήκοντα. Στην απόφαση της 6ης Μαίου 2003 Kleyn et autres c. Pays – Bas, το Ε.Δ.Δ.Α. προσχωρεί στην πρώτη από τις δύο δυνατές αναγνώσεις της αποφάσεως Procola: «…ούτε το άρθρο 6 ούτε καμία άλλη διάταξη της Σύμβασης δεν επιβάλλει στα Κράτη να συμμορφώνονται με κάποια θεωρητική συνταγματική έννοια σχετικά με τα επιτρεπτά όρια της αλληλεπίδρασης μεταξύ των εξουσιών. Το ερώτημα είναι πάντα αν, σε μια δεδομένη υπόθεση, τηρήθηκαν οι επιταγές της Σύμβασης». Περαιτέρω, δε επισημαίνεται ότι: «Το ζήτημα που εξετάζει [εν προκειμένω] το Δικαστήριο είναι αν η θεσμική οργάνωση του Σ.τ.Ε., που επέτρεψε σε ορισμένα από τα τακτικά μέλη του να ασκήσουν ταυτόχρονα γνωμοδοτικά και δικαστικά καθήκοντα, ήταν συμβατή με την απαίτηση της "αντικειμενικής αμεροληψίας" ενός δικαστηρίου υπό την έννοια του άρθρου 6 παρ.1». Στην κρινόμενη περίπτωση το ολλανδικό Σ.τ.Ε. είχε γνωμοδοτήσει σχετικά με σχέδιο νόμου περί σχεδιασμού των βασικών συγκοινωνιακών εγκαταστάσεων και οι προσφυγές των αιτούντων εστρέφοντο κατά διατάγματος περί χαράξεως συγκεκριμένης σιδηροδρομικής γραμμής. Έκρινε δε το Δικαστήριο του Στρασβούργου ότι: «… οι γνωμοδοτήσεις για το σχέδιο νόμου και η επακολουθήσασα διαδικασία εξέτασης των προσφυγών που στρέφονταν κατά του διατάγματος, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι αφορούν την ίδια υπόθεση ή την ίδια απόφαση…» και απέρριψε τις σχετικές αιτιάσεις. Η απόφαση αυτή απαντά σε ορισμένες απορίες και δημιουργεί άλλες. Συγκεκριμένα, δέχεται ότι ένα δικαστήριο μπορεί ταυτόχρονα να έχει και γνωμοδοτικές/συμβουλευτικές αρμοδιότητες. Ωστόσο, η κρίση ότι δεν παραβιάζεται η αμεροληψία διότι οι γνωμοδοτήσεις και οι προσφυγές δεν αφορούν στην ίδια υπόθεση ή απόφαση, δημιουργούν νέα ερωτηματικά. Σε πρόσφατη απόφασή του το Ε.Δ.Δ.Α. αντιμετώπισε παρόμοιο θέμα όσον αφορά στο γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2006, Société Sacilor – Lormines c. France) και η νομολογία αυτή δημιουργεί νέα δεδομένα. Το πραγματικό ήταν κάπως περίπλοκο: Με σειρά νομαρχιακών αποφάσεων επεβλήθησαν σε βάρος μεταλλευτικής εταιρείας ορισμένες υποχρεώσεις σχετικές με την προστασία της δημόσιας υγείας και ασφάλειας σε περιοχές όπου αυτή εδραστηριοποιείτο. Η εταιρεία άσκησε ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού, ο οποίος, δεδομένου ότι η υπόθεση έθετε λεπτά και δυσεπίλυτα νομικά ζητήματα, ζήτησε την γνώμη του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το Συμβούλιο γνωμοδότησε και η ερμηνεία που έδωσε φαινόταν να δικαιώνει την διοίκηση. Εν όψει της γνωμοδοτήσεως ο Υπουργός απέρριψε σιωπηρώς την ιεραρχική προσφυγή. Ακολούθως, η εταιρεία άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και προσέβαλε τόσο τις νομαρχιακές αποφάσεις όσο και την σιωπηρή απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγή της. Η απόφαση (που εκδόθηκε δύο χρόνια αργότερα) ήταν απορριπτική. Μετά από αυτό η εταιρεία προσέφυγε στο Στασβούργο. ΚατΆ αρχάς, και αυτό έχει το ενδιαφέρον του, το Ε.