Νομικό Σπουδαστήριο Α. Προυσανίδη

Χ. Πόνη, Η νομολογία των τδδ για την αφετηρία της παραγραφής του άρθρου 937 ΑΚ

Χ. Πόνη, Η νομολογία των τδδ για την αφετηρία της παραγραφής του άρθρου 937 ΑΚ

Χαρά Πόνη

Πρωτοδίκης ΔΔ

Περίληψη: Με αφορμή αποφάσεις επί αγωγών αποζημίωσης λόγω άρνησης καταβολής του επιδόματος ή της σύνταξης πολύτεκνης μητέρας κατ’ άρθρο 63 Ν 1892/1990 παρουσιάζεται η νομολογία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων για την αφετηρία της παραγραφής του άρθρου 937 ΑΚ.

Α. Εισαγωγή

Μετά την τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 63 του Ν 1892/1990, στο οποίο προβλεπόταν η καταβολή από τον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ), ως εντολοδόχο του τότε Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, επιδόματος στην μητέρα που αποκτά τρίτο παιδί και στην πολύτεκνη μητέρα, καθώς και η καταβολή ισόβιας συντάξεως στην πολύτεκνη μητέρα [1] , με τους όρους και τις προϋποθέσεις που τάσσονταν ειδικότερα στο άρθρο αυτό, δυνάμει του άρθρου 39 του Ν 2459/1997, με το οποίο τέθηκαν εισοδηματικά κριτήρια για την καταβολή των ανωτέρω παροχών, εκδόθηκε η 1095/2001 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Α Τμήμα). Σύμφωνα με αυτήν, την οποία ακολούθησε πλήθος αποφάσεων με τις οποίες παγιώθηκε η σχετική νομολογία, οι διατάξεις του άρθρου 39 του Ν 2459/1997, καθ’ ο μέρος με αυτές εισάγεται ο περιορισμός ορισμένου εισοδήματος στην χορήγηση των παροχών άρθρου 63 του

Ν 1892/1990 προς τις πολύτεκνες μητέρες, αντίκεινται στο ως άνω άρθρο 21 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά το οποίο η αναγνωριζόμενη ειδική φροντίδα προς τις πολύτεκνες οικογένειες δεν δύναται να εξαρτηθεί από κριτήρια εισοδήματος. Η ερμηνευτική αυτή λύση, όμως, δεν δύναται να επεκταθεί και στις ρυθμίσεις της παρ. 1 του άρθρου 39 του ίδιου νόμου που αφορούν τις μητέρες με τρία τέκνα, διότι κατά την διάταξη του άρθρου πρώτου του Ν 1910/1944, όπως τροποποιήθηκε με το πρώτο άρθρο του Ν 860/1979, πολύτεκνοι θεωρούνται, κατ’ αρχήν, οι γονείς που έχουν τέσσερα τέκνα. Συνεπώς, ως προς τις οικογένειες με τρία τέκνα, μη εμπίπτουσες στο πεδίο προστασίας του άρθρου 21 παρ. 2 του Συντάγματος, ο κοινός νομοθέτης δεν εμποδίζεται να διαφοροποιήσει τις προβλεπόμενες παροχές με βάση εισοδηματικά κριτήρια. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία [2] κρίθηκε ότι στην περίπτωση του ΟΓΑ εφαρμόζονται μεν τα δικαστικά και δικονομικά προνόμια, καθώς και τα διοικητικά προνόμια του Δημοσίου, όχι όμως και ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, όπως είναι οι διατάξεις του Ν 2362/1995 για την παραγραφή των απαιτήσεων κατ’ αυτού, η δε διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 29 του Ν 3232/2004 (η οποία όριζε ότι: «Η έννοια της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του

Ν 4169/1961 είναι ότι ο ΟΓΑ απολαύει ανεξαιρέτως όλων των ατελειών και ουσιαστικών προνομίων, ως εάν είναι το ίδιο το Δημόσιο») δεν είναι γνησίως ερμηνευτική κατ’ άρθρο 77 παρ. 1 του Συντάγματος, και η έναρξη της ισχύος της συμπίπτει με τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Επομένως, κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον ο ΟΓΑ, ως οργανισμός ευρισκόμενος υπό την εποπτεία του τότε Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εξαιρείται σύμφωνα με το άρθρο μόνο του ΠΔ 437/1977 από την εφαρμογή των διατάξεων του ΝΔ 496/1974 περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (εξαίρεση, η οποία θεσπίσθηκε με το άρθρο μόνο του ΠΔ 437/1977 και καταργήθηκε με το μεταγενέστερο ΠΔ 305/1985, μόνον όμως ως προς ορισμένες διατάξεις του ΝΔ 496/1974 και για τους λοιπούς, πλην ΙΚΑ και ΟΓΑ, Ασφαλιστικούς Οργανισμούς, υπαγόμενους στην εποπτεία του τότε Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών) και στη νομοθεσία περί ΟΓΑ δεν υπάρχει διάταξη ρυθμίζουσα την παραγραφή αξιώσεων προς αποζημίωση σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, εφαρμοστέο τυγχάνει το άρθρο 937 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο: «Η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση… [3] ». Τέλος, με το άρθρο 50 του Ν 2972/2001 καταργήθηκαν από 1.1.2002 τα θεσπισθέντα εισοδηματικά κριτήρια και προβλέφθηκε η καταβολή των παροχών του άρθρου 63 του Ν 1892/1990 σε όλες τις δικαιούχους ανεξαρτήτως εισοδήματος.

