test
test
Τα Πολιτικά Δικαστήρια είναι τα δικαστήριατα οποία είναι αρμόδια για την επίλυση ιδιωτικών διαφορών, για την εκδίκαση δηλαδή διαφορών μεταξύ ιδιωτών. Το δικαίωμα προσφυγής σε δικαστήριο για την επίλυση μιας ιδιωτικής διαφοράς ή για την ικανοποίηση ενός δικαιώματοςή μιας απαίτησης κατά άλλου ιδιώτη αποτελεί ατομικό δικαίωμακαι αναγκαία συνέπεια της απαγόρευσης της αυτοδικίας, της απαγόρευσης δηλαδή να επιβάλλει κανείς τα δικαιώματά του σε βάρος τρίτων χωρίς τη μεσολάβηση οργάνων της πολιτείας.
Στην Ελλάδατα πολιτικά δικαστήρια συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές. Σε χώρες όμως του αγγλοσαξονικούδικαίου(παλαιότερα στην Αγγλίακαι σήμερα ακόμα στις ΗΠΑ) τα πολιτικά δικαστήρια συγκροτούνται (όπως και τα ποινικά) από ενόρκους, δηλαδή πολίτες που λειτουργούν ως δικαστές. Το αμερικανικό Σύνταγμα κατοχυρώνει μάλιστα στην 7η τροποποίηση(7th Amendment)το δικαίωμα ιδιωτικές διαφορές σε ομοσπονδιακό επίπεδο να εκδικάζονται από δικαστήρια ενόρκων. Στο ελληνικό δίκαιοη αρμοδιότητα των Πολιτικών Δικαστηρίων καθορίζεται κατά κανόνα από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, το ύψος της απαίτησης δηλαδή του ενάγοντος, και σε ορισμένες περιπτώσεις από τη φύση της διαφοράς. Διαφορές μικρότερης αξίας δικάζονται από μονομελή δικαστήρια, ενώ μεγαλύτερης αξίας από πολυμελή. Όλες οι δικαστικές αποφάσεις υπόκεινται κατά κανόνα σε ένδικα μέσα. Οι περισσότερες αποφάσεις εκτός από υποθέσεις πολύ μικρής αξίας υπόκεινται σεέφεσηενώπιον ανωτέρου δικαστηρίου, ενώ όλες ανεξαιρέτως οι αποφάσεις υπόκεινται σε αίτηση αναίρεσηςενώπιον του Αρείου Πάγου. Η διαδικασία που ακολουθείται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων καθορίζεται από την Πολιτική Δικονομία.
Στις ιδιωτικές περιουσιακές υποθέσεις υπάρχει η δυνατότητα εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς με την υπαγωγή της σε διαιτησία. Τα μέρη μπορούν να αναθέσουν την εκδίκαση της υπόθεσης σε κάποιον τρίτο (όχι απαραίτητα τακτικό δικαστή), ο οποίος εκδίδει δεσμευτική για τα μέρη διαιτητική απόφαση. Ακόμα όμως κι αυτές οι αποφάσεις υπόκεινται σε κάποιας μορφής δικαστικό έλεγχο για την τήρηση στοιχειωδών κανόνων δίκαιης δίκης(αμεροληψία του διαιτητή, ακρόαση όλων των μερών κλπ.).
Στην Ελλάδα τα πολιτικά Δικαστήρια είναι:
Το Ειρηνοδικείο είναι το κατώτερο πολιτικό δικαστήριοτης Ελλάδος. Σε γενικές γραμμές, σε αυτό δικάζονται σε πρώτο βαθμό οι ιδιωτικές διαφορές που αφορούν ποσά μέχρι 20.000€. Στο Ειρηνοδικείο εκδικάζονται αστικές διαφορές με όλες τις υπάρχουσες διαδικασίες (ασφαλιστικά μέτρα, τακτική διαδικασία, εκούσια διαδικασία κλπ) καθώς και με τη διαδικασία των μικροδιαφορών. Κατά κανόνα, οι αποφάσεις των Ειρηνοδικείων υπόκεινται σε έφεσηπου εκδικάζεται από το Μονομελές
Ο Ειρηνοδίκηςείναι ο Δικαστής που εκδικάζει τις υποθέσεις στα Ειρηνοδικεία, και έχει τον κατώτερο βαθμό δικαστού. Ο Ειρηνοδίκης εκδικάζει και τις ποινικές υποθέσεις του πταισματοδικείου, καθόσον ο πταισματοδίκης είναι στην ουσία ο Ειρηνοδίκης όταν δικάζει υποθέσεις αρμοδιότητας πταισματοδικείου. Επίσης, μερικές φορές, ο Ειρηνοδίκης μπορεί να συμπληρώσει και τη σύνθεση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, όταν κωλύονται ή δεν υπάρχουν άλλοι πλημμελειοδίκεςδικαστές.