Δ.Δ.Α. αφού ανέλυσε το υπηρεσιακό καθεστώς των δικαστών του γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας (στο οποίο εν συντομία αναφερθήκαμε ανωτέρω) έκρινε ότι το δικαστήριο αυτό αποτελεί πρωτότυπο θεσμό που βρίσκεται μεν κοντά στην εκτελεστική εξουσία (τόσο λόγω των αρμοδιοτήτων του όσο και λόγω του εν γένει status των μελών του), πλην η αμεροληψία και αντικειμενικότητά του ως δικαστηρίου δεν μπορούν να τεθούν εν αμφιβόλω, και ως εκ τούτου απέρριψε σχετικούς λόγους. Είχε, όμως, να κρίνει εάν στην συγκεκριμένη περίπτωση παραβιάστηκαν οι διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α., εάν δηλαδή τα ζητήματα στα οποία το Συμβούλιο της Επικρατείας γνωμοδότησε αφορούσαν στην ίδια απόφαση, στην ίδια υπόθεση ή σε ζητήματα ανάλογα με εκείνα που τέθηκαν στην δικαστική κρίση του. Παραδόξως, θα μπορούσε να πει κανείς, το Ε.Δ.Δ.Α. έκρινε ότι ουδεμία παράβαση του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. συντρέχει όσον αφορά στο ζήτημα αυτό και τούτο διότι η προηγηθείσα γνωμοδότηση αντιμετώπισε in abstacto νομικά ζητήματα που έθετε η μεταλλευτική νομοθεσία και δεν αναφερόταν ειδικώς στην ιεραρχική προσφυγή της αιτούσης, ασχέτως εάν η γνωμοδότηση είχε προκληθεί εξ αιτίας ακριβώς της εν λόγω προσφυγής. Επομένως, η σύμπτωση στο ίδιο όργανο δικαιοδοτικών και γνωμοδοτικών αρμοδιοτήτων είναι αντίθετη προς το άρθρο 6 εάν οι αρμοδιότητες αυτές αφορούν στην ίδια υπόθεση, μόνο που μένει να διευκρινιστεί τι σημαίνει ίδια υπόθεση. ΠαρΆ όλα αυτά, κατΆ εφαρμογή της θεωρίας των φαινομένων, κρίθηκε ότι παραβιάστηκε, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η αρχή της αμεροληψίας διότι ένα από τα μέλη της συνθέσεως, ένα μήνα μετά την δημόσια συνεδρίαση και λίγες μέρες μετά την δημοσίευση της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, τοποθετήθηκε ως Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Βιομηχανίας, δηλαδή του αντιδίκου της αιτούσης εταιρείας. Επομένως, ναι μεν δεν υπάρχει κώλυμα από την Ε.Σ.Δ.Α. ως προς τον δυαδικό χαρακτήρα του Σ.τ.Ε. ωστόσο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση γίνεται προσεκτικός έλεγχος αφΆ ενός μεν όσον αφορά σε καθέναν από τους δικαστές και στη σχέση του με την υπόθεση, αφΆ ετέρου δε καθΆ όσον αφορά στην προηγούμενη άσκηση γνωμοδοτικών αρμοδιοτήτων στην ίδια υπόθεση ή την ίδια απόφαση, με εκείνην που άγεται σε δικαστική κρίση. Εάν βέβαια η υπόθεση είναι ίδια τότε, εν όψει της διακρίσεως των δικαιοδοσιών, ποιο δικαστήριο θα παράσχει δικαστική προστασία; Στην περίπτωση αυτή θα εγερθούν και συνταγματικής τάξεως ζητήματα που ενδεχομένως να πρέπει να αντιμετωπισθούν με μεταβολές στις αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας Όσο, όμως, δεν έχει ξεκαθαριστεί το περιεχόμενο της έννοιας της όμοιας ή ανάλογης υποθέσεως, το γαλλικό Συμβούλιο θα εξακολουθεί να βρίσκεται υπό την απειλή κυρώσεως εκ μέρους του Ε.Δ.Δ.Α.

