Γ.Η. ΚΡΙΠΠΑΣ,ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ Η «CONTRA LEGEM» ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ, ΟΤΑΝ Ο ΝΟΜΟΘΕΤΗΣ ΘΕΣΠΙΖΕΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΛΟΓΙΚΩΣ ΑΝΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ,ΕΔΔΔ 2011, σ.847
ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ Η «CONTRA LEGEM»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ, ΟΤΑΝ Ο ΝΟΜΟΘΕΤΗΣ
ΘΕΣΠΙΖΕΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΛΟΓΙΚΩΣ ΑΝΑΚΟΛΟΥΘΕΣ
(εξ αφορμής του άρθρου 46 παρ. 3 και 4 του ν. 3905/10)
Γ.Η. ΚΡΙΠΠΑΣ
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου
1. Ως διδάσκεται γενικώς, μεταξύ των μεθόδων ερμηνείας του νόμου περιλαμβάνεται και η λεγομένη «contra legem» ερμηνεία. Η contra legem ερμηνεία ακολουθείται βεβαίως σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, ειδικώτερον δε όταν ο νομοθέτης θεσπίζει διατάξεις εντελώς εκτός λογικής ακολουθίας και λογικής συνεπείας. Και τούτο διότι ο εφαρμοστής του Δικαίου θα κληθεί κάποτε να εφαρμόσει μίαν τοιαύτην διάταξη και βεβαίως η πράξη που θα εκδώσει δεν πρέπει και αυτή να είναι λογικώς ανακόλουθη, διότι τότε θα καταλήγαμε σε πλήρη νομική αβεβαιότητα και η ιδέα του Δικαίου (ως μέσου ρυθμίσεως της κοινωνικής συμπεριφοράς) θα κατέρρεε.
Ως γνωστόν περί της εννοίας και της εκτάσεως εφαρμογής της contra legem ερμηνείας του νόμου (ή της «διορθωτικής ερμηνείας του νόμου» κατ’ άλλους συγγραφείς) έχει αναπτυχθεί εκτενής θεωρία, η οποία λόγω ελλείψεως χώρου δεν είναι δυνατόν, να παρατεθεί εν συνόλω εις την παρούσα μελέτη. Αρκούμεθα επομένως σε παράθεση των κυριωτέρων απόψεων που έχουν διατυπωθεί. Ο πολύς Karl Engisch, εις το πασίγνωστο και κλασσικό έργο του «Einführung in das juristische Denken», (7η έκδοση, 1977 σελ. 177 επ.) αναφέ¬ρεται διά μακρών εις το παρόν θέμα διατυπώνων απόψεις κατά πάντα βάσιμες, αποδεκτές και ητιολογημένες. Επιλέγουμε τις εξής απόψεις του εν πάσει δυνατή συντομία: α) Όπως η αναλογική ή η διασταλτική ερμηνεία ενός νόμου βαίνει ενίοτε αντιθέτως προς την γραμματικήν διατύπωση μίας διατάξεως, δεν είναι δυνατόν να αποκλείσουμε την δυνατότητα αυτήν από την contra legem ερμηνεία, διότι άλλως θα είμεθα ανακόλουθοι. β) Μία διάταξη νόμου πιθανον, να παρουσιάζει ουσιώδη λογικά κενά. Αν αυτά μπορούν, να συμπληρωθούν μόνον με την contra legem ερμηνεία, η τελευταία αυτή πρέπει, να ακολουθηθεί, ιδία όταν τα εν λόγω κενά αντιτίθενται εις την έννομο τάξη. γ) Είναι πιθανόν μία διάταξη νόμου να παρουσιάζει λογικά κενά ή λογική ανακολουθία. Αν χρησιμοποιούσαμε την τελεολογική μέθοδο ερμηνείας, θα καταλήγαμε εις το άτοπο, ότι αυτή ήταν η βούληση