Ν. Διονυσοπούλου, Το ακατάσχετο οριο των τραπεζικών λογαριασμών : ανάγκη επ΄κτασης του σε όλες τις πηγές εισοδημάτων

«Ακατάσχετο όριο των τραπεζικών λογαριασμών: Ανάγκη επέκτασής του σε όλες τις πηγές εισοδημάτων»,

ΝΕΝΑ Π. ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ 



[α] Συνοπτική παρουσίαση διατάξεων ΚΕΔΕ
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 48 του Ν 4174/2013 για την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο που δεν έχουν υπαχθεί σε νομοθετική ρύθμιση μπορεί να ληφθούν, κατά την κρίση του Προϊσταμένου της αρμόδιας για την επιδίωξη της οφειλής Υπηρεσίας, είτε αθροιστικά είτε καθένα χωριστά κατά την ελεύθερη κρίση του, διοικητικά μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 9 του ΚΕΔΕ τα οποία είναι:

α) κατάσχεση κινητών, είτε στα χέρια του οφειλέτη, είτε κινητών και απαιτήσεων γενικώς του οφειλέτη που βρίσκονται στα χέρια τρίτου και β) κατάσχεση ακινήτων.

Η ικανοποίηση των απαιτήσεων του Δημοσίου αποβλέπει στην όσο το δυνατόν ταχύτερη εισροή στα δημόσια ταμεία των οφειλομένων προς το Δημόσιο χρηματικών ποσών (φόρων, τελών κλπ ) προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη και εύρυθμη δημοσιονομική λειτουργία του, η οποία είναι αναγκαία για χάριν του γενικότερου συμφέροντος.

Θεωρία και νομολογία ωστόσο συμφωνούν πως τα μέτρα που λαμβάνει η Διοίκηση πρέπει να επιλέγονται ορθολογικά, να είναι ταυτόχρονα και κατάλληλα και αναγκαία για την πραγμάτωση του αναγκαίου σκοπού. Δεν επιτρέπεται δηλαδή η Διοίκηση να υπερβαίνει το εύλογο, απολύτως αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο. Απαγορεύεται, στα πλαίσια της χρηστής Διοίκησης η εφαρμογή νομοθετικών διατάξεων που ερμηνεύουν με τρόπο ανεπιεική και δογματικό τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες και απαιτήσεις. Ειδικά στα πλαίσια της Διοικητικής Εκτέλεσης που επισπεύδεται από το Δημόσιο για την ικανοποίηση αξιώσεων του, πρέπει να ερευνάται και να διασφαλίζεται η επιδίωξη του ηπιότερου από το Νόμο προβλεπόμενου μέτρου , ιδίως όταν τίθενται από την αναγκαστική εκτέλεση σε κίνδυνο τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα του οφειλέτη οδηγώντας τον ουσιαστικά αφενός στην αδυναμία κάλυψης των βιοποριστικών του αναγκών και αφετέρου στην πλήρη στέρηση της δυνατότητας αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Εξαιρετέα της κατάσχεσης κινητών εις χείρας τρίτου απαριθμούνται αποκλειστικά στο άρθρο 31 του ΚΕΔΕ. Έτσι λοιπόν, απαγορεύεται η κατάσχεση:

α) των προσωπικών αντικειμένων του οφειλέτη που απαριθμούνται στο άρθρο 17 του ΚΕΔΕ ακολουθώντας το πνεύμα της αντίστοιχης διάταξης του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,

β) της εταιρικής μερίδας μόνο προσωπικών εταιριών (δεν ισχύει το ακατάσχετο επί αναληφθέντων κερδών ή επιχειρηματικών αμοιβών)

γ) των απαιτήσεων διατροφής εκ του νόμου ή εκ διατάξεως τελευταίας βουλήσεως,

δ) των απαιτήσεων από μισθούς, συντάξεις και κάθε είδους βοηθήματα που καταβάλλονται περιοδικά κατά τις ειδικότερες προϋποθέσεις που αναλυτικά περιγράφονται,

ε) τα 4/5 των ημερομισθίων

στ) το 1/2 των εφ' άπαξ καταβαλλομένων, υπό οιουδήποτε ασφαλιστικού φορέως, βοηθημάτων επί τη εξόδω εκ της Υπηρεσίας ή του επαγγέλματος.

[β] κριτική θεώρηση

Η πρώτη ανάγνωση των εξαιρούμενων της κατασχέσεως κινητών μας αφήνει μία επίγευση δικαιοσύνης ως προς το είδος και την προέλευση των κινητών που προστατεύει ο διαχρονικά Νομοθέτης.