Με σκοπό να αποφευχθούν παρόμοιες αμφισβητήσεις στο μέλλον, με το 2008-225 διάταγμα της 6ης Μαρτίου 2008 περιορίζεται η ρύθμιση του 1963 περί διπλής τοποθετήσεως των δικαστών του Συμβουλίου της Επικρατείας. Περαιτέρω, ορίζεται ρητά ότι το μέλος του δικαστηρίου που μετέσχε στην σύνθεση που γνωμοδότησε σχετικά με την νομιμότητα μιάς αποφάσεως, δεν μπορεί να μετάσχει στον σχηματισμό που κρίνει επί ενδίκου μέσου που στρέφεται κατά της αποφάσεως αυτής και ο διάδικος μπορεί να ζητήσει την κατάσταση των μελών του Σ.τ.Ε. που μετείχαν στην σύνθεση που γνωμοδότησε σχετικά με την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη. Τέλος, ο πρόεδρος του τμήματος του δικαστηρίου που γνωμοδότησε δεν μπορεί να μετάσχει στην σύνθεση που κρίνει την νομιμότητα της αποφάσεως ακόμα και αν αυτός δεν μετέσχε στην σύνθεση που εξέδωσε την γνωμοδότηση.

Β. Ε.Δ.Δ.Α. και εσωτερική οργάνωση του Conseil d' Etat: Η αμφισβήτηση του θεσμού του Κυβερνητικού Επιτρόπου.

Με σειρά αποφάσεών του, το δικαστήριο του Στασβούργου έκρινε ότι ο θεσμός του Γενικού Εισαγγελέα Ανωτάτων Ακυρωτικών Δικαστηρίων ευρωπαϊκών Χωρών, ο οποίος διατυπώνει την άποψή του στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας χωρίς ο διάδικος να μπορεί να την αντικρούσει, ο οποίος μετέχει στην διάσκεψη (έστω και χωρίς δικαίωμα ψήφου ή, σε άλλες περιπτώσεις, με συμβουλευτική ψήφο) και ο οποίος γνωρίζει την εισήγηση του εισηγητή δικαστή που, όμως, δεν κοινοποιείται στον διάδικο, παραβιάζει την αρχή της δίκαιης δίκης και ειδικότερα τις αρχές της εκατέρωθεν ακροάσεως και της ισότητας των όπλων. Ειδικότερα, το Ε.Δ.Δ.Α., κρίνοντας το θεσμό του εισαγγελέα του Βελγικού ακυρωτικού, τόνισε ότι από την στιγμή που ο αυτός προτείνει την αποδοχή ή την απόρριψη της αναιρέσεως μεταβάλλεται στον εξ αντικειμένου αντίπαλο του αιτούντος ή του καθΆ ου. Η αρχή της ισότητας των όπλων παραβιάζεται από το γεγονός ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να αντικρούσουν την εισήγησή του, καθώς και από το ότι αυτός μετέχει στην διάσκεψη, όπου έχει μια ακόμα δυνατότητα να υποστηρίξει την άποψή του. Μεταβάλλοντας λίγο την οπτική υπό την οποία εξέτασε αρχικά το θέμα, το Ε.Δ.Δ.Α. στηρίχθηκε στην αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως για να αμφισβητήσει τον θεσμό του εισαγγελέα του Πορτογαλικού Ακυρωτικού. Έκρινε ότι σύμφωνα με την παραπάνω αρχή τα μέρη έχουν το δικαίωμα να λάβουν υπΆ όψιν κάθε στοιχείο ή έγγραφο του φακέλου, ακόμα και αν αυτά προέρχονται από έναν ανεξάρτητο δικαστή, εις τρόπον ώστε αντικρούοντας τα εν λόγω στοιχεία να επηρεάσουν την απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί. Έτσι, το γεγονός ότι ο αιτών δεν έχει την δυνατότητα να αντικρούσει τον εισαγγελέα πριν την απόφαση του Ακυρωτικού παραβιάζει την παραπάνω αρχή. Ακολούθως, το Ε.Δ.Δ.