του νομοθέτου. Όμως δεν μπορούμε να δεχθούμε σε καμμία περίπτωση, ότι ο νομοθέτης ανοηταίνει. Επομένως θα προβούμε κατ’ ανάγκην και εις την διόρθωση της βουλήσεως του νομοθέτου. δ) Διά τους ιδίους λόγους θα προσφύγουμε εις την contra legem ερμηνεία, όταν ο νόμος είναι αντίθετος προς την έννοιαν της δικαιοσύνης, των χρηστών ηθών ή του φυσικού δικαίου. ε) Ενίοτε η έννοια του νόμου δεν είναι αυτή που φαίνεται, αλλά αυτή που ενυπάρχει (εντός του). Και επειδή εις την παρούσα μελέτη θα αναφερθούμε εις την πνευματικήν ιδιοκτησία, επισημαίνουμε, ότι ο Engisch αναφέρει το εξής παράδειγμα contra legem ερμηνείας που εφήρμοσαν παλαιό-τερα τα γερμανικά δικαστήρια και τελικώς συνεμορφώθη και ο νομοθέτης. Παλαιότερα πριν εφευρεθούν τα μαγνητόφωνα, ο νόμος περί πνευματικής ιδι-ο¬κτησίας απηγόρευε την εγγραφή σε υλικό φορέα παντός έργου έστω και αν προοριζόταν δι’ ατομική χρήση και όχι διά εμπορία ή διανομή. Όταν άρχισαν να διατίθενται εις την αγορά τα πρώτα μαγνητόφωνα, όποιος διέθετε μία τέ-τοια συσκευή, μπορούσε να εγγράφει σε ταινία π.χ. ένα τραγούδι, διά να το ακούει ο ίδιος, όποτε επιθυμούσε. Αυτό από τον νόμο απαγορευόταν. Όμως τα δικαστήρια καίτοι η διάταξη του νόμου ήταν ρητή και συγκεκριμένη, προέβησαν εις contra legem ερμηνεία της αντιστοίχου διατάξεως, δεχθέντα, ότι απαγόρευση εγγραφής ενός έργου σε μαγνητοταινία αφορά μόνο την περίπτωση, που οι μαγνητοταινίες με τα εγγραφέντα έργα προορίζοντο δι’ εμπορία ή διανομή και όχι διά ιδιωτική χρήση. Μεταγενεστέρως συνεμορφώθη και ο νομοθέτης και εθέσπισε το άρθρο 53 του γερμανικού νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας, το οποίο επιτρέπει την εγγραφή σε φορέα ήχου ή εικόνος χωρίς την άδεια τους δημιουργού, εφ’ όσον προορίζεται διά ιδιωτική αποκλειστικώς χρή¬ση (το ίδιο προβλέπει και το άρθρον 18 παρ. 1 του ελληνικού νόμου περί πνευ¬ματικής ιδιοκτησίας 2121/1993). Τα ίδια αναφέρει και ο Schicker (Urheberrecht-Kommentar, 1987 σελ. 705 επ.), ο οποίος παραθέτει και την προϊστορία της εν λόγω διατάξεως. Βλέπουμε λοιπόν, ότι ο Engisch αναπτύσσει εν εκτάσει την έννοιαν, την φύση και την αιτιολογία της contra legem ερμηνείας του νόμου. Τα ίδια δέχονται και άλλοι γνωστοί συγγραφείς ημεδαποί και αλλοδαποί, όπως π.χ. οι Lehman-Hübner (Allgemeine Teil des Bürgerlichen Gesetzbuches, 16η έκδοση), οι οποίοι (σελ. 216) ομιλούν επίσης και περί ερμηνείας του νόμου διορθωτικής, συμπληρωματικής, διευκρινιστικής, αποσαφηνιστικής. Ομοίως οι Mayer-Maly (Rechtswissenschaft, 3η εκδ. 1985 σελ. 62) ομιλούν πε¬ρί ερμηνείας του νόμου «σύμφωνης προς την λογική» και «διορθωτικής» πάσης αντινομίας, προσθέτοντες ότι αυτό επιβάλλεται εκ του Συντάγματος. Ο