Το Πρωτοδικείο είναι το βασικό πρωτοβάθμιο πολιτικό δικαστήριοτης Ελλάδος. Σε γενικές γραμμές, σε αυτό δικάζονται σε πρώτο βαθμό οι ιδιωτικές διαφορές που αφορούν ποσά άνω των 20.000€. Το Πρωτοδικείο διακρίνεται σε Μονομελές Πρωτοδικείο όπου δικάζει ένας πρωτοδίκης δικαστής, και σε Πολυμελές Πρωτοδικείο όπου δικάζουν τρεις δικαστές, ένας Πρόεδρος Πρωτοδικών και δύο πρωτοδίκες. Όλες οι αποφάσεις των Πρωτοδικείων υπόκεινται σε έφεσηπου εκδικάζεται από το Εφετείο, εκτός των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, οι οποίες είναι ανέκκλητες, δηλαδή δεν υπόκεινται σε έφεση.
Ο Πρωτοδίκηςείναι ο Δικαστής που εκδικάζει τις υποθέσεις στα Πρωτοδικεία. Πρόκειται για νέους Δικαστές, οι οποίοι έχουν αποφοιτήσει από την Εθνική Σχολή Δικαστών. Ο Πρωτοδίκης εκδικάζει και τις ποινικές υποθέσεις του Μονομελούς Πλημμελειοδικείουκαι συμμετέχει και στις συνθέσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείουκαι του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου. Τα Πρωτοδικεία των Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά Διευθύνονται από Τριμελή Συμβούλια Διοίκησης, που εκλέγονται με κλήρωση μεταξύ των αρχαιότερων Δικαστών. Στα Πρωτοδικεία προΐσταται ο Πρόεδρος Πρωτοδικών που κατά κανόνα, ιδίως στα μικρά περιφερειακά Πρωτοδικεία, δικάζει τις υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων και Προεδρεύει στις υποθέσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Σε περίπτωση κωλύματος του Προέδρου Πρωτοδικών, των αναπληρώνει ο αρχαιότερος πρωτοδίκης. Τα σχετικά με τη λειτουργία των Πρωτοδικείων και την υπηρεσιακή κατάσταση των Δικαστών εν γένει, προβλέπονται στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.
Το Εφετείο είναι Πολιτικό Δικαστήριο στο οποίο εκδικάζονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων του μονομελούς ή πολυμελούς πρωτοδικείου. Η έφεση ασκείται ενώπιον του εφετείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το πρωτόδικο δικαστήριο. Στην Δικαστηριακή πρακτική, το Εφετείο είναι γνωστό και ως "Πολιτικό Εφετείο" για να διακρίνεται από τα ποινικά τμήματα του Εφετείου που αποτελούν ποινικά Δικαστήρια. Στη νομική ορολογία, ο διάδικος που ασκεί έφεση ονομάζεται ο εκκαλών, ενώ εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η έφεση, ο εφεσίβλητος. Οι Δικαστές που εργάζονται στα Εφετεία ονομάζονται Εφέτες, και προϊστάμενός τους είναι ο Πρόεδρος Εφετών.