Α. έκρινε ότι και στην περίπτωση του Γαλλικού Ακυρωτικού παραβιάζεται η αρχή της δίκαιης δίκης και της ισότητας των όπλων από το γεγονός ότι ο εισαγγελέας λαμβάνει γνώση της εισηγήσεως του εισηγητή δικαστή πριν διατυπώσει την άποψή του, ενώ οι διάδικοι ενημερώνονται απλώς και μόνον για το συμπέρασμα στο οποίο ο εισηγητής καταλήγει. Από το γεγονός αυτό προκύπτει μια ανισορροπία που δεν συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της δίκαιης δίκης. Βασική θέση του Δικαστηρίου είναι η σημασία που έχουν τα φαινόμενα (théorie des apparences), δηλαδή η εξ αντικειμένου εντύπωση που δημιουργείται από μια διαδικασία ως προς την συμβατότητά της με τις απαιτήσεις της δίκαιης δίκης και η αυξημένη ευαισθησία του κοινού στις εγγυήσεις για μια δίκαιη δίκη. Τα ανώτατα αυτά δικαστήρια, παρά τις αντιδράσεις, τελικώς, προσαρμόστηκαν στις υποδείξεις της νομολογίας του Στρασβούργου.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας διαισθάνθηκε, ίσως, ότι η νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. θα άγγιζε τον θεσμό του Κυβερνητικού Επιτρόπου, ο οποίος προσομοιάζει με αυτόν του Εισαγγελέα και προσπάθησε σε νομολογιακό επίπεδο να αποσαφηνίσει τον ρόλο του: Στην υπόθεση Mme Esclantine απέρριψε τον λόγο περί παραβάσεως του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. λόγω μη γνωστοποιήσεως στον αιτούντα της εισηγήσεως του Κυβερνητικού Επιτρόπου, με την σκέψη ότι «… ο Κυβερνητικός Επίτροπος, ο οποίος έχει ως έργο να εκθέτει τα ζητήματα που εγείρει κάθε υπόθεση που άγεται προς κρίση και να καταστήσει γνωστό, διατυπώνοντας με πλήρη ανεξαρτησία το πόρισμά του, το συμπέρασμα προς το οποίο φέρεται - το οποίο πρέπει να είναι αμερόληπτο - σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και τους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου καθώς και την κατά συνείδηση άποψή του για την λύση που επιβάλλεται στην διαφορά που έχει εισαχθεί προς κρίση ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο ανήκει, αναγιγνώσκει την εισήγησή του μετά το πέρας της προδικασίας, η οποία διεξήχθη με τήρηση της αρχής της προηγουμένης ακροάσεως · μετέχει στην δικαιοδοτική λειτουργία που ασκείται από το δικαστήριο του οποίου είναι μέλος. Η άσκηση των καθηκόντων του δεν υπόκειται στην αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως που εφαρμόζεται κατά την προδικασία. Εκ τούτων έπεται ότι, όπως το σημείωμα του εισηγητή ή το σχέδιο αποφάσεως, η εισήγηση του Κυβερνητικού επιτρόπου – που είναι εξ άλλου δυνατόν να μην είναι γραπτή – δεν μπορεί να κοινοποιηθεί προηγουμένως στα μέρη, τα οποία και δεν καλούνται να την αντικρούσουν. …». Κάθε σκέψη της αποφάσεως αυτής αποτελεί απάντηση στις επί μέρους σκέψεις των αποφάσεων του Στρασβούργου που προαναφέρθηκαν. Η βασική ιδέα είναι ότι, σε αντίθεση με τους εισαγγελείς, ο Κυβερνητικός Επίτροπος δεν είναι διάδικος, είναι δικαστής, μέλος του δικαστηρίου που καλείται να κρίνει την υπόθεση. Ένας δικαστής που διατυπώνει την γνώμη του μετά την ολοκλήρωση της προδικασίας. Επομένως, ως προς αυτόν η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως δεν έχει έδαφος εφαρμογής. Εις μάτην, όμως …