ε-πίσης γνωστός εις την Ελλάδα Γερμανός θεωρητικός του Αστικού Δικαίου Pa¬landt εις το κλασσικό έργο του «Bürgerliches Gesetzbuch» (53η έκδοση, 1994), αναφέρεται (σελ. 107) εις τους ενυπάρχοντες εις ορισμένες διατάξεις νόμων «κανόνες ασαφείας» (Unklarheitsregel), ή «κενά ρυθμίσεων» (Rege-lungslü¬cke) και προτείνει την «διορθωτικήν ερμηνείαν αυτών» (σελ. 150), είτε τα προβλήματα αυτά ανέκυψαν εξ αρχής από της θέσεως δηλ. εν ισχύϊ του νόμου είτε μεταγενεστέρως. Οι επίσης γνωστοί υπομνηματισταί Jawering, Schlechtriem, Stürner, Teichmann και Vollkommer εις το κλασσικό έργο τους «Bürgerliches Gesetzbuch» (6η εκδ. 1991) αναφέρουν (σελ. 106 και 165-166), ότι απαντώνται ενίοτε τους νόμους και διατάξεις ανήθικες (sittenwidrig), οι οποίες πρέπει, να ερμηνευθούν «διορθωτικώς», ασχέτως εάν ο νομοθέτης τις διετύπωσε ηθελημένως ή αθελήτως και ασχέτως εάν ο τοιούτος νομικός παραλογισμός ανέκυψε αρχικώς ή μεταγενεστέρως. Οι ίδιοι συγγραφείς (σελ. 55) αναφέρουν, ότι εις έναν νόμον ουδόλως αποκλείεται, να διαπιστωθεί ενίοτε βούληση του νομοθέτου εικονική, παραπλανητική ή να διαπιστωθεί, ότι η βούληση του νομοθέτου ελλείπει παντελώς, οπότε ο ερμηνευτής/εφαρμοστής του νόμου πρέπει, να συμπληρώσει το τοιούτο κενό.
Ο Diederischen (Der Allgemeiner Teil des BGB, 4η εκδ. 1980) αναφερό-μενος εις την congtra legem ερμηνεία του νόμου (σελ. 99) την αποκαλεί «lex contractus» και προτείνει την εφαρμογήν της επί πάσης διατάξεως αντιφατι-κής. Ο Zerres (Bürgerliches Recht, 2α εκδ. 1996) επί του παρόντος προβλήμα-τος προτείνει όχι μόνον την διορθωτικήν ερμηνείαν αλλά και την συμπληρω-ματικήν ερμηνεία (σελ. 35).
Εκ των Γάλλων θεωρητικών επισημαίνουμε τον Alex Weil (Droit Civil, 2α εκδ. 1970 σελ. 159 επ.) και τον Dupont Delestrant (Droit Civil, 6η εκδ. 1979 σελ. 10 επ.), οι οποίοι δέχονται περίπου τα ίδια. Εξ αυτών ο πρώτος αναφέρει, ότι προβαίνουμε σε contra legem ή σε διορθωτική ερμηνεία του νόμου και όταν ο νομοθέτης κάνει λάθος (πράγμα ανθρώπινο βεβαίως) ή όταν ο νομοθέτης δεν εγνώριζε τι εψήφισε (δεν μας εξηγεί πάντως, πως συμβαίνει στην Γαλλία η Βουλή, να μην γνωρίζει τι ψηφίζει!!!). Τέλος εκ των ημετέρων παραπέμπουμε αντί άλλων κατ’ αρχήν εις το κλασσικό έργο του Μπαλή «Γενικαί Αρχαί Αστικού Δικαίου», (5η εκδ.), ο οποίος εις την σελ. 20 αναφέρεται εις την ανάγκην της contra legem ερμηνείας του νόμου, ειδικώς όταν ο νόμος άγει εις άτοπα και παράλογα συμπεράσματα και δεν συμβιβάζεται προς την λογική του Δικαίου, ουδέ αποδίδει «λογισμόν σώφρονος νομοθέτου». Επίσης παραπέμπουμε στον Σπυριδάκη (Βασικοί θεσμοί του Ιδιωτικού Δικαίου, τευχ. Α΄ 1981 σελ. 35), όπου ομιλεί περί «διορθωτικής ερμηνείας» του νόμου.