Ο Άρειος Πάγος ιδρύθηκε στις 16 Οκτωβρίου1834με βασιλικό διάταγμα και λειτούργησε ως το ανώτατο δικαστήριο του κράτους. Το όνομα προήλθε από το ομώνυμο δικαστήριο στην Αρχαία Αθήνα. Η πρώτη απόφαση του Αρείου Πάγου (1/1835) κρίθηκε και αποφασίσθηκε στις 30 Απριλίου1835και δημοσιεύθηκε την 1η Μαΐου1835. Μέχρι το 1981 ο Άρειος Πάγος στεγαζόταν στο «Ιλίου Μέλαθρον» επί της Πανεπιστημίου, (όπου σήμερα στεγάζεται το νομισματικό μουσείο) ενώ μέχρι σήμερα στεγάζεται στο δικαστικό μέγαρο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας
Τα μέλη του Αρείου Πάγου έχουν ισόβια θητεία, αποχωρούν δηλαδή μετά τα 67. Στον Άρειο Πάγο σήμερα υπηρετούν ο Πρόεδρος, ο Εισαγγελέας, δέκα Αντιπρόεδροι, εξήντα Αρεοπαγίτες και δεκαοχτώ Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου. Τα μέλη του εξετάζουν την ορθότητα της κάθε δικαστικής απόφασης εξασφαλίζοντας με τις αποφάσεις του την ενότητα της νομολογίας. Σε περίπτωση μη σχηματισμού κυβέρνησης, κατά το σύνταγμα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει ανάμεσα στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την ανάθεση σχηματισμού οικουμενικής κυβέρνησης όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής για να διενεργήσει εκλογές και να διαλύσει τη βουλή.
Τα Διοικητικά Δικαστήρια αποτελούν τον κλάδο της δικαιοσύνης που είναι επιφορτισμένος με τον δικαστικό έλεγχο των πράξεων και παραλείψεων της διοίκησης. Ιστορικά είναι νεότερος δικαστικός κλάδος σε σχέση με τα ποινικάκαι τα πολιτικά δικαστήριακαι η ίδρυσή τους ανάγεται στον 19ο αι. στην ηπειρωτική Ευρώπη. Στην Ελλάδαδιακρίνονται σετακτικά διοικητικά δικαστήρια, που εκδικάζουν κυρίως διοικητικές διαφορές ουσίαςκαι στο Συμβούλιο της Επικρατείας, που εκδικάζει κυρίως ακυρωτικές διαφορές. Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέκτησε δικαστικές αρμοδιότητες ως διοικητικό δικαστήριο το 1929. Στη συνέχεια δημιουργήθηκαν ειδικά διοικητικά δικαστήρια, όπως τα φορολογικά δικαστήρια το 1958, με δικαιοδοσία σε συγκεκριμένες διοικητικές διαφορές. Το1977θεσπίστηκαν τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια με ευρείες αρμοδιότητες στις διοικητικές διαφορές ουσίας.
Στα Διοικητικά Δικαστήρια ανήκει και το Ελεγκτικό Συνέδριο, αρμοδιότητες του οποίου είναι ο έλεγχος των δημοσίων δαπανών και ο καταλογισμός των δημοσίων υπολόγων
Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) είναι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο. H (σημερινή ως έχει) λειτουργία του ξεκίνησε στις 17 Μαΐου του 1929. Αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του ελληνικού συστήματος δικαστικού ελέγχου της διοικητικής δράσης. Είναι το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων και έχει καταξιωθεί ως ο ισχυρός προστάτης τόσο του πολίτη όσο και του Δημοσίου.
Σύνθεση του ΣτΕ
Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποτελείται από δικαστές τριών βαθμίδων:
α) εισηγητές, οι οποίοι προετοιμάζουν τις εισηγήσεις επί των υποθέσεων,
β) παρέδρους, οι οποίοι έχουν συμβουλευτική ψήφο, και
γ) συμβούλους, οι οποίοι είναι και οι μόνοι που έχουν την αποφασιστική ψήφο.
Το ΣτΕ διαιρείται σε τμήματα, στα οποία κατανέμονται οι υποθέσεις ανάλογα με το αντικείμενό τους. Το τμήμα αποτελείται από έναν αντιπρόεδρο του ΣτΕ ως πρόεδρο του τμήματος, δύο Συμβούλους και δύο Παρέδρους. Σημαντικές υποθέσεις παραπέμπονται σε διευρυμένη επταμελή σύνθεση του τμήματος. Το τμήμα μπορεί να παραπέμψει μια υπόθεση στην Ολομέλεια λόγω σπουδαιότητας. Υποχρεούται να την παραπέμψει, όταν καταλήγει να κηρύξει νόμο αντισυνταγματικό.