Σύμφωνα με το άρθρο 937 ΑΚ, οι προϋποθέσεις για την έναρξη της παραγραφής, διαφοροποιούμενες ως προς τούτο ουσιωδώς από τις αντίστοιχες του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού, κατά τον οποίο απαιτείται «γεγενημένη και δικαστικά επιδιώξιμη αξίωση», είναι «η γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση», η δε συνδρομή τους δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (κατ’ άρθρο 97 ΚΔΔ), αλλά απαιτείται νόμιμη επίκληση, εφόσον με την διάταξη αυτή θεσπίζεται γνήσια παραγραφή αξιώσεως (κατ’ άρθρο 277 του ΑΚ) [4] . Συναφώς, η νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας εμφανίζεται διχασμένη κυρίως ως προς τη συνδρομή της πρώτης προϋποθέσεως ως εναρκτήριου σημείου της παραγραφής, προεχόντως διότι, παρά το γεγονός ότι πολλάκις η αγωγή στρέφεται κατά του ΟΓΑ και κατά του ελληνικού Δημοσίου, το οποίο κατά πάγια νομολογία στερείται παθητικής νομιμοποιήσεως, δεν δύναται να συναχθεί εξ αυτού άγνοια της δικαιούχου ως προς τον υπόχρεο σε αποζημίωση, καθόσον ως τέτοια (άγνοια) νοείται η αντικειμενική τοιαύτη και όχι η προκληθείσα από άγνοια νόμου ή σύγχυση ως προς την ερμηνεία των νομικών διατάξεων, και τούτο ανεξαρτήτως του ότι, πάντως, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ και 937 ΑΚ δεν καταλείπεται περιθώριο αμφιβολίας ως προς την παθητική νομιμοποίηση του ΟΓΑ, τα όργανα του οποίου προέβησαν στην παράνομη άρνηση χορηγήσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 63 του Ν 1892/1990 παροχής.

Β. Η νομική φύση της αναστολής ή διακοπής καταβολής της παροχής

Στο άρθρο 16 της Γ1α/440/7.2.1991 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β΄ 90) εκδοθείσας κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 63 του

Ν 1892/1990, η οποία κυρώθηκε και απέκτησε ισχύ νόμου, από τότε που άρχισε να ισχύει, με το άρθρο 18 παρ. 9 του Ν 2008/1992 (ΦΕΚ Α΄ 16), ορίζεται ότι: «1. Καταβολή των παροχών ενεργείται ανά ημερολογιακό δίμηνο και στις αρχές του δεύτερου μήνα του διμήνου. 2. Η πληρωμή των παροχών ενεργείται από τα ΕΛΤΑ με ταχυδρομικές επιταγές ή με ειδικές αποδείξεις». Ακολούθως, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 63 του Ν 1892/1990 και του άρθρου 39 του Ν 2459/1997 εκδόθηκε η Π3δ/οικ.1078/28.3.97 (ΦΕΚ Β΄ 241) κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας «Καθορισμός των δικαιολογητικών και των λεπτομερειών της διαδικασίας χορήγησης και συνέχισης καταβολής των επιδομάτων και της ισόβιας σύνταξης στην πολύτεκνη μητέρα που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 63 του

Ν 1892/1990 όπως συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του Ν 2163/1993 μετά και την τροποποίησή τους με τις διατάξεις του άρθρου 39 του Ν 2459/1997 και του Ν 2470/1997». Στο άρθρο 4 αυτής οριζόταν ότι: «Για τη συνέχιση καταβολής των επιδομάτων και της ισόβιας σύνταξης θα πρέπει κατ’ έτος να υποβάλλεται θεωρημένο αρμοδίως αντίγραφο του εκκαθαριστικού σημειώματος της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του ίδιου οικονομικού έτους και σε περίπτωση που δεν υποβάλλεται Δήλωση Φορολογίας Εισοδήματος, θα πρέπει να υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση του Ν 1599/1986 θεωρημένη από την αρμόδια ΔΟΥ, κατά τα αναφερόμενα στο προηγούμενο άρθρο», στο άρθρο 6 περ. γ ότι: «Τα ανωτέρω επιδόματα (των διατάξεων της παρ. 1 και 3 του άρθρου 63 του Ν 1892/1990 και η ισόβια σύνταξη διακόπτονται από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους εκείνου που καταβάλλεται η παροχή, εφόσον διαπιστώνεται υπέρβαση του προβλεπόμενου ορίου εισοδήματος» και στο άρθρο 7 περ. α ότι: «Τα επιδόματα και η ισόβια σύνταξη αναστέλλονται από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους εκείνου, που καταβάλλεται η παροχή, εφόσον μέχρι τέλους του έτους δεν έχουν υποβληθεί τα προβλεπόμενα από το άρθρο 4 της παρούσης δικαιολογητικά» [5] . Τα αρμόδια όργανα του ΟΓΑ, στηριζόμενα στις διατάξεις αυτές, οι οποίες ρυθμίζουν απευθείας τη συνέπεια της μη υποβολής των προβλεπόμενων εκ του νόμου δικαιολογητικών ή της υπερβάσεως των εισοδηματικών κριτηρίων του άρθρου 39 του Ν 2459/1997 χωρίς να προβλέπουν την έκδοση προς τούτο σχετικής διοικητικής πράξης [6] προέβησαν σε απευθείας αναστολή ή διακοπή της εκάστοτε χορηγούμενης παροχής, που κρίθηκε ότι αποτελεί σιωπηρή διοικητική πράξη [7] . Η δε ανάκληση αυτής, κατά το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, επιβάλλεται μετά τη δημοσίευση της 1091/2001 απόφασής του [8] , σύμφωνα με τη νομολογία του για την υποχρέωση ανακλήσεως διοικητικών πράξεων όμοιου περιεχομένου με ατομική διοικητική πράξη που ακυρώθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ως ερειδόμενη σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική πράξη της διοικήσεως που δεν έχει νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, εφόσον υποβληθεί σχετική αίτηση εντός ευλόγου χρόνου από πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον. Ειδικότερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι πράξη του αρμοδίου οργάνου του ΟΓΑ, με την οποία απορρίφθηκε ρητώς αίτημα της δικαιούχου πολύτεκνης μητέρας, το οποίο υποβλήθηκε μετά τη δημοσίευση της 1091/2001 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, να ανακληθεί η σιωπηρή διακοπή του πολυτεκνικού επιδόματος, έχει εκτελεστό χαρακτήρα [9] και πρέπει να ακυρωθεί, η δε υπόθεση να αναπεμφθεί στον ΟΓΑ για να προβεί στις νόμιμες ενέργειες και συγκεκριμένα στην ανάκληση της σιωπηρής διακοπής του πολυτεκνικού επιδόματος της αιτούσας και στην επαναχορήγησή του από τη διακοπή του [10] . Εξάλλου, σε περίπτωση υποβολής όμοιου περιεχομένου αιτήσεως επαναχορηγήσεως του πολυτεκνικού επιδόματος και δη αναδρομικώς από τον χρόνο διακοπής του, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε [11] ότι αυτή συνιστά, κατ’ ουσίαν, αίτηση ανάκλησης της παράνομης πράξης σιωπηρής διακοπής [12] , η δε πράξη του αρμόδιου οργάνου του ΟΓΑ, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε, είναι εκτελεστή και, ως εξετέθη, ακυρωτέα. Τέλος, κρίθηκε ότι παράλειψη του Προϊσταμένου του ΟΓΑ να απαντήσει επί ομοίου περιεχομένου αιτήματος και να εκδώσει σχετική απορριπτική πράξη, την οποία να αιτιολογεί νομίμως και επαρκώς, σύμφωνα και με την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, υποκείμενη εκ του λόγου αυτού σε ακύρωση [13] .