2. Αφορμή συντάξεως της παρούσης μελέτης μου έδωσε μία διάταξη πρόσφατη, η οποία πράγματι στερείται εντελώς λογικής ακολουθίας. Πριν παραθέσουμε το κείμενο της εν λόγω διατάξεως πρέπει, να διευκρινίσουμε, ότι ο νόμος περί πνευματικής ιδιοκτησίας (ν. 2121/1993 ως ετροποποιήθη) προβλέπει εκτός από το –εις όλους γνωστό– δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας (του οποίοι δικαιούχοι είναι οι πνευματικοί δημιουργοί) και το λεγόμενο «συγγενικό δικαίωμα». Δικαιούχοι του συγγενικού δικαιώματος είναι όχι οι δημιουργοί των πνευματικών ή καλλιτεχνικών έργων αλλά οι εκτελεσταί αυτών, π.χ. επί εκτελέσεως μουσικού έργου εκτελεστής είναι ο τραγουδιστής ή/και τα μέλη της ορχήστρας, επί εκτελέσεως θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου εκτελεστής είναι ο ηθοποιός (ή οι ηθοποιοί), επί εκτελέσεως χορευτικού έργου εκτελεστής είναι ο χορευτής (ή οι χορευταί) κ.ο.κ. Βεβαίως πνευματικά δικαιώματα προβλέπονται για όλα τα πνευματικά ή καλλιτεχνικά έργα (διότι δι’ όλα υπάρχει ο δημιουργός τους), ενώ συγγενικά δικαιώματα δεν προβλέπονται δι’ όλα τα έργα, αλλά μόνον δι’ όσα «εκτελούνται», π.χ. ένας ζωγραφικός πίνακας δεν «εκτελείται» ούτε ένα έργο γλυπτικής, ούτε ένα μυθιστόρημα ή ένα διήγημα κ.ο.κ.
Βεβαίως τα συγγενικά δικαιώματα δεν ταυτίζονται προς τα πνευματικά αλλά είναι υποδεέστερα αυτών. Έτσι π.χ. ο νόμος περί πνευματικής ιδιοκτησίας προβλέπει ποινική δίωξη επί κλοπή «πνευματικής» ιδιοκτησίας, όχι όμως και επί παραβιάσει των συγγενικών δικαιωμάτων. Επίσης το άρθρον 1 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης της 26.10.1961 περί συγγενικών δικαιωμάτων (που εκυρώθη υπό της Ελλάδος διά του Ν. 2054/92) αναφέρει, ότι η σύμβαση αυτή δεν θίγει κατά τίποτε την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων. Υπό δε σωρείας αποφάσεων και των ευρωπαϊκών δικαστηρίων και του Αρείου Πάγου έχει κριθεί, ότι αποτελεί ατομικόν δικαίωμα και προστατεύεται αναλόγως μόνον η πνευματική ιδιοκτησία και όχι τα συγγενικά δικαιώματα (ΑΠ 6/2007 ΝοΒ 2007 σελ. 1613 επ., ΑΠ 40/98 ΕΕμπΔικ 1999 σελ. 28 επ., ΑΠ 1125/2006 ΝοΒ 2007 σελ. 871 επ. Επίσης Ευρωπ. Δικ. Ανθρ. Δικ. αποφάσεις α) της 29.4.2008 υποθ. Balan κατά Μολδαυΐας προσφυγή Νο 19247/03, Επιθ. Δημ. και Διοικ. Δικ. 2010 σελ. 264 επ., β) της 11.1.2007 υποθ. Anheuser-Busch Inc κατά Πορτογαλίας, προσφ. Νο 73049/01. Επίσης Δικ/ρίου Ευρωπ. Ενώσεως αποφ. της 29.1.2008 υποθ. C-275/96 Promusicae κατά SAU ΕπιθΕμπΔικ. 2009 σελ. 152 επ. Ομοίως Γεν. Δικ/ρίου Ευρωπ. Ενώσεως, αποφ. της 16.12.2010, υποθ. T-19/07 Systran κατά Επιτροπής).