Το ΣτΕ έχει γνωμοδοτική αρμοδιότητα επί Προεδρικών Διαταγμάτων. Κάθε ΠΔ οφείλει πριν σταλεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να υπογραφεί και δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οπότε αποκτά ισχύ, να αποσταλεί πρώτα στο ΣτΕ για επεξεργασία. Το ΣτΕ αποφαίνεται για τη νομιμότητα του ΠΔ. Η γνώμη του ΣτΕ δεν είναι τυπικά δεσμευτική για τον Υπουργό-συντάκτη του ΠΔ, ο οποίος, όμως, σπανίως υφίσταται των υποδείξεων του δικαστηρίου, καθώς γνωρίζει ότι, αν μετά την έκδοσή του, το ΠΔ προσβληθεί από κάποιον με έννομο συμφέρον, συνήθως το ΣτΕ δεν θα έχει αλλάξει εν τω μεταξύ γνώμη, οπότε οι πιθανότητες να ακυρωθεί εν συνεχεία το ΠΔ είναι μεγάλες. Επίσης υπάρχει το (πρακτικά απίθανο) ενδεχόμενο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στηριζόμενος στη γνωμοδότηση του ΣτΕ, να αναπέμψει το ΠΔ (να αρνηθεί να το υπογράψει), αν και μια τέτοια δυνατότητα του Προέδρου αμφισβητείται εντόνως.
Το ΣτΕ κρίνει υποθέσεις που φθάνουν σε αυτό: α) είτε απευθείας, με την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά μιας εκτελεστής διοικητικής πράξης από κάποιον που έχει έννομο συμφέρον, οπότε μπορεί ή να ακυρώσει την πράξη ή να απορρίψει την αίτηση ακύρωσης,
β) είτε μετά από άσκηση αίτησης αναίρεσης κατά απόφασης τακτικού διοικητικού δικαστηρίου (Διοικητικού Πρωτοδικείου ή Διοικητικού Εφετείου), στο οποίο έχει προσφύγει πολίτης κατά διοικητικής πράξης ή άλλης πράξης του Δημοσίου.
Στη δεύτερη περίπτωση (αίτησης αναίρεσης κατά απόφασης τακτικού διοικητικού δικαστηρίου) το ΣτΕ επιτελεί σε σχέση με τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια ρόλο παρόμοιο με αυτόν του Αρείου Πάγου σε σχέση με τα πολιτικά και τα ποινικά δικαστήρια.
Στη προκειμένη περίπτωση ελέγχει αν, με βάση τα δεδομένα πραγματικά περιστατικά, όπως τα έχει δεχθεί το κατώτερο δικαστήριο και τα οποία δεν μπορεί να αμφισβητήσει, ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε σωστά ο νόμος (ουσιαστικός ή δικονομικός).
Το αν μια πράξη προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης (γεννά ακυρωτική διαφορά), ή με προσφυγή (γεννά διαφορά ουσίας), δηλαδή το αν κατά μιας πράξης πρέπει κανείς να προσφύγει στο ΣτΕ ή στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, το ορίζει κάθε φορά ο νόμος.
Συνοπτικά με βάση τα παραπάνω το Συμβούλιο επικρατείας δικάζει:
Το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι ένα από τα τρία ανώτατα δικαστήρια της Ελλάδας (μαζί με τον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο της Επικρατείας). Ταυτόχρονα έχει και διοικητικές αρμοδιότητες, πράγμα που το κάνει διφυές όργανο. Αποστολή του είναι ο έλεγχος των δαπανών του κράτους, τόσο του Δημοσίου, όσο και των ΟΤΑ. Αρμοδιότητά του επίσης είναι ο καταλογισμός των "δημοσίων υπολόγων" (έλεγχος και απόδοση ευθύνης σε διαχειριστές του Δημοσίου), ενώ έχει δικαστικές αρμοδιότητες και σε ορισμένες μισθολογικές υποθέσεις δημοσίων υπαλλήλων. Το Ελεγκτικό Συνέδριο υπάρχει και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν ανήκει όμως παντού στη δικαστική εξουσία. Σε ορισμένα κράτη λειτουργεί ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείοείναι πρωτοβάθμιο τακτικό Διοικητικό Δικαστήριοπου εκδικάζει διοικητικές διαφορές ουσίας. Διακρίνεται σε Μονομελές και Τριμελές. Συγκροτείται το Μονομελές από Πρόεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων ή Πρωτοδίκη Δ.Δ. ενώ το Τριμελές από έναν Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ. και δύο Πρωτοδίκες Δ.Δ.. Οι εφέσειςκατά των αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου εκδικάζονται από το Τριμελές Πρωτοδικείο και κατά των αποφάσεων του Τριμελούς από το Διοικητικό Εφετείο. Τα κύρια ένδικα βοηθήματαγια την εισαγωγή μιας υπόθεσης ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου είναι η προσφυγή(κατά μιας διοικητικής πράξης), η ανακοπήκαι η αγωγή(αποζημίωσης κατά του Δημοσίου ή κατά Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου.