Η κα Kress άσκησε αγωγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ζητώντας αποζημίωση για βλάβη την οποία υπέστη η υγεία της μετά από γυναικολογική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε. Τόσο η αγωγή της όσο και η έφεση και η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, που διαδοχικά άσκησε απορρίφθηκαν. Αφού εξάντλησε ανεπιτυχώς τα εσωτερικά ένδικα μέσα απευθύνθηκε στο Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προβάλλοντας αιτιάσεις κατά της διαδικασίας που ακολουθήθηκε ενώπιον του Συμβουλίου, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, παραβίαζε το δικαίωμά της σε μια δίκαιη δίκη. Τα παράπονά της στρέφονταν γύρω από δύο άξονες: αφΆ ενός μεν ότι δεν έλαβε γνώση της εισηγήσεως του Κυβερνητικού Επιτρόπου πριν την δημόσια εκδίκαση της υποθέσεως και, επομένως, δεν μπόρεσε να την αντικρούσει, αφΆ ετέρου δε ότι ο Κυβερνητικός Επίτροπος παρέστη, έστω και χωρίς δικαίωμα ψήφου, στην διάσκεψη που ακολούθησε την συζήτηση στο ακροατήριο. Η προσφυγή της έδωσε την ευκαιρία στο Ε.Δ.Δ.Α. να εκδώσει στις 7 Ιουνίου 2001 μια απόφαση που σε ένα βαθμό αμφισβήτησε τον τρόπο λειτουργίας του Κυβερνητικού Επιτρόπου και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στην Γαλλία. Η απόφαση θέτει τον θεσμό του Κυβερνητικού Επιτρόπου και τον τρόπο συμμετοχής του στην διοικητική δίκη (θυμίζω ότι δεν απαντάται μόνον στο Συμβούλιο της Επικρατείας αλλά και στα δικαστήρια της ουσίας) υπό την βάσανο του άρθρου 6 περί δίκαιης δίκης και των πορισμάτων στα οποία το Ε.Δ.Δ.Α. είχε ήδη καταλήξει και που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ειδικότερα: Δέχεται ότι ουδέποτε η ανεξαρτησία και αμεροληψία του Κυβερνητικού Επιτρόπου αμφισβητήθηκαν και ότι η ύπαρξη και το καθεστώς που τον διέπει δεν θέτουν ζητήματα σε σχέση με την Ε.Σ.Δ.Α. Ακολούθως, απαντά στις αιτιάσεις που προέβαλε η αιτούσα: Δέχεται ότι το γεγονός της μη γνωστοποιήσεως της εισηγήσεώς του δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας των όπλων και τούτο διότι σε κανέναν από τους παράγοντες της δίκης η εισήγηση δεν καθίσταται γνωστή πριν την δημόσια συνεδρίαση. Αυτή δεν κοινοποιείται ούτε στους διαδίκους, ούτε στον εισηγητή, ούτε στους δικαστές της συνθέσεως. Περαιτέρω, σημειώνει ότι ούτε η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως παραβιάζεται, δεδομένης της πρακτικής σύμφωνα με την οποία πριν την συζήτηση οι δικηγόροι που το επιθυμούν μπορούν να πληροφορηθούν την πρόταση στην οποία καταλήγει ο Κυβερνητικός Επίτροπος, όποιος δε διάδικος το επιθυμεί μπορεί να υποβάλει ένα σημείωμα/υπόμνημα διασκέψεως για να αντικρούσει την εισήγηση (Πρέπει να επισημανθεί ότι το Ε.Δ.Δ.Α. έλαβε υπΆ όψιν και αξιολόγησε την δυνατότητα αυτή η οποία, όμως, δεν είχε νομοθετικό έρεισμα. Επρόκειτο για πρακτική). Εάν δε ο Κυβερνητικός Επίτροπος ζητήσει την αυτεπάγγελτη εξέταση ενός λόγου κατά την ακροαματική διαδικασία, ο Πρόεδρος της συνθέσεως αναβάλει την εκδίκαση για να δοθεί η δυνατότητα στα μέρη να διατυπώσουν τις απόψεις τους.