3. Ως γνωστόν και οι δικαιούχοι πνευματικών και οι δικαιούχου συγγενικών δικαιωμάτων αναθέτουν την είσπραξη και διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους σε οργανισμούς συλλογικής διαχειρίσεως. Ο νόμος δε περί πνευματικής ιδιοκτησίας 2121/1993 εις το άρθρον 55 παρ. 2 αναφέρει, ότι οι εν λόγω οργανισμοί οσάκις διεκδικούν την καταβολή των δικαιωμάτων των μελών τους δικαστικώς, τεκμαίρεται, ότι εκπροσωπούν όσους δημιουργούς δηλώσουν, ότι εκπροσωπούν. Όμως επειδή δεν μπορεί, να αποκλεισθεί περίπτωση απάτης ή ψευδούς δηλώσεως εκ μέρους των εν λόγω οργανισμών, η παρ. 4 της ιδίας ως άνω διατάξεως αναφέρει, ότι το τεκμήριο εκπροσωπήσεως που αναφέρει η παρ. 2, είναι μαχητό και φυσικά πας εναγόμενος δικαιούται, να το αμφισβητήσει. Και αυτό είναι πολύ λογικό και φυσικά θα ήταν παράλογο ο νόμος να εθέσπιζε τεκμήριο αμάχητο υπέρ ιδιωτών, ακόμη και αν οι τελευταίοι εδήλωναν ψευδώς, ότι εκπροσωπούν κάποιους δικαιούχους, ενώ εις την πραγματικότητα δεν τους εκπροσωπούν. Και όμως τοιαύτη (λογικώς ανακόλουθη) διάταξη ήδη εθεσπίσθη προσφάτως υπέρ όμως μόνον των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων και όχι των δικαιούχων πνευματικών δικαιωμάτων. Πρόκειται περί του άρθρου 46 παρ. 3 του ν. 3905/2010, το οποίο έχει ως εξής επί λέξει:
«Εφ’ όσον οργανισμός συλλογικής διαχείρισης που λειτουργεί με έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού ασκεί το δικαίωμα της εύλογης και ε-νιαίας αμοιβής του άρθρου 49 παρ. 1 του παρόντος νόμου, τεκμαίρεται ότι εκ-προσωπεί όλους ανεξαιρέτως τους δικαιούχους ημεδαπούς και αλλοδαπούς και όλα ανεξαιρέτως τα έργα τους».
Η ως άνω διάταξη προσθέτει περαιτέρω, ότι εάν οι εν λόγω οργανισμοί είναι περισσότεροι του ενός, το ως αν τεκμήριο ισχύει εφ’ όσον η διεκδίκηση γίνεται από κοινού εκ μέρους όλων (η μνεία του άρθρου 49 παρ. 1 αφορά αποκλειστικώς τα συγγενικά δικαιώματα και όχι τα πνευματικά).
Όπως δε είπαμε, η ιδία διάταξη εις την παρ. 4 αναφέρει, ότι το υπ’ αυτής προβλεπόμενο τεκμήριο είναι μαχητό και μπορεί ο οποιοσδήποτε να το αμφισβητήσει. Ο νέος όμως νόμος (3905/2010) εις το ίδιο άρθρο του (το 46) προσθέτει 4η παράγραφο αναφέρουσα, ότι διά τους δικαιούχους συγγενικών δικαιωμάτων και μόνον (και όχι διά τους δικαιούχους πνευματικών δικαιωμά-των) τον παρόν τεκμήριο είναι αμάχητο, δηλ. ο εναγόμενος υποχρεούται, να το αποδεχθεί, ακόμη και αν ο αντίστοιχος οργανισμός συγγενικών δικαιωμά-των ψεύδεται εν γνώσει του.
4. Όπως λοιπόν γίνεται ευχερώς αντιληπτόν, η καινούργια διάταξη με το ως άνω περιεχόμενο συνιστά απόλυτη λογική ανακολουθία διά τους εξής ειδικωτέρους λόγους: α) Εάν ένας οργανισμός συγγενικών δικαιωμάτων προκειμένου, να εισπράξει δικαιώματα, που δεν δικαιούται, δηλώσει εν γνώσει του ψευδώς, ότι εκπροσωπεί δικαιούχους που στην πραγματικότητα δεν εκπροσωπεί, μέχρι στιγμής ξέραμε, ότι διαπράττει απάτη τιμωρουμένη ποινικώς υπό του άρθρου 386 του Ποιν. Κώδικος. Με την νέα διάταξη τι θα δεχθούμε; Ότι ο νόμος καθιερώνει την ατιμωρησία της απάτης διά τα συγγενικά δικαιώματα και επί πλέον υποχρεώνει τα δικαστήρια να επιβραβεύουν τον (αποδεδειγμένως και εν γνώσει) απατεώνα και να επιδικάζουν υπέρ αυτού και