Ενόψει των προεκτεθέντων παρατηρείται, κατ’ αρχήν, ως προς το κρίσιμο ζήτημα του προσδιορισμού του ακριβούς χρονικού σημείου γνώσεως από την δικαιούχο πολύτεκνη μητέρα της ζημίας της από την παράνομη σιωπηρή διακοπή χορηγήσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 63 του Ν 1892/1990 παροχής από τα αρμόδια όργανα του ΟΓΑ, που συνιστά προϋπόθεση για την έναρξη της παραγραφής του άρθρου 937 ΑΚ, το εξής: Εφόσον στην περίπτωση μη υποβολής των προαναφερθέντων δικαιολογητικών από τη δικαιούχο, και δεδομένης της έλλειψης αποδεικτικού ειδοποιήσής της προς τούτο, δεν δύναται να αποκλειστεί το ενδεχόμενο παράλειψης ενημερώσεώς της από τα αρμόδια όργανα του ΟΓΑ για τη σχετική υποχρέωσή της, στην δε περίπτωση υποβολής τους και ενόψει της πιθανότητας να θεωρηθεί από αυτήν ότι πρόκειται απλώς για τυπική διαδικασία, ούτω μη συναγόμενης με ασφάλεια της εκ μέρους της γνώσεως των συνεπειών που προβλέπει ο νόμος, είναι αμφίβολο εάν δύναται εν γένει να συναχθεί με ασφάλεια η γνώση εκ μέρους της δικαιούχου της επελθούσας σε αυτήν ζημίας από την αναστολή ή διακοπή καταβολής της παροχής (επιδόματος ή σύνταξης πολύτεκνης μητέρας). Λαμβάνοντας υπόψη, μάλιστα, τη νομολογία για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης ένδικου βοηθήματος ιδίως κατά σιωπηρής διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, στην οποία ενίοτε εμφανίζεται ως κριτήριο το εύλογο ενδιαφέρον που αναμένεται να εμφανίσει ο διοικούμενος κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας για την πορεία της υποθέσεώς του [14] σε συνδυασμό με την πάροδο ευλόγου χρονικού διαστήματος από την υποβολή προς τη διοίκηση αιτήσεως, επί της οποίας η τελευταία παρέλειψε να αποφανθεί, θα μπορούσε να υποστηριχθεί mutatis mutandis ότι παρίσταται απαραίτητη η πάροδος ευλόγου χρονικού διαστήματος από την παράνομη σιωπηρή διακοπή της χορηγήσεως της έως τότε καταβαλλόμενης παροχής, προκειμένου να επέλθει η γνώση της ζημίας που υπέστη η πολύτεκνη μητέρα και συνακόλουθα η έναρξη της παραγραφής. Ενδεικτική είναι η διατύπωση της αποφάσεως 1627/2006 του Συμβουλίου της Επικρατείας: «Περαιτέρω, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η υπό κρίση αίτηση στρέφεται κατά των πράξεων με τις οποίες είχε διακοπεί, κατ’ εφαρμογή του Ν 2459/1997, η καταβολή στην αιτούσα της ισόβιας σύνταξης (την πρώτη φορά από την 1η.1.1998 και την δεύτερη από την 1η.1.2000), η αίτηση ακυρώσεως είναι, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέα ως εκπρόθεσμη, δεδομένου ότι ασκήθηκε στις 6.3.2002, δηλαδή σε χρόνο που υπερβαίνει τις εξήντα ημέρες από την γνώση ότι διεκόπη η καταβολή της ισόβιας σύνταξης, λαμβανομένου μάλιστα υπ’ όψιν και του ευλόγου ενδιαφέροντος της αιτούσας για την καταβολή της επίδικης παροχής». Το τεκμήριο, όμως, αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τίθεται εν αμφιβόλω σύμφωνα με την όλως πρόσφατη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων Ανθρώπου στην απόφαση της 22.4.2010, Καμβύσης κατά Ελλάδος (2735/2008), με την οποία κρίθηκε συναφώς ότι η απόρριψη ως εκπροθέσμου της αιτήσεως ακυρώσεως, ερειδόμενη στην κρίση ότι ο αιτών είχε λάβει γνώση της προσβαλλόμενης πράξεως σε χρόνο προγενέστερο των εξήντα ημερών από την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, χωρίς να προσδιορίζει ακριβώς την ημερομηνία (της γνώσεως) και να στοιχειοθετεί πέρα από κάθε εύλογη αμφιβολία το χρόνο κατά τον οποίο έλαβε πράγματι γνώση ο αιτών, παραβιάζει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Γ. Η κυμαινόμενη νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας [15]