Εθνική Σχολή Δικαστών
Η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών ιδρύθηκε το 1994.
Υποδέχθηκε τους πρώτους σπουδαστές το 1995.
Την ίδια χρονιά στην Εθνική Σχολή Δικαστών ξεκίνησε και η επιμόρφωση των Δικαστών και Εισαγγελέων που ήδη υπηρετούσαν.
Αποστολή της Εθνικής Σχολής Δικαστών είναι να εμπνεύσει στους Σπουδαστές και στους επιμορφωμένους Δικαστές και Εισαγγελείς υψηλό φρόνημα και ανεξαρτησία γνώμης, να οικονομήσει ήθος να ενισχύσει την πίστη στις αρχές της Δημοκρατίας και της ελευθερίας, να μεταφέρει παραστάσεις από την κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας, να αναδείξει την Ευρωπαϊκή και Διεθνή διάσταση του Δικαίου, να αναπτύξει την κριτική ικανότητα κατά την προσέγγιση όχι μόνο του δικαίου αλλά και των φαινομένων εν γένει της κοινωνίας, να διδάξει το δικανικό λόγο, γραπτό και προφορικό, να ανοίξει ορίζοντες για πνευματική καλλιέργεια και επαφή με την τέχνη και τον πολιτισμό.
Στόχος της Εθνικής Σχολής Δικαστών είναι η δημιουργία σύγχρονων δικαστών και Εισαγγελέων που να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις των καιρών, που απαιτούν πλατύ ορίζοντα γνώσεων και ευρύ κύκλο δεξιοτήτων.
Η Εθνική Σχολή Δικαστών διοργανώνει Συνέδρια, Σεμινάρια, Ημερίδες, Διαλέξεις σε αντικείμενα που εμπλουτίζουν τις νομικές γνώσεις αλλά και την ευρύτερη παιδεία των Σπουδαστών και των υπηρετούντων Δικαστών και Εισαγγελέων, με εισηγητές ή ομιλητές Δικαστές και Εισαγγελείς, Πανεπιστημιακούς, Ειδικούς Επιστήμονες, Δημόσιους Λειτουργούς και Υπαλλήλους, προσωπικότητες από τον χώρο της πολιτικής και της οικονομίας, της τέχνης και των γραμμάτων.
Η Εθνική Σχολή Δικαστών αποτελεί τη Σχολή Εκπαίδευσης και Κατάρτισης Δοκίμων Δικαστικών Λειτουργών που διορίζονται:
• Στο Συμβούλιο της Επικρατείας
• Στο Ελεγκτικό Συνέδριο
• Σε τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια
• Σε Πολιτικά και Ποινικά Δικαστήρια
• Στις Εισαγγελίες των Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων.
Η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών έχει έδρα τη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο μιας προσπάθειας αποκέντρωσης των υπηρεσιών του Κράτους, ιδίως στο ευαίσθητο αντικείμενο της εκπαίδευσης των Δικαστών και Εισαγγελέων.
Διαδικασία Προκήρυξης Διαγωνισμού
Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, προκηρύσσεται εισαγωγικός διαγωνισμός στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών για τις ακόλουθες κατευθύνσεις: α) Διοικητικής Δικαιοσύνης, β) Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης και γ) Εισαγγελέων. Στην προκήρυξη ορίζεται, εκτός των άλλων, ο συνολικός αριθμός των εισακτέων σε κάθε κατεύθυνση, ο αριθμός των εκπαιδευομένων που θα κατανεμηθούν στα τμήματα των δικαστηρίων, ο τόπος και ο χρόνος έναρξης του διαγωνισμού, καθώς και η προθεσμία υποβολής των αιτήσεων συμμετοχής. Οι εξετάσεις διενεργούνται στη Θεσσαλονίκη.