αποζημίωση; Διότι αυτή προκύπτει, ότι είναι η έννοια του νέου νόμου (δεν φαίνεται, να είναι κάποια άλλη). Ασφαλώς και δεν μπορούμε, να δεχθούμε κάτι τέτοιο, εάν θέλουμε να σκεφθούμε λογικά. Επομένως εδώ δεν υπάρχει άλλη λύση παρά να προχωρήσουμε σε contra legem ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως και να δεχθούμε κατ’ ανάγκην, ότι η παρούσα διάταξη δεν τροποποιεί ουδ’ επ’ ελάχιστον το άρθρον 386 του Ποιν. Κώδικος, δεν θεσπίζει πλήρη ατιμωρησία της παρούσης μορφής της απάτης και δεν υποχρεώνει τα δικαστήρια να επιβραβεύουν τον αποδεδειγμένως (και εν γνώσει του ενεργήσαντα) απατεώνα. Τεκμαίρεται ως εκ τούτου, ότι εφ’ όσον κάποιος οργανισμός συγγενικών δικαιωμάτων δηλώσει, ότι εκπροσωπεί κάποιους δικαιούχους, ο αντίδικος δικαιούται οποτεδήποτε να αμφισβητήσει την δήλωση αυτήν κατά τα ειδικώτερον εις την παρ. 4 άρθρου 55 του ν. 2121/1993 αναφερόμενα, ουδόλως δε αποκλείεται ποινική δίωξη επί απάτη κατά του ψευδώς δηλώσαντος εκπροσώπηση, εφ’ όσον ενήργησε εκ δόλου και φυσικά δεν είναι επιτρεπτόν σε καμμία περίπτωση, το δικαστήριο, να επιδικάσει υπέρ αυτού αποζημίωση επιβραβεύοντάς τον!!!
Εν προκειμένω μάλιστα πρέπει, να επισημανθεί και ένα σημείο λίαν καίριο και κρίσιμο, που ανάγεται εις το θέμα της εκπροσωπήσεως των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων και το οποίο έχει δημιουργήσει σοβαρώτατα προβλήματα, επί των οποίων και τα δικαστήρια έχουν κληθεί να δώσουν λύση (και θέλουμε, να πιστεύουμε ειλικρινώς, ότι η νέα ανακόλουθη και περίεργη διάταξη προωθήθηκε εξ αβλεψίας και όχι προς τον σκοπό να αχρηστεύσει ήδη εκδοθείσες δικαστικές αποφάσεις). Πρόκειται περί του εξής: Το άρθρον 67 παρ. 4 του ν. 2121/1993 αναφέρει, ότι πνευματικά ή συγγενικά δικαιώματα των ξένων έργων εις την Ελλάδα προστατεύονται, μόνον εφ’ όσον η νομοθεσία του αντιστοίχου ξένου κράτους προβλέπει ανάλογη προστασία και για τα ελληνικά έργα ή τις ελληνικές εκτελέσεις. Ως γνωστόν εις τις Η.Π.Α. (και σε κάποιες άλλες χώρες) η νομοθεσία τους δεν προστατεύει τα συγγενικά δικαιώματα. Τούτο σημαίνει βεβαίως, ότι εις την Ελλάδα τα συγγενικά δικαιώματα των αμερικανικών έργων δεν προστατεύονται. Αυτό ακριβώς έχει δεχθεί και η νομολογία (π.χ. Πολ.Πρωτ.Αθ. 5103/2006 ΔιΜΕΕ 2006 σελ. 526 επ., Πολ.Πρωτ.Αθ. 5094/ 2006, Μον.Πρωτ.Πειραιώς 4970/2005 και 4971/2005, Μον.Πρωτ.Αθ. 2313/ 2004, Μον.Πρωτ.Αλεξ/πόλεως 420/2003, Ειρηνοδ.Αθ. 901/2008 ΔιΜΕΕ 2008 σελ. 219 επ.). Αν λοιπόν οι περί ων ο λόγος δηλώσουν, ότι εκ-προσωπούν και Αμερικανούς καλλιτέχνες (ή καλλιτέχνες άλλων χωρών που δεν προστατεύουν τα συγγενικά δικαιώματα) και το τεκμήριο αυτό θεωρηθεί επίσης αμάχητο βάσει της νέας διατάξεως, αντιλαμβάνεται κανείς, εις ποίαν λογικήν ανακολουθία οδηγεί η νέα αυτή διάταξη και διατί η contra legem ερμηνεία της είναι η μόνη σωστή και αποδεκτή εν προκειμένω. Και μάλιστα όχι μόνον λόγω των πραναφερομένων επιχειρημάτων, αλλά και διότι η νέα διάταξη καθίσταται αυταποδείκτως αντισυνταγματική, αφού παραβιάζει την αρχήν της διακρίσεως των εξουσιών (δίδει την εντύπωση, ότι εξεδόθη διά να αχρηστεύσει εκδοθείσες δικαστικές αποφάσεις αποτελούσα ως εκ τούτου ανεπίτρεπτη επέμβαση του νομοθέτου εις την δικαιοσύνη).