Κατά τη νομολογία πολλών δικαστηρίων της ουσίας [16] η παραγραφή αρχίζει, ενόψει της ρυθμίσεως του άρθρου 16 της Γ1α/440/7.2.1991 ΚΥΑ, από την πρώτη ημέρα εκείνου του ημερολογιακού διμήνου, κατά το οποίο για πρώτη φορά ανεστάλη ή διακόπηκε, αντίστοιχα, η καταβολή της παροχής, γνώμη η οποία οριοθετεί με ακρίβεια το χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής και υπολαμβάνει ότι μόνη η αναστολή ή διακοπή της παροχής επαρκεί, προκειμένου να συναχθεί πλήρης γνώση από τη δικαιούχο της ζημίας που υπέστη από την παράνομη σιωπηρή διακοπή χορηγήσεως της παροχής από τα όργανα του ΟΓΑ. Σε παρόμοιο πνεύμα κινείται η άποψη ότι «τεκμαίρεται ότι (οι δικαιούχοι) έλαβαν γνώση του ζημιογόνου για αυτές γεγονότος της διακοπής μετά την πάροδο εύλογου χρόνου, και συγκεκριμένα, από την μη καταβολή τριών τουλάχιστον συνεχών δόσεων, και ως εκ τούτου η παραγραφή ως προς αυτές άρχισε να τρέχει, σε κάθε περίπτωση, στο τέλος του τρίτου ημερολογιακού διμήνου...» [17] .

Περαιτέρω, σε πολλές αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων [18] έχει διατυπωθεί η άποψη ότι: «Από τη διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ, σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 251 του ΑΚ που ορίζει ότι η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, συνάγεται ότι η πενταετής παραγραφή αρχίζει από τότε που ο διοικούμενος έλαβε πλήρη γνώση της παράνομης πράξεως και των αιτιολογιών αυτής, ενόψει των οποίων παρέχεται σ’ αυτόν η δυνατότητα να διαπιστώσει το νόμιμο ή μη της πράξεως και να επιδιώξει στη συνέχεια τη δικαστική αποκατάσταση της ζημιάς του με την έγερση σχετικής αγωγής αποζημίωσης (πρβλ. ΣτΕ 4147/1998 [19] , ΔΕφΑθ 5314/1995)». Με άλλη διατύπωση, για να επέλθει έναρξη της παραγραφής απαιτείται πλήρης γνώση της πράξεως του οργάνου, επί της οποίας γεννάται η αξίωση αποζημίωσης, και συνεπώς, σε περίπτωση μη έκδοσης διοικητικής πράξεως από τα αρμόδια όργανα του ΟΓΑ, διαθέτουσας τα απαιτούμενα εκ του νόμου γνωρίσματα αυτής, δεν άρχεται η παραγραφή εκ μόνου του λόγου της διακοπής ή αναστολής της καταβολής της παροχής [20] . Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η 5314/1995 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, εκδοθείσα επί αγωγής αποζημιώσεως λόγω μη καταβολής ολόκληρου του ποσού του εφάπαξ που δικαιούντο οι ασφαλισμένοι, έκρινε ότι εφαρμοστέα ήταν η διάταξη του 937 ΑΚ και ότι για την έναρξη της παραγραφής για την αξίωση αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε από την παρανομία των οργάνων του ΝΠΔΔ απαιτείται πλήρης γνώση της παράνομης πράξεως και της αιτιολογίας της, κατά παραπομπή στην 2493/1993 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας [21] . Από τη νομολογία αυτή ανακύπτει το σημαίνον νομικό ζήτημα της de facto έλλειψης αιτιολογίας των σιωπηρών διοικητικών πράξεων και, συνακόλουθα στις περιπτώσεις αυτές, της δυσχέρειας γνώσεώς της και αποτελεσματικής ασκήσεως του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του διοικουμένου.