Η δεύτερη και πιο προσεκτική ανάγνωση ωστόσο είναι εντελώς διαφορετική και θα μπορούσε να οδηγήσει σε σκέψεις περί διατήρησης σε ισχύ ακραίων και άστοχων νομοθετικά προνομίων ανάλογα με την πηγή προέλευσης του (φορολογητέου) εισοδήματος ειδικά στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία.

Ένας έμπορος/ ελεύθερος επαγγελματίας/ νόμιμος εκπρόσωπος νομικής οντότητας στον οποίο έχουν καταλογισθεί και βεβαιωθεί πρόστιμα, πρόσθετοι φόροι, λοιπά τέλη, ανείσπρακτες ασφαλιστικές εισφορές τα οποία αδυνατεί να ρυθμίσει, αν συνεχίσει να ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα κινδυνεύει με κατάσχεση του συνόλου των αποταμιεύσεων του. Αν όμως διακόψει τη δραστηριότητα του και αρχίσει να απασχολείται ως μισθωτός, ο μηνιαίος μισθός μέχρι του ποσού των €1.000,00 θα παραμένει ακατάσχετος. Το αυτό «προνόμιο» θα έχει εάν συνταξιοδοτηθεί. Αν δε, επιλέξει να παραμείνει άνεργος, το σύνολο των επιδομάτων που θα εισπράττει θα εξαιρεθούν της αναγκαστικής εκτέλεσης και δη της κατάσχεσης. Η ληξιπρόθεσμη απαίτηση θα καταταχθεί πιθανόν στις ανείσπρακτες και ίσως κάποτε παραγραφεί. Αν δεν παραγραφεί, θα βαρύνει τους νόμιμους κληρονόμους του αρχικού οφειλέτη.

Ο ίδιος έμπορος/ελεύθερος επαγγελματίας/νόμιμος εκπρόσωπος νομικής οντότητας εάν εισπράττει διατροφή, αυτή θα εξαιρεθεί της κατάσχεσης και με τον τρόπο αυτό θα μπορέσει να ασκήσει αξιοπρεπώς τη γονική μέριμνα των τέκνων του. Αν όμως είναι υπόχρεος στην καταβολή διατροφής θα αδυνατεί να την καταβάλει με ότι αυτό συνεπάγεται τόσο σε νομικό όσο και σε πραγματικό επίπεδο για τον ίδιο.

Ο ιδιοκτήτης περισσοτέρων μισθωμένων σε τρίτους ακινήτων που επιβαρύνεται με φόρο μισθωμάτων και φόρο κατοχής οι οποίοι στις μέρες μας δύνανται κατά περίπτωση να ξεπεράσουν αθροιστικά καθ΄ έτος τα ¾ των εισπραττόμενων ποσών δύναται να βρεθεί αντιμέτωπος είτε με την κατάσχεση του μισθώματος εις χείρας του μισθωτή είτε με την κατάσχεση του συνολικού περιεχομένου του τραπεζικού του λογαριασμού, είτε αθροιστικά όλων των ανωτέρω αναφερομένων. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα καταφέρει να εκποιήσει μέρος της ακίνητής του περιουσίας προκειμένου να τακτοποιήσει τις οφειλές του στο Δημόσιο. Νέες οφειλές θα δημιουργηθούν το επόμενο οικονομικό έτος, προερχόμενες από την αυτή αιτία, οι οποίες αν το υπόλοιπο του τιμήματος της ήδη διενεργηθείσας πώλησης δεν επαρκεί να καλύψει θα καταστούν ληξιπρόθεσμες. Και με τον τρόπο αυτό θα επιβληθούν πάλι μέτρα αναγκαστικής κατάσχεσης που για να αρθούν θα υποχρεωθεί εκ νέου να εκποιήσει μέρος της ακίνητης του περιουσίας μέχρι που στο τέλος δε θα έχει πλέον ακίνητη περιουσία προς εκμετάλλευση, άρα δε θα έχει πλέον πόρους αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Από τα παραπάνω παραδείγματα γίνεται κατανοητό πως στην πράξη οι διαφορές ως προς τις συνέπειες που έχει η ιδιότητα του οφειλέτη του Δημοσίου δηλαδή η πηγή των εισοδημάτων αυτού, καθορίζει και την αποτελεσματικότητα των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως επίσης και το εφικτό ή ανέφικτο είσπραξης των οφειλών. Κυρίως όμως καθορίζει το εφικτό ή ανέφικτο αξιοπρεπούς διαβίωσης των φορολογούμενων που αδυνατούν να ρυθμίσουν τις οφειλές τους.