Η προαναφερομένη δήλωση του ως άνω οργανισμού, ότι εκπροσωπεί δι-καιούχους συγγενικών δικαιωμάτων (ακόμη και αν δεν ψεύδεται) πρέπει να πληροί και μίαν άλλη προϋπόθεση, ήτοι οι δικαιούχοι να συνδέονται μαζί του διά συμβάσεως αντιπροσωπεύσεως, καθ’ όσον άλλως εκπροσώπηση δεν νοεί-ται (ίδετε άρθρα 211-235 του Αστικού Κώδικος, πρβλ. και Τσιριντάνη, Εντο-λή - Πληρεξουσιότης - Εξουσιοδότησις, εις Τιμητικόν Τόμον Αρείου Πάγου και εν ανατύπω, 1962 σελ. 378 επ.) και φυσικά ούτε και διεκδίκηση καταβολής συγγενικών δικαιωμάτων. Άλλωστε κατά τα άρθρα 229-231 του Αστικού Κώδικος δικαιοπραξία καταρτισθείσα υπό αντιπροσώπου ενεργήσαντος άνευ πληρεξουσιότητος είναι άκυρη. Επομένως εάν δηλώσει ενώπιον δικαστηρίου, ότι εκπροσωπεί δικαιούχους συγγενικών δικαιωμάτων και δεν προσκομίσει (εν περιπτώσει αμφισβητήσεως της δηλώσεώς του) έγκυρες συμβάσεις αντιπροσωπεύσεως, τότε πάλι τυγχάνει υπαίτιος απάτης και υπόκειται εις ποινικήν δίωξη κατ’ άρθρον 386 του Ποιν. Κώδικος. Τυχόν δήλωσή του ότι συνδέεται με τους δικαιούχους διά συμβάσεως αντιπροσωπεύσεως προφορικής και όχι γραπτής δεν μπορεί, να ληφθεί υπ’ όψιν εν όψει του άρθρου 14 του ν. 2121/1993, το οποίο απαιτεί εν προκειμένω σύμβαση γραπτή. Ως γνωστόν δε από τις περί πληρεξουσιότητος και αντιπροσωπείας διατάξεις του Αστικού Κώδικος προβλέπονται δύο είδη αντιπροσωπεύσεως: α) Η «εκουσία» και β) η «νόμιμη» αντιπροσώπευση. Εκουσία είναι η στηριζομένη εις την βούληση του αντιπροσωπευομένου. Νόμιμη είναι η στηριζομένη εις διάταξη νόμου (Μπαλή, Γενικαί Αρχαί Αστικού Δικαίου, 5η εκδ. σελ. 283 και 293). Ως νόμιμη δε θεωρείται η εξουσία του γονέως ή του κηδεμόνος, του εκκαθαριστού κληρονομίας, του συνδίκου πτωχεύσεως ή του επιτρόπου του απηγορευμένου, περί της οποίας δεν πρόκειται εδώ βεβαίως. Εις την υπό ανάπτυξη περίπτωση λοιπόν έχουμε «εκουσία» αντιπροσώπευση και όχι νόμιμη και άρα απαιτείται ανυπερθέτως η βούληση του αντιπροσωπευομένου. Περίπτωση να εθέσπισε εδώ ο νόμος «νόμιμη» αντιπροσώπευση (και να ετροποποίησε εις τοιούτον βάθος τον Αστικό Κώδικα) πρέπει, να αποκλεισθεί, καθ’ όσον νόμιμη αντιπροσώπευση έχουμε, μόνον εάν ο πράγματι αντιπροσωπευόμενος δεν είναι ικανός προς δικαιοπραξία ή είναι περιορισμένης ικανότητος δι’ αυτήν ή εφ’ όσον έχουμε προ οφθαλμών έννομες σχέσεις αντίστοιχες των της εκκαθαρίσεως κληρονομίας ή της πτωχεύσεως, όπου διά τον αμέσως ενδιαφερόμενο συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος αποκλεισμού του από την ιδιότητα του αντιπροσώπου
Εννοείται, ότι εν προκειμένω δεν μπορεί να γίνει επίκληση των περί διοικήσεως αλλοτρίων διατάξεων του Αστικού Κώδικος και να δεχθούμε αναγκαστική αντιπροσώπευση, αφ’ ενός διότι ελλείπει η συναίνεση του αντισυμβαλλομένου/δικαιούχου και αφ’ ετέρου διότι κατ’ άρθρον 733 του Αστικού Κώδικος επί πάσης τοιαύτης περιπτώσεως ο διοικητής αλλοτρίων υποχρεούται, να ενημερώσει αμέσως τον ενδιαφερόμενο/κύριο και όχι να αναμένει μήπως η δήλωσή του περί διοικήσεως αλλοτρίων αμφισβητηθεί ενώπιον δικαστηρίου κ.ο.κ.