Το δικαστήριο έκρινε, ωστόσο, ότι η συμμετοχή του Κυβερνητικού Επιτόπου στην διάσκεψη παραβιάζει την αρχή της δίκαιης δίκης για τους ακόλουθους λόγους: ΚατΆ αρχάς παρατηρεί, αντικρούοντας την θέση της γαλλικής κυβερνήσεως (η οποία αναπαρήγαγε την απόφαση Esclantine, που προαναφέρθηκε), ότι ίδιον του δικαστή είναι ότι ψηφίζει στις υποθέσεις στην εκδίκαση των οποίων μετέχει. ΕφΆ όσον λοιπόν ο Κυβερνητικός Επίτροπος μετέχει στην διάσκεψη αλλά δεν ψηφίζει δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι μετέχει υπό την ιδιότητα του δικαστή. Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται η θεωρία των φαινομένων: Ο Κυβερνητικός Επίτροπος με την διατύπωση της προτάσεώς του μπορεί να θεωρηθεί ως ο αντίπαλος ή σύμμαχος του διαδίκου. Επομένως, ο διάδικος, που δεν γνωρίζει τα μυστικά της διοικητικής δικονομίας, και του οποίου τα επιχειρήματα απορρίφθηκαν από τον Κυβερνητικό Επίτροπο θα αισθανθεί ένα αίσθημα ανισότητας όταν δει ότι ο Κυβερνητικός Επίτροπος αποσύρεται μαζί με τους υπόλοιπους στην αίθουσα της διασκέψεως. Τέλος, το Ε.Δ.Δ.Α. για να αντικρούσει τα επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία η παρουσία του Κυβερνητικού Επιτρόπου στην διάσκεψη δικαιολογείται από το γεγονός ότι αυτός έχοντας μελετήσει τελευταίος τον φάκελο της υποθέσεως και έχοντας πλήρη εποπτεία αυτού μπορεί να παράσχει πολύτιμη βοήθεια στους δικαστές προς όφελος της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, έκρινε ότι το καθαρώς τεχνικής φύσεως πλεονέκτημα για την απονομή της δικαιοσύνης πρέπει να σταθμιστεί με το συμφέρον του διαδίκου, ο οποίος πρέπει να έχει την εγγύηση ότι ο Κυβερνητικός Επίτροπος δεν θα μπορέσει να ασκήσει κανενός είδους επιρροή κατά την διάσκεψη. Τούτο δεν συμβαίνει με το εν λόγω σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Επομένως, παραβιάζεται, σύμφωνα με την απόφαση, και από την άποψη αυτή, η αρχή της δίκαιης δίκης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι για το παρεμφερές ζήτημα της συμμετοχής του Γενικού εισαγγελέα στην δίκη ενώπιον του Δ.Ε.Κ. το δικαστήριο αυτό φαίνεται να ακολουθεί την αντίληψη που εκφράζεται στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας Esclatine: Ο Γενικός Εισαγγελέας (ο οποίος πάντως δεν μετέχει στην διάσκεψη και το γεγονός αυτό δεν παραλείπει το Ε.Δ.Δ.Α. να το σημειώσει στην απόφαση Kress ως στοιχείο ενισχυτικό της επιχειρηματολογίας του) επικουρεί τους δικαστές, γιΆ αυτόν προβλέπεται η ίδια διαδικασία και οι ίδιες προϋποθέσεις διορισμού με τους δικαστές, υπάγεται στο ίδιο καθεστώς με αυτούς · οι Γενικοί Εισαγγελείς δεν αποτελούν ενιαία εισαγγελική αρχή, δεν προασπίζονται τα συμφέροντα οιουδήποτε, διατυπώνουν με πλήρη ανεξαρτησία και αμεροληψία αιτιολογημένη την ατομική πρότασή τους επί των υποθέσεων που εκκρεμούν · με την ανάγνωση της προτάσεως του Εισαγγελέα περατώνεται η προφορική διαδικασία και αρχίζει η διάσκεψη. Εν όψει όλων αυτών με διάταξή του της 4ης Φεβρουαρίου 2000 το Δ.Ε.Κ., στην υπόθεση Emesa Sugar, απέρριψε το αίτημα της αιτούσης να υποβάλει παρατηρήσεις επί της προτάσεως του Εισαγγελέα στην διάσκεψη. Η διάταξη αυτή του Δ.Ε.Κ. δεν εναρμονίζεται με την απόφαση του Kress και τούτο διότι εφΆ όσον ο Γενικός Εισαγγελέας εκφράζει την άποψή του καθίσταται εξ αντικειμένου σύμμαχος ή αντίπαλος των διαδίκων και θα έπρεπε (στην λογική του Ε.Δ.Α.Δ.) να τους παρέχεται η δυνατότητα αντικρούσεως της προτάσεως του Εισαγγελέα, διότι άλλως παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Εξ άλλου, αγγλικό δικαστήριο υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα σχετικά με το εάν η διαδικασία ενώπιον του Δ.Ε.Κ. κατά την οποία ο διάδικος δεν μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις επί της προτάσεως του Γενικού Εισαγγελέα είναι σύμφωνη με το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α. Ο Γενικός Εισαγγελέας στην από 11-7-2002 πρότασή του υπήρξε ιδιαίτερα κριτικός απέναντι στην απόφαση Kress και φαίνεται ότι υιοθέτησε την προσέγγιση του Κυβερνητικού Επιτρόπου την οποία δέχεται το γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας σε σχέση και με τον ρόλο του Γενικού Εισαγγελέα. Το Δ.Ε.Κ., όμως, στην από 6-3-2003 απόφασή του Arben Kaba (C-466/00) απέφυγε να απαντήσει στο ερώτημα και έκρινε επί της ουσίας την υπόθεση. Υφίσταται λοιπόν μια διαφορετική προσέγγιση του ίδιου ζητήματος μεταξύ των δύο αυτών δικαστηρίων.