Ποιοι γίνονται δεκτοί στο Διαγωνισμό;
Στο διαγωνισμό γίνονται δεκτοί όσοι:
α. Έχουν την ιδιότητα του Ειρηνοδίκη ή έχουν ή είχαν διετή άσκηση δικηγορίας ή είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος νομικού τμήματος, με μονοετή άσκηση δικηγορίας, ή είναι δικαστικοί υπάλληλοι με πτυχίο νομικού τμήματος νομικής σχολής και πενταετή υπηρεσία στη θέση αυτή.
β. Έχουν συμπληρώσει το 28ο έτος και δεν έχουν υπερβεί το 45ο της ηλικίας τους την 31η Δεκεμβρίου του έτους κατά το οποίο προκηρύσσεται ο διαγωνισμός.
γ. Έχουν τα προσόντα, που ορίζονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 36 και δεν έχουν τα κωλύματα που προβλέπονται στα άρθρα 37 και 38 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, όπως ισχύουν, για το διορισμό τους ως δικαστικών λειτουργών.
Στάδια Διαγωνισμού
Η επιλογή των εκπαιδευομένων κάθε σειράς πραγματοποιείται με τρεις παράλληλους αλλά διαφορετικούς διαγωνισμούς. Ο πρώτος αφορά την κατεύθυνση της Διοικητικής, ο δεύτερος της Πολιτικής-Ποινικής Δικαιοσύνης και ο τρίτος των Εισαγγελέων.
Ο εισαγωγικός διαγωνισμός διενεργείται από πενταμελή επιτροπή, που συγκροτείται για κάθε κατεύθυνση χωριστά, και περιλαμβάνει δύο στάδια: προκριματικό και τελικό. Το προκριματικό διεξάγεται το τελευταίο δεκαήμερο του Μαΐου, και το τελικό κατά τους μήνες Σεπτέμβριο έως και Νοέμβριο στην Έδρα της Σχολής, στη Θεσσαλονίκη.
α. Κατά το προκριματικό στάδιο οι υποψήφιοι και των τριών κατευθύνσεων υποβάλλονται σε τέσσερις γραπτές δοκιμασίες νομικών μαθημάτων και σε γραπτή δοκιμασία σε μία από τις ακόλουθες ξένες γλώσσες: αγγλική, γαλλική, γερμανική, ιταλική.
β. Κατά το τελικό στάδιο, στο οποίο μετέχουν μόνο όσοι έχουν επιτύχει στο προκριματικό, οι υποψήφιοι κάθε κατεύθυνσης εξετάζονται προφορικά και δημοσίως στην ύλη που προβλέπεται για τις εξετάσεις του προκριματικού σταδίου της ίδιας κατεύθυνσης και σε θέματα ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου. Εξετάζονται, επίσης, προαιρετικά σε μία έως δύο από τις ακόλουθες τέσσερις ξένες γλώσσες: αγγλική, γαλλική, γερμανική και ιταλική. Εξαιρείται εκείνη στην οποία έχουν εξεταστεί υποχρεωτικώς.
Βαθμολόγηση
Ο τελικός βαθμός κάθε υποψηφίου στο προκριματικό στάδιο, ο οποίος αποτελεί το βαθμό του υποψηφίου στην προκριματική δοκιμασία, εξευρίσκεται με το συνυπολογισμό των βαθμών που έλαβε στις πέντε γραπτές δοκιμασίες του σταδίου αυτού για όλες τις κατευθύνσεις, με συντελεστή βαρύτητας για κάθε κατεύθυνση:
α) για το γραπτό δοκίμιο του θέματος γενικής παιδείας πέντε δέκατα (0,5), β) για το γραπτό δοκίμιο της ξένης γλώσσας πέντε δέκατα (0,5) και γ) για το καθένα από τα υπόλοιπα τρία γραπτά δοκίμια των νομικών μαθημάτων ένα (1). Κάθε βαθμός πολλαπλασιάζεται με τον αντίστοιχο συντελεστή βαρύτητας και το άθροισμα των βαθμών που προκύπτει διαιρείται με το άθροισμα των συντελεστών βαρύτητας. Το πηλίκο που προκύπτει αποτελεί τον τελικό βαθμό του υποψηφίου στη γραπτή δοκιμασία.
