Συμβούλιο της Επικρατείας
Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ)είναι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο. H (σημερινή ως έχει) λειτουργία του ξεκίνησε στις 17 Μαΐου του 1929. Αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του ελληνικού συστήματος δικαστικού ελέγχου της διοικητικής δράσης. Είναι το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων και έχει καταξιωθεί ως ο ισχυρός προστάτης τόσο του πολίτη όσο και του Δημοσίου.
Σύνθεση του ΣτΕ
Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποτελείται από δικαστές τριών βαθμίδων:
α) εισηγητές, οι οποίοι προετοιμάζουν τις εισηγήσεις επί των υποθέσεων,
β) παρέδρους, οι οποίοι έχουν συμβουλευτική ψήφο, και
γ) συμβούλους, οι οποίοι είναι και οι μόνοι που έχουν την αποφασιστική ψήφο.
Το ΣτΕ διαιρείται σε τμήματα, στα οποία κατανέμονται οι υποθέσεις ανάλογα με το αντικείμενό τους. Το τμήμα αποτελείται από έναν αντιπρόεδρο του ΣτΕ ως πρόεδρο του τμήματος, δύο Συμβούλους και δύο Παρέδρους. Σημαντικές υποθέσεις παραπέμπονται σε διευρυμένη επταμελή σύνθεση του τμήματος. Το τμήμα μπορεί να παραπέμψει μια υπόθεση στην Ολομέλεια λόγω σπουδαιότητας. Υποχρεούται να την παραπέμψει, όταν καταλήγει να κηρύξει νόμο αντισυνταγματικό.
Το ΣτΕ έχει γνωμοδοτική αρμοδιότητα επί Προεδρικών Διαταγμάτων. Κάθε ΠΔ οφείλει πριν σταλεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να υπογραφεί και δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οπότε αποκτά ισχύ, να αποσταλεί πρώτα στο ΣτΕ για επεξεργασία. Το ΣτΕ αποφαίνεται για τη νομιμότητα του ΠΔ. Η γνώμη του ΣτΕ δεν είναι τυπικά δεσμευτική για τον Υπουργό-συντάκτη του ΠΔ, ο οποίος, όμως, σπανίως υφίσταται των υποδείξεων του δικαστηρίου, καθώς γνωρίζει ότι, αν μετά την έκδοσή του, το ΠΔ προσβληθεί από κάποιον με έννομο συμφέρον, συνήθως το ΣτΕ δεν θα έχει αλλάξει εν τω μεταξύ γνώμη, οπότε οι πιθανότητες να ακυρωθεί εν συνεχεία το ΠΔ είναι μεγάλες. Επίσης υπάρχει το (πρακτικά απίθανο) ενδεχόμενο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στηριζόμενος στη γνωμοδότηση του ΣτΕ, να αναπέμψει το ΠΔ (να αρνηθεί να το υπογράψει), αν και μια τέτοια δυνατότητα του Προέδρου αμφισβητείται εντόνως.
Το ΣτΕ κρίνει υποθέσεις που φθάνουν σε αυτό: α) είτε απευθείας, με την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά μιας εκτελεστής διοικητικής πράξης από κάποιον που έχει έννομο συμφέρον, οπότε μπορεί ή να ακυρώσει την πράξη ή να απορρίψει την αίτηση ακύρωσης, β) είτε μετά από άσκηση αίτησης αναίρεσης κατά απόφασης τακτικού διοικητικού δικαστηρίου (Διοικητικού Πρωτοδικείου ή Διοικητικού Εφετείου), στο οποίο έχει προσφύγει πολίτης κατά διοικητικής πράξης ή άλλης πράξης του Δημοσίου.
Στη δεύτερη περίπτωση (αίτησης αναίρεσης κατά απόφασης τακτικού διοικητικού δικαστηρίου) το ΣτΕ επιτελεί σε σχέση με τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια ρόλο παρόμοιο με αυτόν του Αρείου Πάγου σε σχέση με τα πολιτικά και τα ποινικά δικαστήρια.
Στη προκειμένη περίπτωση ελέγχει αν, με βάση τα δεδομένα πραγματικά περιστατικά, όπως τα έχει δεχθεί το κατώτερο δικαστήριο και τα οποία δεν μπορεί να αμφισβητήσει, ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε σωστά ο νόμος (ουσιαστικός ή δικονομικός).
Το αν μια πράξη προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης (γεννά ακυρωτική διαφορά), ή με προσφυγή (γεννά διαφορά ουσίας), δηλαδή το αν κατά μιας πράξης πρέπει κανείς να προσφύγει στο ΣτΕ ή στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, το ορίζει κάθε φορά ο νόμος.
Συνοπτικά με βάση τα παραπάνω το Συμβούλιο επικρατείας δικάζει:
- Αιτήσεις ακύρωσης διοικητικών πράξεων για παράβαση νόμου, για υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας καθώς και για αναρμοδιότητα ή παράλειψη τύπου.
- Προσφυγές πολιτικών, στρατιωτικών, δημοτικών κ.λπ. υπαλλήλων, κατά αποφάσεων Υπηρεσιακών Συμβουλίων περί προαγωγής, απόλυσης, υποβιβασμού κ.λπ.
- Αιτήσεις αναίρεσης κατά αποφάσεων των Διοικητικών Δικαστηρίων.