Σε αντίθεση με όσα παραπάνω αναφέρθηκαν αναφορικά με την εν τοις πράγμασι εφαρμογή των διατάξεων περί ακατάσχετου του ΚΕΔΕ ο νομοθέτης έχει ρητή υποχρέωση να χειρίζεται αδιακρίτως, δηλαδή με τρόπο ομοιόμορφο τις όμοιες περιπτώσεις (και αντίστροφα να προβαίνει σε ανόμοια μεταχείριση αυτών που βρίσκονται σε διαφορετικές συνθήκες), ειδικά όταν οι φορολογούμενοι – οφειλέτες του Δημοσίου τελούν υπό τις ίδιες οικονομικές συνθήκες, σεβόμενος με τον τρόπο αυτό τις αρχές της αναλογικότητας και της πλήρους αποτελεσματικότητας στα πλαίσια της επίτευξης των σκοπών του φορολογικού Κράτους, όπως αυτές έχουν πλέον ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το φύλλο, η ηλικία, η οικογενειακή κατάσταση, η επαγγελματική ιδιότητα και η προέλευση του εισοδήματος τελούν υπό την αυτή ποιότητα προστασίας, μέριμνας ή ειδικής φροντίδας του Κράτους (και του Συντάγματος).

Το διακύβευμα είναι πλέον η νομοθετική θεμελίωση κοινού ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης για όλους τους οφειλέτες του Δημοσίου που αδυνατούν να επιδείξουν νόμιμη συμπεριφορά, δηλαδή να ενεργήσουν σύμφωνα με την δικαιική επιταγή αποπληρώνοντας εμπρόθεσμα το σύνολο των βεβαιωμένων οφειλών τους, ανεξάρτητα πλέον από την πηγή προέλευσης των εισοδημάτων τους.

[γ] ελεύθεροι επαγγελματίες, έμποροι, λοιποί αυτοαπασχολούμενοι

Το κάθε είδος παρεχόμενης εργασίας ή υπηρεσίας ρυθμίζεται ξεχωριστά στα οικεία κεφάλαια του Αστικού Κώδικα. Θα ήταν λάθος να συνεχίσουμε να συγχέουμε νοηματικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ιδιωτικής φύσεως με τη γενική συνταγματική προστασία της εργασίας όπως αυτή περιγράφεται στο άρθρο 22 του Συντάγματος : καλύπτει όχι μόνο την εξαρτημένη εργασία αλλά και την ανεξάρτητη. Περιλαμβάνει την σωματική και την πνευματική εργασία. Άρα προστατεύει τόσο τον μισθωτό, όσο και τον εργοδότη. Αναφέρεται τόσο στον υπάλληλο -δημόσιο ή ιδιωτικό- όσο και στον αυτοαπαχολούμενο.

Κάνοντας μία ιστορική νομοθετική και νομολογιακή αναδρομή, θα διαπιστώσουμε πως :

α) οι οικονομικοπολιτικές θεωρίες που καθόρισαν το περιεχόμενο των φορολογικών νόμων των δύο προηγούμενων αιώνων σε παγκόσμιο επίπεδο εστίασαν στη θωράκιση των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης. Δε συνέβη το ίδιο για τα δικαιώματα των ασκούντων εμπορικές δραστηριότητες.

β) στην μεταπολεμική Ελλάδα το νδ 91/1969 καθιέρωσε την αστική προστασία των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως. Πολλά Ασφαλιστικά Ταμεία και δη επαγγελματιών προσπάθησαν να προστατέψουν τις χρηματικές παροχές προς τους σε αυτά ασφαλισμένους θεωρώντας αυτές ακατάσχετες στο σύνολο τους μέσω διατάξεων που περιέλαβαν στους Κανονισμούς Λειτουργίας τους. Η νομολογία της δεκαετίας του 1970 σταθερά θεώρησε τις διατάξεις του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ ως διατάξεις δημοσίας τάξεως με αποτέλεσμα να τροποποιηθούν υποχρεωτικά οι κανονισμοί ων Ασφαλιστικών αυτών Ταμείων.