Στον πίνακα οριστικών αποτελεσμάτων κατατάσσονται μόνον οι υποψήφιοι, οι οποίοι έλαβαν τελικό βαθμό επιτυχίας, ο οποίος προκύπτει από το άθροισμα του μέσου όρου της γραπτής δοκιμασίας, με ποσοστό αξιολόγησης 70% και του μέσου όρου της προφορικής δοκιμασίας, με ποσοστό αξιολόγησης 30%, τουλάχιστον οκτώ (8), ο οποίος προσαυξάνεται κατά 0,5/10 της μονάδας για κάθε προαιρετικά εξεταζόμενη ξένη γλώσσα, εφόσον ο βαθμός επίδοσης στην ξένη αυτή γλώσσα είναι τουλάχιστον δέκα, κατά 1/10 της μονάδας για κάθε μεταπτυχιακό δίπλωμα σε τομείς της νομικής επιστήμης συναφείς με την κατεύθυνση που έχει επιλέξει ο υποψήφιος και κατά 3/10 της μονάδας για διδακτορικό δίπλωμα Νομικού Τμήματος ημεδαπού ή αλλοδαπού πανεπιστημίου, ομοίως σε τομείς της νομικής επιστήμης, συναφείς με την κατεύθυνση που έχει επιλέξει ο υποψήφιος, στα οποία δεν προστίθεται η προσαύξηση του αντίστοιχου μεταπτυχιακού διπλώματος. Για το συναφές του μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος αποφαίνεται η Επιτροπή του Διαγωνισμού.
Στη Σχολή, τέλος, εγγράφονται οι υποψήφιοι οι οποίοι περιλαμβάνονται στον πίνακα οριστικών αποτελεσμάτων κατά σειρά επιτυχίας, έως ότου καλυφθεί ο αριθμός των θέσεων, ο οποίος αναφέρεται στην προκήρυξη. Σε περίπτωση ισοβαθμίας, για την πλήρωση της τελευταίας θέσης, οι υποψήφιοι, οι οποίοι ισοβάθμησαν, εγγράφονται ως υπεράριθμοι.
Γιατί να επιλέξω το Νομικό Σπουδαστήριο Προυσανίδη;
Το Νομικό Σπουδαστήριο Προυσανίδη δεν είναι ένα απλό νομικό φροντιστήριο. Είναι ένας χώρος όπου οι σπουδαστές παρακινούνται να συμμετέχουν και να χρησιμοποιούν τις γνώσεις τους με κριτικό πνεύμα και όχι απλώς να προβαίνουν σε στείρα αποστήθιση. Τα 25 χρόνια εμπειρίας μας και οι συνεχείς επιτυχίες των σπουδαστών μας αποτελούν την επισφράγιση της ποιότητας των μεθόδων διδασκαλίας που ακολουθούμε εδώ, στο Νομικό Σπουδαστήριο Προυσανίδη.
Κύριο στόχο του Νομικού Σπουδαστηρίου Προυσανίδη αποτελεί η άρτια εκπαίδευση των υποψηφίων για όλες τις κατευθύνσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών.
Το Νομικό Σπουδαστήριο Προυσανίδη είναι το μοναδικό σπουδαστήριο στην Ελλάδα που εξειδικεύεται με ειδικά μαθήματα, εξειδικευμένους νομομαθείς καθηγητές εγνωσμένου κύρους και πρωτοποριακές μεθόδους διδασκαλίας σε όλα τα εξεταζόμενα μαθήματα όλων των κατευθύνσεων με σοβαρότητα και πληρότητα στην προετοιμασία των υποψηφίων, ενώ είμαστε οι μοναδικοί που δίνουμε τη δέουσα έμφαση και σοβαρότητα στα μαθήματα της Γενικής Παιδείας και της Ξένης Γλώσσας.
Εξάλλου, το γεγονός ότι κάθε χρόνο η συντριπτική πλειοψηφία των επιτυχόντων υπήρξαν σπουδαστές του Νομικού Σπουδαστηρίου Προυσανίδη, αποτελεί το επιστέγασμα των μεθόδων και των προσπαθειών μας.
Ενημερωθείτε για την Κατάρτιση και τη Μεθοδολογία της Διδασκαλίας στην Εθνική Σχολή Δικαστών.
«Στοὺς γονεῖς ὀφείλομεν τὸ ζῆν, στοὺς δὲ διδασκάλους τὸ εὖ ζῆν.», Μέγας Αλέξανδρος
Σόλωνος και Σίνα 26, Αθήνα,
στο νεοκλασσικό κτίριο
έναντι της Νομικής Σχολής.
Τηλ. 210- 3800702
Καθημερινά 12:00 έως 18:00,
πλην Σαββάτου και Κυριακής.