Σύμφωνα με άλλη άποψη, η οποία κινείται εκ παραλλήλου με την προπαρατεθείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για το χρονικό σημείο γνώσης της προσβαλλόμενης πράξης σε χρόνο απώτερο, πλην μη προσδιοριζόμενο επακριβώς, της εξηκονθήμερης προθεσμίας αιτήσεως ακυρώσεως, «η παραγραφή δεν είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής της (ενάγουσας ή εκκαλούσας), αφού από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι αυτή είχε λάβει πλήρη γνώση της σχετικής ζημίας της σε χρόνο απώτατο της πενταετίας, από τον οποίο και άρχισε ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεών της, δεδομένου ότι μόνη η διακοπή του πολυτεκνικού επιδόματος που εχορηγείτο σ’ αυτήν ή η μη χορήγησή του δεν σημαίνει, άνευ ετέρου, γνώση της ζημίας και μάλιστα πλήρη» [22] . Έτσι, ως εναρκτήριο χρονικό σημείο της παραγραφής κατ’ άρθρο 937 ΑΚ λαμβάνεται η πλήρης γνώση της ζημίας, η οποία, χωρίς να θεωρείται επελθούσα με μόνη την αναστολή ή διακοπή της καταβολής της παροχής, πάντως δύναται να συναχθεί με άλλον -πλην της εκδόσεως ρητής διοικητικής πράξεως από τα όργανα του ΟΓΑ- τρόπο, όπως ενδεχομένως με την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τη δικαιούχο ενόψει της μη χορηγήσεως της παροχής προς το αρμόδιο όργανο με αντικείμενο την εκ νέου καταβολή της. Ορισμένες αποφάσεις εξ αυτών παραπέμπουν και σε πιο πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας [23] , κατά την οποία η αξίωση ασφαλισμένου για την απόδοση στο ολόκληρο εφάπαξ βοηθήματος από ασφαλιστικό ταμείο δεν υπέκυψε στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, διότι «μόνη η είσπραξη του μειωμένου εφάπαξ βοηθήματος δεν σημαίνει άνευ ετέρου γνώση της ζημιογόνου γι’ αυτούς παρανομίας του αναιρεσείοντος και μάλιστα πλήρη». Θα πρέπει πάντως να υπογραμμιστεί ότι στις αποφάσεις αυτές επρόκειτο για διαφορά μεταξύ του ποσού εφάπαξ που είχαν λάβει οι ασφαλισμένοι και αυτού που δικαιούντο, αλλά δεν τους καταβλήθηκε λόγω διάταξης, με την οποία επιβλήθηκε ανώτατο όριο στο ποσό του εφάπαξ, η οποία κρίθηκε τελικώς αντισυνταγματική, με συνέπεια να παρίσταται όντως δυσχερής η αντίληψη ότι το εφάπαξ είχε καταβληθεί μειωμένο και συνακόλουθα η πλήρης γνώση της ζημίας των εναγόντων, ενόψει των μαθηματικών υπολογισμών που απαιτούντο. Όπως συνάγεται από τη διατύπωση των αποφάσεων, το γεγονός αυτό έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά την εκφορά της κρίσεώς του: «Το δε Εφετείο δέχθηκε ... ότι, από κανένα στοιχείο από τα τεθέντα υπ’ όψη του δεν προέκυπτε, ούτε δε το αναιρεσείον ισχυρίσθηκε, ότι κοινοποιήθηκαν στους αναιρεσίβλητους οι περί χορηγήσεως του βοηθήματος σχετικές αποφάσεις του ΔΣ του Ταμείου, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο αυτοί έλαβαν γνώση του περιεχομένου των εν λόγω αποφάσεων, δηλ. του τρόπου, με τον οποίο υπολογίσθηκε το εφάπαξ βοήθημα που τους χορηγήθηκε. Με το πραγματικό αυτό η αξίωση των αναιρεσιβλήτων δεν είχε υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 του ΑΚ [24] ». Εξάλλου, σε έτερη απόφαση το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε ότι: «Περαιτέρω δε το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ο χρόνος κατά τον οποίο οι ανωτέρω αναιρεσίβλητοι έλαβαν γνώση της ζημίας τους καθώς και ότι από το γεγονός της εκδόσεως των σχετικών αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, με τις οποίες χορηγήθηκαν τα μειωμένα εφάπαξ βοηθήματα στους αναιρεσιβλήτους αυτούς, δεν μπορούσε να συναχθεί, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, τεκμήριο γνώσεως και μάλιστα των αιτιολογιών των πράξεων αυτών, όπως απαιτούσε ο νόμος [25] ». Συνεπώς, η διαφοροποίηση του πραγματικού των αποφάσεων αυτών συνίσταται προεχόντως στην έκδοση ρητών διοικητικών πράξεων, η οποία καθιστούσε εφικτή την γνώση αυτών και των αιτιολογιών τους από τον διοικούμενο, αντιθέτως προς την παράνομη σιωπηρή διακοπή χορηγήσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 63 του Ν 1892/1990 παροχής από τα αρμόδια όργανα του ΟΓΑ.