Η πρακτική θέλει τη Διοίκηση σπάνια να επιλέγει την κατάσχεση εις χείρας τρίτου ως μέτρο αναγκαστικής εκτέλεσης για περίπου δύο δεκαετίες. Πρόσφατα, η Διοίκηση ενεργοποίησε και έκανε συστηματική χρήση των διατάξεων του ΚΕΔΕ «λόγω των μεγάλων δημοσιονομικών αναγκών της χώρας και της εξαιρετικά δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας» όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4336/2015. Οι ομολογουμένως δίκαιες αντιδράσεις των καθ ‘ ων η εκτέλεση κατέστησαν υποχρεωτικές νομοθετικές πρωτοβουλίες αρχικά με το Ν. 4254/2014 και στη συνέχεια με το Ν. 4336/2015 με απώτερο στόχο την ανάγκη διασφάλισης αποδεκτού επιπέδου διαβίωσης για όλους- υποτίθεται - τους πολίτες (όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην ΠΟΛ.1182/25.7.2014).

Στην πράξη ωστόσο η προστασία αφορά μόνο τα αναφερόμενα στην περίπτωση ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ ακατάσχετα και πρόσωπα που αυτά αφορούν. Η προϋπόθεση που θέτει η ΠΟΛ.1092/3.4.2014 ήτοι ο περιορισμός της κατάσχεσης κατόπιν (μεταξύ των άλλων προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά) ρύθμισης του ληξιπρόθεσμου χρέους με μηνιαίες καταβολές που ενίοτε μπορεί να ξεπερνούν τα πραγματικά μηνιαία έσοδα/εισοδήματα του φορολογούμενου καθιστά την νομοθετική μέριμνα για αξιοπρεπή διαβίωση του συνόλου των πολιτών ανέφικτη αν όχι ψευδεπίγραφη.

Ο έμπορος/ελεύθερος επαγγελματίας/νόμιμος εκπρόσωπος νομικής οντότητας στον οποίο έχουν καταλογισθεί και βεβαιωθεί πρόστιμα, πρόσθετοι φόροι, λοιπά τέλη, ανείσπρακτες ασφαλιστικές εισφορές τα οποία αδυνατεί να ρυθμίσει, αν συνεχίσει να ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα κινδυνεύει με κατάσχεση του συνόλου των αποταμιεύσεων του μέχρι της ολοσχερούς εξόφλησης τους χρέους του και των συναφών προσαυξήσεων. Έστω λοιπόν ότι ο άνθρωπος αυτός έχοντας υποστεί τις συνέπειες των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης αποπειραθεί να κάνει χρήση της ΠΟΛ.1092/3.4.2014 χωρίς να έχει την πραγματική οικονομική δυνατότητα να ρυθμίσει το χρέος του σε 12 ή 24 δόσεις. Ας υποθέσουμε πως ταυτόχρονα έχει και υποχρεώσεις προς προμηθευτές, υπαλλήλους και πιστωτικά ιδρύματα για λόγους επαγγελματικούς και προσωπικούς ταυτόχρονα. Ας υποθέσουμε ότι έχει και παιδιά τα οποία οφείλει να σιτίσει, ενδύσει και μορφώσει στοιχειωδώς. Ας υποθέσουμε- ευχηθούμε πως κανένα μέλος της οικογένειας του δεν αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας από εκείνα που απαιτούν πάγιες κι ενίοτε δυσβάσταχτες δαπάνες θεραπείας ή αποκατάστασης.

Κατά της απορριπτικής απόφασης του κ. Προϊσταμένου της καθ΄ ύλιν αρμόδιας Δ.Ο.Υ. θ’ ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή και αίτηση αναστολής ενώπιον της ΔΕΔ. Αμφότερα θ΄ απορριφθούν. Στο μεσοδιάστημα οι πιστωτές του θα εκδώσουν διαταγές πληρωμής, το προσωπικό του θα μείνει απλήρωτο και ταυτόχρονα θα περιέλθει σε τρίμηνη καθυστέρηση απέναντι στο Πιστωτικό Ίδρυμα, θα χαρακτηρισθεί ως μη συνεργάσιμος δανειολήπτης καθόσον δε θα διαθέτει πλέον οικονομικούς πόρους.