Η απόφαση Kress, όπως θα ανέμενε κανείς, οδήγησε σε αλλαγές στο καθεστώς του Κυβερνητικού Επιτρόπου. Οι πρώτες μεταβολές επιχειρήθηκαν με διάταγμα της 19ης Δεκεμβρίου 2005: ΚατΆ αρχάς μεταβλήθηκε ο τρόπος ορισμού των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας ως Κυβερνητικών Επιτρόπων: Δεν ορίζονται πλέον με Προεδρικό Διάταγμα, αλλά με απόφαση του (Αντι-)Προέδρου του Συμβουλίου, η οποία εκδίδεται μετά από πρόταση του Προέδρου του δικαιοδοτικού τμήματος. Μεταβολές προς την ίδια κατεύθυνση (δηλαδή, της αποκοπής κάθε, έστω και τυπικής, επαφής με την εκτελεστική εξουσία) επήλθαν επίσης και στον τρόπο ορισμού του Κυβερνητικού επιτρόπου και στα διοικητικά δικαστήρια. Επίσης, θεσμοθετεί την πρακτική της υποβολής υπομνήματος μετά την ανάγνωση της εισηγήσεως του Κυβερνητικού Επιτρόπου. Τέλος, με το παραπάνω διάταγμα ορίστηκε ότι ο Κυβερνητικός Επίτροπος παρίσταται (assiste) στην διάσκεψη χωρίς να μετέχει (nΆ y prend pas part). Η τελευταία διάταξη δεν άντεξε στην κρίση του Ε.Δ.Δ.A. το οποίο σε μεταγενέστερη απόφασή του της 12ης Απριλίου 2006 Martinie c. France (όπου, ωστόσο, το δικαστήριο δεν έκρινε ειδικώς την διάταξη αυτή) αποφάνθηκε ότι και η απλή παρουσία του Κυβερνητικού Επιτρόπου στην διάσκεψη παραβιάζει την αρχή της δίκαιης δίκης. Εν όψει της τελευταίας αποφάσεως ο κανονιστικός νομοθέτης με διάταγμα της 1ης Αυγούστου 2006 όρισε ότι ο Κυβερνητικός Επίτροπος παρίσταται στην διάσκεψη χωρίς να μετέχει σ' αυτήν, εκτός εάν κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει να μην παρίσταται καν. Τελικώς, για να ικανοποιηθεί η θεωρία των φαινομένων και για να μην δίνεται η εντύπωση ότι πρόκειται για δικαστή ο οποίος έχει ως μέλημα την προάσπιση των συμφερόντων του ενός των διαδίκων, με το πρόσφατο διάταγμα 2009-14 της 7ης-1-2009, ο Κυβερνητικός Επίτροπος μετονομάστηκε σε rapporteur public.

Τελικές παρατηρήσεις

Όσα εκτέθηκαν παραπάνω θέτουν το ζήτημα της εκτάσεως των συνεπειών που μπορεί να έχουν οι αποφάσεις του δικαστηρίου του Στρασβούργου στην οργάνωση της διοικητικής δικαιοσύνης.