Εν όψει των ως άνω προκύπτει, ότι έχουμε προ οφθαλμών μίαν κλασσι-κή περίπτωση διατάξεως νόμου αποτελούσης απόλυτη λογική ανακολουθία και διαπιστώνουμε, ότι εάν η τυχόν ερμηνεία και εφαρμογή της βασιζόταν εις οποιανδήποτε άλλη μέθοδο πλην της contra legem ερμηνείας, θα καταλήγαμε εις έναν πρωτοφανή και εντελώς ακατανόητον νομικόν παραλογισμόν, αφού θα εφθάναμε μέχρι του σημείου επιβραβεύσεως των υπαιτίων απάτης και μά-λιστα διά δικαστικής αποφάσεως, εάν εφαρμόζαμε/ερμηνεύαμε την εν λόγω διάταξη με οποιανδήποτε άλλη μέθοδο ερμηνείας πλην της contra legem ερμηνείας.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πιστεύουμε, ότι ο αρμόδιος Υπουργός θα καταργήσει το συντομώτερο την περίεργη και απαράδεκτη αυτή διάταξη και θα ελέγξει αυστηρώς τους υπηρεσιακούς (ή εξωϋπηρεσιακούς) παράγοντες, που του εισηγήθησαν μία τοιαύτη νομική ρύθμιση απαράδεκτη και καταλυτική πάσης εννοίας δικαίου. Εν τω μεταξύ πρέπει απαραιτήτως να δεχθούμε, ότι η προαναφερομένη νέα διάταξη δεν θεσπίζει διά τα συγγενικά δικαιώματα τεκμήριο εκπροσωπήσεως αμάχητο αλλά μαχητό εις πάσαν περίπτωση, καθ’ όσον η contra legem ερμηνεία της επιμάχου νέας διατάξεως είναι η μόνη αποδεκτή υπό της νομικής επιστήμης, πάσα δε άλλη ερμηνεία είναι απαράδεκτη και επιστημονικώς απορριπτέα. Σε κάθε δε περίπτωση ο εναγόμενος υπό οργανισμού συλλογικής διαχειρίσεως συγγενικών δικαιωμάτων, δικαιούται οποτεδήποτε, να αμφισβητήσει οποιαδήποτε δήλωση εκπροσωπήσεως του εν λόγω οργανισμού, το δε δικαστήριο οφείλει, να αποδεχθεί την τοιαύτην ένστασή του και να διατάξει την προσκόμιση αποδείξεων.
Βεβαίως ερμηνεία contra legem μίας διατάξεως νόμου δεν είναι φαινόμενο συχνό εις την νομική πρακτική, όμως δεν μπορεί, να αποκλεισθεί, ιδία όταν ο νομοθέτης προβαίνει σε θέσπιση διατάξεων ως η ως άνω, η εφαρμογή της οποίας δεν συνεπάγεται μόνον απόλυτη νομική ανακολουθία αλλά επί πλέον και επιβράβευση πιθανής απάτης (και όχι μόνον απλή ατιμωρησία αυτής) και μάλιστα διά δικαστικής αποφάσεως!!!