Κατά της απορριπτικής αποφάσεως της ΔΕΔ θ’ ασκήσει προσφυγή και νέα αίτηση αναστολής– άραγε που θα βρει τα χρήματα. Στο δικόγραφο της προσφυγής θ΄ αναφέρει πως οι διατάξεις του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ είναι αντίθετες στο Σύνταγμα καθώς παραβιάζουν την αρχή της ισότητας, της ίσης μεταχείρισης (στα πλαίσια της ισονομίας), της αναλογικότητας, παραβιάζουν πλήθος ατομικών του δικαιωμάτων, όπως αυτό του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου από την Πολιτεία (προσωπικότητα, υγεία, οικογένεια, οικονομική ελευθερία, εργασία και των καρπών της ιδιοκτησίας -ως τέτοιας νοούμενης της επαγγελματικής του δραστηριότητας).

Ο άνθρωπος αυτός και μέχρι την τελεσιδικία της υποθέσεως του -προκειμένου να επιβιώσει και να τακτοποιήσει το σύνολο των οικονομικών του υποχρεώσεων – συνειδητά πλέον θα καταφύγει στη φοροδιαφυγή ή στη μαύρη εργασία ή το σιγουρότερο θα ιδρύσει εταιρία με ομοειδές αντικείμενο εργασιών σε γειτονική χώρα στερούμενος πλέον της δυνατότητας «άλλως δύνασθαι πράττειν».

Τίποτα από τα παραπάνω δε θα λάμβανε χώρα εάν είχε θεσμοθετηθεί ακατάσχετο όριο στον Τραπεζικό του λογαριασμό ίσο με αυτό που προνομιακά απολαμβάνει ένας μισθωτός ή συνταξιούχος ή άνεργος.

[δ] ιδιοκτήτες ακινήτων

Η ιδιοκτησία στο σύστημα των ατομικών δικαιωμάτων διασφαλίζει στο φορέα του μία περιοχή ελευθερίας σε αναγνώριση των όσων απέκτησε με δική του εργασία και προσπάθεια. Η νομολογία του ΕΔΑΔ, ερμηνεύοντας το πρώτο άρθρο του α΄ πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περιλαμβάνει ρητά πλέον στον όρο περιουσία τόσο τα εμπράγματα όσο και τα ενοχικά δικαιώματα απαξιώνοντας νομολογιακά κρατικές φορολογικές πρακτικές ακόμα και στο στάδιο της αναγκαστικής είσπραξης δημοσίων χρεών που τα εκμηδενίζουν (ius abatendi) στηριζόμενη στην αρχή της αναλογικότητας και της πλήρους αποτελεσματικότητας. Είναι πλέον νομολογιακά αποδεκτό πως η συντήρηση, χρήση και κάρπωση της ακίνητης περιουσίας οδηγεί σε οικονομική σταθερότητα αν όχι ανάπτυξη, εντείνει το αίσθημα εμπιστοσύνης μεταξύ Κράτους και πολίτη ειδικά σε περιόδους capital controls καθώς εν τοις πράγμασι τα ακίνητα αδυνατούν να φυγαδευτούν στο εξωτερικό, όπως λ.χ. συμβαίνει με τα μετρητά. Ταυτόχρονα, η συντήρηση της ακίνητης περιουσίας τρέφει οικονομικά τον κλάδο της οικοδομής και των συναφών με αυτή επαγγελμάτων ενώ ταυτόχρονα διαφυλάσσει τη δημόσια υγεία (μη αποτελώντας κίνδυνο) , αναβαθμίζει την ποιότητα ζωής και περιβάλλοντος.

Στο μυαλό των Ελλήνων, η επένδυση των αποταμιεύσεων στην αγορά ακινήτων προς εκμετάλλευση υπήρξε για δεκαετίες πιο αποδοτική και ασφαλής οικονομικά από την αποταμίευση μετρητών. Δεν είναι λίγοι λοιπόν αυτοί που ακόμα και σήμερα δεν διατηρούν κάποια εμπορική επιχείρηση, δεν δικαιούνται σύνταξης ή λοιπών προνοιακών επιδομάτων αλλά ζουν αποκλειστικά και μόνο από έσοδα που προκύπτουν από την εκμετάλλευση της ακινήτου περιουσίας τους. Διαχρονικά η κατηγορία των εισοδηματιών αυτών επιβαρύνονταν με φόρο επί των εισπραττόμενων μισθωμάτων, χαρτόσημο υπέρ ογα και φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Το ετήσιο ποσό απόδοσης ωστόσο επαρκούσε για την πληρωμή των αναλογούντων φόρων, τη συντήρηση των εκμισθούμενων προκειμένου να συνεχίσουν ν΄ αποδίδουν και φυσικά περίσσευαν χρήματα για τις καθημερινές ανάγκες των ιδίων και των οικογενειών τους. Η οικονομική κρίση επέφερε κατακόρυφες μειώσεις μισθωμάτων και εμπορικών αξιών με αντιστρόφως ανάλογη αύξηση φόρων.