Κατά μία τρίτη άποψη, εναρκτήριο σημείο της παραγραφής του άρθρου 937 ΑΚ είναι ο χρόνος δημοσιεύσεως της 1095/2001 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας [26] , «με την οποία για πρώτη φορά κρίθηκε από το ανώτατο δικαστήριο η συνταγματικότητα των επίμαχων διατάξεων, και κατά τον οποίο οι ενάγουσες είχαν τη δυνατότητα να λάβουν γνώση της παρανομίας των πράξεων των αρμόδιων οργάνων του ΟΓΑ, της ζημίας που προκλήθηκε από τις πράξεις αυτές και να επιδιώξουν δικαστικά την ικανοποίηση της αξίωσής τους με την έγερση αγωγής» [27] . Συναφώς, όμως, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για την καταβολή του προβλεπόμενου στο Ν 103/1975 εφάπαξ βοηθήματος σε πρώην υπαλλήλους του ΙΚΑ, απορρίφθηκε τόσο ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι οι σχετικές απαιτήσεις τους γεννήθηκαν οριστικά και ήταν δικαστικώς επιδιώξιμες μετά τη μεταβολή της νομολογίας του ΣτΕ ως προς τη νομιμότητα της επιβολής ανώτατου ορίου στο εφάπαξ του Ν 103/1975, όπως έγινε με την έκδοση της 548/1999 αποφάσεως της Ολομέλειας, όσο και ο ισχυρισμός ότι έλαβαν πλήρη γνώση της αξιώσεώς τους μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής, καθόσον «η απαίτηση των (εναγόντων) ήταν εξυπαρχής, δηλαδή κατά τον χρόνο εκδόσεως των αποφάσεων του Διευθυντή του ΙΚΑ περί καθορισμού και απονομής των ένδικων εφάπαξ βοηθημάτων δικαστικώς επιδιώξιμη, ουδόλως δε εξηρτάτο από την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας περί του αμιγώς ανταποδοτικού χαρακτήρα του κεφαλαίου χορήγησης του εφάπαξ βοηθήματός των. Περαιτέρω, στην κρίση αυτή δεν ασκεί επιρροή η εφαρμογή ή μη του άρθρου 937 του Αστικού Κώδικα, δοθέντος ότι το εν λόγω άρθρο 937 αναφέρεται σε αξίωση από αδικοπραξία, πλην με την εκκαλουμένη, ουδόλως εκρίθη ότι οι αιτούντες είχαν ζητήσει την διαφορά του εφάπαξ βοηθήματός τους κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα [28] » και συνεπώς οι αξιώσεις των εναγόντων είχαν ήδη παραγραφεί κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, ενώ η διακύμανση της νομολογίας δεν ασκούσε καμία επιρροή [29] . Σχετική και η 401/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία επί αγωγής αποζημίωσης για αδικοπραξία λόγω παράνομης παράλειψης προαγωγής του ενάγοντος (και ήδη αναιρεσείοντος) έναντι των συναδέλφων του κρίθηκε ότι αυτός έλαβε γνώση της αδικοπραξίας σε βάρος του κατά τον χρόνο έκδοσης των σχετικών αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΤΕ και της εκδήλωσης των πρώτων επιζήμιων γι` αυτόν συνεπειών κάθε μερικότερης παραλείψεως μετά την πάροδο του πρώτου μήνα από την αντίστοιχη παράλειψη, οπότε ήταν καταβλητέα η ζητούμενη διαφορά επιδόματος ευθύνης της θέσης τομεάρχη που κατείχε και της θέσης Υποδιευθυντή που θα καταλάμβανε από τότε, αν δεν παραλειπόταν. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι πληροφορήθηκε τα προσόντα των προαχθέντων συναδέλφων του για πρώτη φορά με καθυστέρηση 4 ετών και 7 μηνών από την πρώτη και 2 ετών και 9 μηνών από την τελευταία παράλειψή του, αντίστοιχα, μέσω του συνδικαλιστικού του σωματείου και ότι μέχρι τότε δεν μπορούσε να γνωρίζει αν υπερείχε καταφανώς από εκείνους και -ως εκ τούτου- δεν μπορούσε να γνωρίζει αν οι παραλείψεις του ήταν καταχρηστικές (παράνομες), ώστε να ασκήσει ενωρίτερα τις αγωγικές αξιώσεις του, απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι «ο ισχυρισμός αυτός, ανεξάρτητα από την προφανή αντίθεσή του στα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν ασκεί έννομη επιρροή στο επίμαχο ζήτημα της παραγραφής των αγωγικών αξιώσεων, καθόσον αναφέρεται σε περιστατικά αξιολογήσεως του παράνομου χαρακτήρα της ζημιογόνου πράξεως (παράλειψης) του αδικοπρακτούντος, η γνώση του οποίου (παράνομου χαρακτήρα) δεν τάσσεται από τον νόμο ως στοιχείο αφετηρίασης της βραχύχρονης παραγραφής του άρθρου 937 ΑΚ».

Από όσα παρατέθηκαν θα μπορούσαν να συναχθούν δύο συμπεράσματα. Κατά πρώτον, η προστασία που παρέχεται διά του ενδίκου βοηθήματος της αιτήσεως ακυρώσεως σε σύγκριση με την αγωγή αποζημιώσεως κατ’ άρθρο 105 και 106 ΕισΝΑΚ, παρίσταται πληρέστερη, καθόσον, με βάση την προπαρατεθείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας [30] , με την οποία γίνεται δεκτή αίτηση ακυρώσεως κατά ρητής ή σιωπηρής απορρίψεως από το αρμόδιο όργανο του ΟΓΑ αιτήματος για ανάκληση της σιωπηρής διακοπής του πολυτεκνικού επιδόματος και επαναχορήγησή του από τη διακοπή του, καθίσταται σαφές ότι η υποβολή του ανωτέρου αιτήματος από τη δικαιούχο μετά τη δημοσίευση της 1095/2001 αποφάσεως του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου και η εν συνεχεία άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της απόρριψής του έχει ως αποτέλεσμα να μην απωλεσθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 63 του

Ν 1892/1990 παροχή, εν αντιθέσει με την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως για τη ζημία που οφείλεται στην παράνομη διακοπή της χορηγήσεώς του, η οποία επάγεται, διαμέσου της παραγραφής, τη μερική απώλεια της αξιώσεως για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα. Κατά δεύτερον, η τελευταία αυτή απώλεια, που μπορεί να αφορά χρονικό διάστημα λίγων μηνών ή και ετών, διαφοροποιείται, αναλόγως της εκάστοτε υιοθετούμενης άποψης από τα δικαστήρια της ουσίας, με αποτέλεσμα, πέραν τυχόν θεμάτων ανισότητας περί την ερμηνεία και εφαρμογή των αυτών διατάξεων επί ομοίων περιπτώσεων, προεχόντως να μην προάγεται η ασφάλεια δικαίου. Συνεπώς, και λαμβάνοντας υπόψη την περιορισμένη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του ζητήματος που αναπτύχθηκε, εκτιμάται, ενόψει και της αποστολής του Συμβουλίου της Επικρατείας, συνισταμένης στον έλεγχο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και στην ενότητα της νομολογίας (πρβλ. ΣτΕ 796/2006), ότι θα ήταν σκόπιμη η εισαγωγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή της νομοθετικής ρύθμισης του άρθρου 1 του Ν 3900/2010, του σχετικού ενδίκου βοηθήματος (αγωγής αποζημιώσεως) από τα δικαστήρια της ουσίας.