Είναι αδιαμφισβήτητες οι θετικές συνέπειες που η νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. έχει στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο, με την αυστηρή επίκληση μιας τόσο ρευστής αρχής, αυτής των «φαινομένων», στην οποία περισσότερη βαρύτητα έχει το μεταβαλλόμενο ψυχολογικό στοιχείο και όχι η (όποια) ακρίβεια και σταθερότητα νομικών εννοιών, δεν είναι δυνατόν να αμφισβητούνται θεσμοί οι οποίοι, στην ιστορική εξέλιξή τους, έχουν πράγματι προσφέρει στην ικανοποίηση των στόχων που και το Ε.Δ.Α.Δ. επιδιώκει, δηλαδή στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η επίκληση της αρχής αυτής, που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι αναγκαία και χρήσιμη, δεν θα πρέπει να γίνεται με δογματικό και άκαμπτο τρόπο, διότι διαφορετικά τα «φαινόμενα» τίθενται υπεράνω της πραγματικότητας και το ίδιο το δικαστήριο του Στρασβούργου κινδυνεύει να χάσει την αξιοπιστία του: Αρκεί, άραγε, απλή μετονομασία ενός οργάνου για να ικανοποιηθούν αυτά τα «φαινόμενα»;

Περαιτέρω, η παραπάνω νομολογία θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις και στην οργάνωση της δικής μας διοικητικής δικαιοσύνης. Δεν θα μπορούσε άραγε να υποστηρίξει κανείς, επικαλούμενος, τις αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α. που προαναφέρθηκαν, ότι η κατάθεση συνοπτικής εισηγήσεως, στις ακυρωτικές διαφορές, στην οποία περιλαμβάνεται «αιτιολογημένη γνώμη» του εισηγητή για τα ζητήματα που προκύπτουν, δημιουργεί την εντύπωση στον διάδικο του οποίου απορρίπτονται τα επιχειρήματα ότι ο εισηγητής καθίσταται «εξ αντικειμένου» αντίπαλός του και για τον λόγο αυτό πρέπει να εκβληθεί από την διαδικασία και να μην μετέχει στην διάσκεψη; Ή, επίσης, ότι καθίσταται προβληματική η διάταξη σύμφωνα με την οποία οι πάρεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, παρΆ ότι εισηγούνται και μετέχουν στην διάσκεψη, έχουν συμβουλευτική απλώς ψήφο; Πιστεύω, ωστόσο, ότι δεν θα ήταν σοβαρό να αμφισβητήσει κανείς, επικαλούμενος την τόσο αόριστη αρχή των φαινομένων, την δικονομική και δικαστηριακή μας οργάνωση στα ζητήματα αυτά, χωρίς να μπορεί να αποδείξει ότι έχει επίδραση στην δίκαιη δίκη την οποία δικαιούται κάθε διάδικος.

Υπάρχει και το ζήτημα των γνωμοδοτικών καθηκόντων του ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας, τα οποία είναι πάντως στενότερα από εκείνα του γαλλικού: Στην πράξη λαμβάνεται μέριμνα ώστε οι δικαστές που μετείχαν στον γνωμοδοτικό σχηματισμό να μη μετέχουν σε δίκη όπου αμφισβητείται η νομιμότητα του προεδρικού διατάγματος το οποίο επεξεργάστηκαν. Εν όψει, πάντως, του ότι η αδιαμφισβήτητα πολύ σημαντική για την ποιότητα του κανόνα δικαίου γνωμοδοτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι δυνατόν να εγείρει ζητήματα εν όψει της αποφάσεως Procola (π.χ. τι θα συμβεί όταν στο πλαίσιο μιας δίκης κατά ατομικής πράξεως τίθεται ζήτημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της κανονιστικής ρυθμίσεως) ορθότερο θα ήταν το σχετικό ζήτημα να ρυθμιστεί και νομοθετικά.

Τελικά, μένει κανείς με την εντύπωση ότι, έστω και ακούσια, το δικαστήριο του Στρασβούργου προωθεί, «ανεπαισθήτως» ίσως, ένα ενιαίο πρότυπο οργανώσεως της διοικητικής δίκης και της διοικητικής δικαιοσύνης, ευλόγως δε μπορεί να αναρωτηθεί κατά πόσον τούτο εμπίπτει στους σκοπούς της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.-

Εκτύπωση