Έτσι η (μεγάλη) ακίνητη περιουσία δεν είναι πλέον προνόμιο αλλά δικαίωμα στερούμενο της ουσίας του που κατ΄ επέκταση προσβάλει την ισονομία, την ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας και της συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας του φορέα της. Είναι επιτακτική ανάγκη οι επίσης περιοδικά καταβαλλόμενοι καρποί αυτής να ενταχθούν στο πλαίσιο των ακατάσχετων του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τους μισθούς και συντάξεις κατά τα όσα σε προηγούμενα κεφάλαια αναλυτικά εκτέθηκαν προκειμένου να διασφαλισθεί η αξιοπρεπής διαβίωση όσων έχουν ως αποκλειστικό μέσο διαβίωσης την είσπραξη ενοίκων.

Έτσι λοιπόν, ο ιδιοκτήτης περισσοτέρων μισθωμένων σε τρίτους ακινήτων που αναφέραμε στην αρχή θα μπορέσει να ζήσει αξιοπρεπώς και ταυτόχρονα να συντηρήσει την ακίνητη περιουσία του ώστε αυτή να συνεχίζει να αποδίδει καρπούς χωρίς να εκποιήσει σε μία δεκαετία το αργότερο το σύνολο της, προκειμένου να είναι οικονομικά συνεπής στις φορολογικές του υποχρεώσεις- με κόστος βέβαια την επιβολή νόμιμων προσαυξήσεων για την καθυστέρηση αποπληρωμής. Θα μπορούσαμε να προσομοιώσουμε μία τέτοια πρόταση με την παράταση διάρκειας αποπληρωμής δανείων στα Πιστωτικά Ιδρύματα.

[ε] συμπέρασμα

Το φορολογικό δίκαιο χαρακτηρίζεται από την μακρά διάρκεια, την πυκνότητα και την ένταση των σχέσεων μεταξύ του φορολογούμενου και της φορολογικής Αρχής, που άπτεται πολλών, συχνά δε διαφορετικών μεταξύ τους, πεδίων δράσης αμφοτέρων. Η στενότατη αυτή σύνδεση καθιστά απαραίτητη την εδραίωση μίας σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο μερών για την ομαλή αμφίδρομη εκπλήρωση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Οφείλει εν τέλει να διέπεται από σταθερούς και δίκαιους κανόνες λειτουργίας, να ρυθμίζει με όμοιο τρόπο όμοιες καταστάσεις και να αλληλοσταθμίζει τα αλληλοσυγκρουόμενα αγαθά , όπως αυτά προσδιορίζονται στο Σύνταγμα, στις συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην ΕΣΔΑ.

Ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα δεν μπορεί να επιδέχεται αδικαιολόγητα επιλεκτικούς περιορισμούς με το πρόσχημα ότι η καθολική εφαρμογή του θα σταθεί εμπόδιο στην αποτελεσματικότητα της Κρατικής δράσης. Οι νομοθετικές βελτιώσεις του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ που ήδη έλαβαν χώρα εξασφάλισαν ένα ελάχιστο αλλά αποδεκτό επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης μόνο στους αποκλειστικά απαριθμούμενους οφειλέτες του Δημοσίου που αδυνατούν να υπαχθούν σε ρύθμιση χρεών.

Είναι επιτακτική ανάγκη το ακατάσχετο των τραπεζικών λογαριασμών ως το ποσό των €1.000,00 (ή σε οποιοδήποτε άλλο ποσό κριθεί επαρκές για το σκοπό αυτό) να επεκταθεί στο σύνολο των οφειλετών που αδυνατούν να υπαχθούν σε ρύθμιση χρεών, χωρίς πλέον διακρίσεις ως προς την ιδιότητα, την οικογενειακή κατάσταση και κυρίως την πηγή των (νόμιμα αποκτώμενων) εισοδημάτων, συμπεριλαμβάνοντας δηλαδή στο ακατάσχετο επιχειρηματικές αμοιβές, μισθώματα και γενικότερα οτιδήποτε ο Ν.4172/2013 χαρακτηρίζει ως εισόδημα.

Άλλως, ας καταργηθεί η διάταξη στο σύνολό της.

Εκτύπωση