________________________________________

[ 1 ]. Στο παρόν χάριν ευκολίας γίνεται λόγος για πολύτεκνη μητέρα ή δικαιούχο, παρότι ήδη με την απόφαση 1213/2007 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην οποία παραπέμφθηκε με την απόφαση 2167/2006 του Α΄ Τμήματος το θέμα της αντισυνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 63 παρ. 6 του Ν 1892/1990, καθ΄ ο μέρος με αυτήν δεν προβλεπόταν ότι σε περίπτωση θανάτου της δικαιούχου της ισόβιας σύνταξης μητέρας, τη σύνταξη δύναται να λάβει ο επιζών σύζυγός της, ο οποίος είχε την μετά τον θάνατο ευθύνη διατροφής των τέκνων, κρίθηκε ότι η ισόβια σύνταξη θα πρέπει να καταβάλλεται και στον επιζώντα σύζυγο (πατέρα), σε περίπτωση θανάτου της συζύγου του (ομοίως και οι ΣτΕ 3712/2009, 605, 983/2010) .

[ 2 ]. ΣτΕ 2011/2006, 2016/2007, 1366, 2995/2009.

[ 3 ]. ΣτΕ 403, 743, 998, 1397/2010, 1366, 2995/2009 κ.ά.

[ 4 ]. ΣτΕ 2854/2002, 3938/2001, ΔΕφΑθ 245/2009 και 121/2009, σκ. 4.

[ 5 ]. Συνεπώς, πρόκειται για αναστολή της παροχής σε περίπτωση παράλειψης υποβολής από τη δικαιούχο του εκκαθαριστικού της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή της υπεύθυνης δήλωσης του

Ν 1599/1986, ενώ για διακοπή της σε περίπτωση υποβολής των ως άνω δικαιολογητικών και διαπίστωσης της υπέρβασης του εισοδηματικού κριτηρίου.

[ 6 ]. Εάν τυχόν εκδιδόταν τέτοια πράξη, πιθανότατα θα χαρακτηριζόταν ως «διαπιστωτική διοικητική πράξη», έχουσα ως αντικείμενο την βεβαίωση της «αυτοδίκαιης» επέλευσης των έννομων συνεπειών που προβλέπεται νομοθετικά (για τον ορισμό βλ. Χ. Μουκίου, Η «σιωπή» της Διοίκησης, σελ. 839, υποσ. 326 και τις εκεί παραπομπές. Για την δικαστική προστασία στην περίπτωση παράλειψης έκδοσης τέτοιας πράξεως, βλ. στην ίδια, σελ. 841 επ.

[ 7 ]. Για το θέμα των σιωπηρών (θετικών και αρνητικών) διοικητικών πράξεων ενδεικτικά βλ. Ε. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, σελ. 504 επ., Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, σελ. 322 επ., Ν. Χατζητζανή (πράξη αρνητικού περιεχομένου – αυτεπάγγελτη δυσμενής ρύθμιση), Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σελ. 445, και πιο αναλυτικά Χ. Μουκίου, ό.π., σελ. 272 επ., 334 επ., 567 επ., όπου και για την «γνώση» εκ μέρους του διοικούμενου ως προϋπόθεση για την ικανοποίηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας.

[ 8 ]. ΣτΕ Ολ 1175/2008, ΣτΕ 171, 3414/2009, 2738, 2564/2008.

[ 9 ]. 1175/2008 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το ζήτημα του εκτελεστού χαρακτήρα της, ρητής ή σιωπηρής, πράξεως του αρμοδίου οργάνου του ΟΓΑ, με την οποία απορρίφθηκε το προδιαληφθέν αίτημα πολύτεκνης μητέρας, είχε παραπεμφθεί στην Ολομέλεια, κατόπιν της 1627/2006 αποφάσεως του Α Τμήματος, με την οποία κρίθηκε ότι η απορριπτική πράξη συνιστούσε έγγραφο πληροφοριακού χαρακτήρα, στερούμενο, συνεπώς, εκτελεστότητας, και της 2923/2006 του ίδιου Τμήματος, που έκρινε το αντίθετο. Με την απόφαση της Ολομέλειας διευκρινίστηκε ότι η ρητή απορριπτική πράξη του Προϊσταμένου του ΟΓΑ, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της ασκήσεως προσφυγής της δικαιούχου κατά της σιωπηρής απόρριψης του αιτήματός της με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή του, συνιστά συμπροσβαλλόμενη και μόνη εκτελεστώς προσβαλλόμενη πράξη. Βλ. και Χ. Μουκίου, ό.π., για την παράλειψη ανάκλησης ατομικής πράξης ως συναγόμενη άρνηση, σελ. 809.

[ 10 ]. Πρβλ. ΣτΕ 1933/2005.

[ 11 ]. ΣτΕ 2738/2008 (με σχόλιο Α. Πετρόγλου στην ΕΔΚΑ, 49.2009) και 3414/2009, σκ. 6: «Καθ΄ ερμηνεία δε της αίτησής της αυτής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αιτούσα θεώρησε ότι, ενόψει της πιο πάνω απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο ΟΓΑ παρανόμως είχε διακόψει την καταβολή της ισόβιας σύνταξης σ’ αυτή και ζήτησε την ανάκληση της παράνομης αυτής πράξεως του ΟΓΑ, δηλαδή της σιωπηρής διακοπής της ισόβιας σύνταξης, ως και την επαναχορήγηση αυτής από τότε που είχε διακοπεί».

[ 12 ]. Για τον προβληματισμό της υπαγωγής των σιωπηρών διοικητικών πράξεων στους κανόνες ανακλήσεως των ρητών πράξεων, βλ. αναλυτικά Χ. Μουκίου, ό.π., σελ. 474 επ.

[ 13 ]. ΣτΕ 1740/2007.

[ 14 ]. Όπως παρατηρεί η Χ. Μουκίου, ό.π., σελ. 589, «το τεκμήριο επιμέλειας, σε συνδυασμό με τις κατά περίπτωση ειδικές συνθήκες, είτε μεγιστοποιείται, εάν αυτές δικαιολογούν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του, ή αντίθετα ελαχιστοποιείται, εάν δεν πρόκειται για υπόθεση άμεσου ενδιαφέροντος».

[ 15 ]. Για την περίληψη από το Δελτίο Νομολογιακής και Βιβλιογραφικής Ενημερώσεως του ΣτΕ της ανωτέρω απόφασης και για τη συγκέντρωση της νομολογίας που παρατίθεται, θα ήθελα να απευθύνω θερμές ευχαριστίες σε όλους τους συναδέλφους για την πολύτιμη συνδρομή τους.

[ 16 ]. ΔΕφΑθ 230, 670/2009, 2403, 2451/2007, 3815/2007, ΔΠΑθ 5042/2009, 7716/2008, 3250, 5521/2007, ΔΠΘεσ 748/2009, ΔΠΛαρ 985/2010.

[ 17 ]. ΔΠρΠάτρας 688/08.

[ 18 ]. ΔΕφΘεσ 1917/2006, ΔΕφΑθ 3241/2005, 2088/2007, ΔΠΛαρ 1081, 1025/2010, ΔΠΘεσ 727/2009, ΔΠΑθ 17871/2008, ΔΠΚερ 266/2008, ΔΠΡοδ 12/2005.

[ 19 ]. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του 937 ΑΚ αξίωση ασφαλισμένης κατά της παράνομης παράλειψης των οργάνων του ταμείου να αναπροσαρμόσουν τη σύνταξη του αποβιώσαντος συζύγου της.

[ 20 ]. ΔΠρΘεσ 714/2009, 2383/2008.

[ 21 ]. Με την απόφαση αυτή εξαφανίστηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου, δυνάμει της οποίας είχε απορριφθεί ως εκπρόθεσμη προσφυγή κατά πράξεως του Διοικητικού Συμβουλίου ασφαλιστικού ταμείου για τον περιορισμό το ποσού του εφάπαξ βοηθήματος που έλαβε ο ασφαλισμένος. Η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης ήταν ότι από την πάροδο επτά μηνών από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως και την είσπραξη εκ μέρους του ασφαλισμένου του μειωμένου εφάπαξ βοηθήματος συνάγεται, ενόψει του κατά τεκμήριο εύλογου ενδιαφέροντός του, πλήρης γνώση της προσβαλλόμενης πράξεως, η οποία κρίθηκε εσφαλμένη κατά παραδοχή σχετικού λόγου της αναιρέσεως.

[ 22 ]. ΔΕφΑθ 2324/2008, 3721/2007, 1694/2006, ΔΕφΠειρ 1366/2010, ΔΠρΑθ 4383/2010, ΔΠρΛαρ 1177/2010, ΔΠρΘεσ 1194/2009.

[ 23 ]. ΣτΕ 88, 1144, 3761/2005, 1304/2004, 990/2002, 2866/2002, 897, 910/2001 κ.ά., ΔΕφΑθ 1094/2007.

[ 24 ]. ΣτΕ 1144/2005.

[ 25 ]. ΣτΕ 1304/2005.

[ 26 ]. 20.3.2001.

[ 27 ]. ΔΕφΑθ 3524/2007, ΔΠρΑθ 10830/2008, 1617/2008, 49, 4748, 6804, 6930/2007, ΔΠρΛαρ 157/2008.

[ 28 ]. Εφαρμοστέα στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίθηκε η διάταξη του άρθρου 40 παρ. 6 του ΑΝ 1846/1951.

[ 29 ]. ΣτΕ 1327/2009. Με την ίδια αιτιολογία είχε δεχθεί η 2403/2007 απόφαση του ΔΕφΑθ (εισηγήτρια η Α. Λαϊνιώτη) ως βάσιμο σχετικό λόγο έφεσης του ΟΓΑ κατά της 1902/2006 απόφασης του ΔΠρΑθ, η οποία ως προς την έναρξη της παραγραφής είχε υιοθετήσει την τρίτη κατά σειρά εκτιθέμενη άποψη (το χρονικό σημείο δημοσίευσης της ΣτΕ 1095/2001).

[ 30 ]. Βλ. υποσημείωση 7.

Εκτύπωση

Χάρτης

Που θα μας βρείτε

Σόλωνος και Σίνα 26, Αθήνα,

στο νεοκλασσικό κτίριο

έναντι της Νομικής Σχολής. 

Τηλ. 210- 3800702-703, 3627-332

Καθημερινά 11π.μ έως 9.30 μ.μ ,

πλην Σαββάτου και Κυριακής.


Copyright © 2015  avalon

istanbul escort taksim escort istanbul escort kartal escort pendik escort tuzla escort